από τη Χριστίνα Καπράλου.
Η ταμπέλα απέναντι μεγάλη και φωτεινή….
ΠΛΥΣΙΜΟ ΜΕΣΑ – ΕΞΩ 10 ευρώ
ΑΛΛΑΓΗ ΛΑΔΙΩΝ ΔΩΡΕΑΝ
Ο Τάσος σταμάτησε έξω από το βενζινάδικο. Το βλέμμα του στραμμένο ψηλά, εκεί στην ταμπέλα.
Κουστούμι, γραβάτα, λευκό φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο…
Ο Τάσος ξεκίνησε ένα ακόμη πρωινό για το γραφείο.
Ανία! Τα ίδια και τα ίδια!
Ξύπνημα κάθε πρωί στις 7. Ποτέ του δεν άλλαξε πλευρό. Ποτέ του δεν τσακώθηκε με το ξυπνητήρι. Κοιμόταν σχεδόν σε στάση προσοχής στο μονό εφηβικό του κρεβάτι.
Το ίδιο κρεβάτι από τα 15 του και τώρα που έφτασε 35 χωρά ακόμη χωρίς παράπονα.
Λευκά σεντόνια λεύκη μαξιλαροθήκη, μυρωδιά σαπουνιού και καθαριότητας παντού.
Αχ! Έλεγε η μανά του η κυρία Ελένη.
Ποια βρω θα σε προσέχει όπως εγώ;
Ποια βρέ θα σου σιδερώνει τα λευκά σου πουκάμισα; Δες χαρτί ο γιακάς! Μαχαίρι η τσάκιση στο μανίκι.
Ποια βρε θα σου κάνει τέτοια τσάκιση στο παντελόνι; Ποια θα σε περιμένει έξω από το μπάνιο να σου δώσει στο χέρι το σώβρακο και την φανέλα σου;
Πες μου! Όχι πες μου σου έφτιαξε άλλη καμιά εκτός από την μανούλα τέτοιο σπυρωτό ρύζι;
Βρήκες καμιά να μου ανταγωνιστεί στο κοκκινιστό;
Μπεσαμέλ σαν της μάνας σου ξέρει άλλη να φτιάχνει;
Αχ γιόκα μου! Αχ λουλούδι μου! Σπλάχνο μου! Καρδιά της καρδιάς μου!
Χαλάλι σου βρε που θυσίασα την ζωή μου εγώ για σένα!
Νέα ήμουν όταν έφυγε ο πατέρας σου. Στην ηλικία σου ήμουν! 35 χρονών ακριβώς. Και εσύ 15 χρονών παλληκαράκι.
Τι να έκανα Τάσο μου; Tι να έκανα πασά μου; Αφιέρωσα την ζωή μου σε σένα.
Εσύ ο ήλιος μου εσύ και το φεγγάρι μου! Ο κόσμος μου όλος εσύ αντράκο μου!
Ο Τάσος άκουγε με υπομονή τα ίδια και τα ίδια. Η κυρά Ελένη έδινε συχνά παράσταση στο σπιτικό τους και εκείνος δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι.
Ναι μάνα! Εσύ μόνο εσύ! Σαν εσένα άλλη καμιά.
Ο Τάσος στο σχόλασμά του και αφού ενημέρωνε την κυρά Ελένη πως θα έκανε υπερωρία, αλλαξοδρομούσε.
Κατηφόριζε στα δρομάκια κάτω από την Ομόνοια και στο πρώτο κόκκινο φωτάκι που έβρισκε τρύπωνε μέσα γεμάτος ενοχές και άγχος.
Όχι όχι δεν έβγαζε ούτε το σακάκι ούτε το πουκάμισο ούτε την γραβάτα. Η μανά κουράστηκε πολύ για να κάνει χαρτί τον γιακά με το σίδερο, δεν θα την πρόσβαλε με τέτοιο τρόπο.
Κατέβαζε το παντελόνι του και το κορίτσι ήξερε καλά την δουλειά του!
Στο σπίτι τον περίμενε η μάνα του.
Άργησες αγόρι μου! Κουράζεσαι παλληκάρι μου! Κομμένος είσαι! Τα ματάκια σου μαύρους κύκλους έχουν μωρό μου! Άντε να φας και να πας να ξαπλώσεις.
Μάνα να κάνω ένα μπάνιο θέλω ψιθύρισε ο Τάσος.
Μπάνιο; Ίδρωσες αγόρι μου; Σε εκμεταλλεύονται! Καλά λέω εγώ πως σε βρήκαν καλό και σε ξεζουμίζουν!
Ο Τάσος στο άκουσμα της λέξης “ξεζουμίζουν” πνίγηκε με το σάλιο του.
Βήχεις αγόρι μου; Μου κρύωσες; Πάω να σου φτιάξω τσάι.
Μανα πάω να κάνω μπάνιο!
Μπάνιο; Mπάνιο με τέτοιο βήχα; Να κάτσεις στα αβγά σου σε παρακαλώ!
Η μανούλα θα σου κόψει βεντούζες και θα σου φτιάξει και τσάι του βουνού.
Άντε παλληκάρι μου να ξαπλώσεις πήγαινε και ‘έρχομαι!
Ο Τάσος υπάκουσε για μια ακόμη φορά.
Έβγαλε τα ρούχα του φόρεσε τις πυτζάμες του – η κυρά Ελένη δεν τον άφηνε να περιφέρεται στο σπίτι χωρίς πυτζάμες – και ξάπλωσε. Γύρισε μια από τα δεξιά, γύρισε μια από τα αριστερά για να βολευτεί.
Και εκεί που τα μάτια του έκλειναν, το δωμάτιο μύρισε μπλε οινόπνευμα η κυρά Ελένη μπήκε κρατώντας όλα τα απαιτούμενα για τις βεντούζες.
Στάθηκε στα πόδια του κρεβατιού, το μάτι της αλφάδι, ιιιιιιιιιιιιι τι έκανες τσίριξε!
Ο Τάσος είχε ζήσει άπειρες φορές αυτή την σκηνή.
Μανούλα! Μανούλα μου συγχωρα με ! άλλαξα πλευρό για να βολευτώ για να με πάρει ο ύπνος! Είπε με ασθενική φωνή.
Ου να μου χαθείς ανοικοκύρευτε! Ίδιος ο πατέρας σου! Και εκείνος έτσι στριφογύρναγε στο κρεβάτι και έκανε τα σεντόνια χάλια!
Χάλια! Χάλια! Χάλια!
Τάσο; Πες μου γιατί άλλαξες πλευρό; Πες μου την αλήθεια!
Μα μαμά….. τόλμησε να ψιθυρίσει ο Τάσος….. Εγώ…. Να ξέρεις εγώ…. Ένα μπάνιο ήθελα να κάνω….
Μην μιλάς! Τσιμουδιά είπε η Ελένη! Η δυνάστης Ελένη!
Ο Τάσος αποκοιμήθηκε παραδομένος στα χέρια της μάνας του, αφού εκείνη αλφαδιάσε τα σεντόνια στο κρεβάτι, του έκοψε βεντούζες, του έφτιαξε τσάι από τον Ταΰγετο μουρμούρισε πως ήταν ίδιος ο πατέρας του και έκανε αναφορά για μια ακόμη φορά για την ζωή της που θυσίασε.
ΠΛΥΣΙΜΟ ΜΕΣΑ – ΕΞΩ 10 ευρώ
ΑΛΛΑΓΗ ΛΑΔΙΩΝ ΔΩΡΕΑΝ
Η ταμπέλα αναβόσβηνε προκλητικά.
Ο Τάσος χωρίς δεύτερη σκέψη πέρασε το κατώφλι του βενζινάδικου.
Καλημέρα σας! Είπε!
Έβγαλε 10 ευρώ από την τσέπη του, τόσα του έδινε κάθε πρωί η κυρία Ελένη για τον καφέ του και το δεκατιανό του και πάντα μουρμουραγε που δεν ήθελε το τοστάκι από τα χέρια της.
Καλημέρα σας! Ένα πλύσιμο μέσα έξω παρακαλώ και λίγο σύντομα! Δεν έχω χρόνο! Είπε με φωνή διστακτική
Καλημέρα νεαρέ είπε ο κυρ Φώτης
Που είναι το όχημα;
Όχημα; τι εννοείτε; είπε ο Τάσος
Τι θα πλύνουμε μέσα έξω λεβέντη μου; Είπε ο κυρ Φώτης
Εμένα! Μα εμένα! Είπε ο Τάσος και το χαμόγελο του έφτασε μέχρι τα αφτιά του και πέρασαν μπρος από τα μάτια του εικόνες ….
Ένα λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο, μια τσάκιση στο παντελόνι, λευκά σεντόνια στο μονό κρεβάτι ατσαλάκωτα, σπυρωτό ρύζι, μπεσαμελ, κοκκινιστό, ένα ξανθό κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του οι βεντούζες της μαμάς, το τσάι του βουνού….
Εμένα! Πλύσιμο μέσα έξω να τα δέκα ευρώ να εδώ τα έχω!
Και αλλαγή λαδιών να σου την πληρώσω αφεντικό!
Την άλλη βδομάδα αφεντικό με το επόμενο χαρτζιλίκι μου θα σου πληρώσω την αλλαγή λαδιών.
Ο Τάσος παραμιλούσε! Οι λέξεις άλλαζαν νόημα μα το ζητούμενο ήταν ένα.
Λευτεριά θέλω αφεντικό!
Να κοιμάμαι σε τσαλακωμένα σεντόνια, να βήχω όποτε μούρχεται, να μην έχω άγχος σαν περνάω την πόρτα με το κόκκινο φωτάκι.
Κανείς εκεί δεν βλέπει το καλοσιδερωμενο πουκάμισο μου ούτε την γραβάτα μου.
Δεν θέλω άλλο τσάι από τον Ταΰγετο!
ΜΕΣΑ ΕΞΩ ΠΛΥΣΙΜΟ 10 ευρώ.
Ο Τάσος έκανε συμφωνία με τον κυρ Φώτη μπήκε με το κουστούμι την γραβάτα και το άσπρο του πουκάμισο και σαν άνοιξαν οι βρύσες και έτρεχε νερό εκείνος χόρευε χορό εξαγνισμού χορό λευτεριάς χορό ανακούφισης.
Πλύσιμο μέσα έξω κυρίες και κύριοι!
Σειρά σας!