Γράφει ο Ερμής:
Ήταν 1η Φεβρουαρίου και οι τέσσερις Εποχές μαζί με τους μήνες συγκεντρώθηκαν, όπως συνήθιζαν, για να καλωσορίσουν τον νέο μήνα. Έτρωγαν, γελούσαν, τραγουδούσαν, διασκέδαζαν και ήταν όλοι χαρούμενοι, εκτός από τον Χειμώνα που καθόταν μόνος και λυπημένος.
Η Άνοιξη, παρατηρώντας τη θλίψη του, τον πλησίασε και τον ρώτησε.
«Τι σου συμβαίνει, καλέ μου; Πρώτη φορά σε βλέπω τόσο στενοχωρημένο».
Εκείνος την κοίταξε εκνευρισμένος και απάντησε.
«Είναι δυνατόν να νιώθω καλά, όταν ξέρω ότι σε λίγες ημέρες θα φύγω και θα πάρεις εσύ τη θέση μου;»
Η Άνοιξη, παραξενεμένη, τον ξαναρώτησε.
«Γιατί σ’ ενοχλεί; Μήπως η ίδια εναλλαγή δεν συμβαίνει από την αρχή του κόσμου; Εσύ παίρνεις τη σκυτάλη από το Φθινόπωρο, εγώ από εσένα και την παραδίδω στο Καλοκαίρι που με τη σειρά του την εμπιστεύεται ξανά στο Φθινόπωρο για να ξεκινήσει ο νέος κύκλος. Ποιο στοιχείο είναι αυτό λοιπόν που σε αναστάτωσε τώρα;»
«Βαρέθηκα», απάντησε ο Χειμώνας. «Κουράστηκα να ακούω τους ανθρώπους να περιμένουν με αγωνία τη δική σου άφιξη και του Καλοκαιριού. Δεν αντέχω πλέον τα παράπονά τους για το κρύο, τη βροχή και την κακοκαιρία. Εσύ δεν ξέρεις τι σημαίνει να επιθυμούν να φύγεις και να μην σε θέλουν κοντά τους.
Παλαιότερα η κατάσταση ήταν καλύτερη, γιατί το περιβάλλον δεν είχε καταστραφεί από τις αλόγιστες πράξεις των ανθρώπων και περιόριζε τον όγκο των βρόχινων υδάτων και την παγωνιά. Τώρα όμως ασθενεί και αδυνατεί να ανταποκριθεί στο εκατό τοις εκατό. Αντί βέβαια οι άνθρωποι να συλλογιστούν τα λάθη τους και να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είμαι εγώ ο υπαίτιος της ταλαιπωρίας τους, ζητούν να φύγω για να έρθεις εσύ που τους κανακεύεις μονίμως με τα ζεστά και απαλά χάδια σου».
«Καημένε μου Χειμώνα. Νομίζω ότι είσαι υπερβολικός. Είτε οι άνθρωποι ήθελαν να παραμείνεις, είτε όχι, θα έφευγες ούτως ή άλλως, όταν ερχόταν η ώρα. Γιατί σε απασχολούν επομένως τα λόγια τους;»
«Κάνεις λάθος. Είναι διαφορετικό να φεύγεις με τη γνώση ότι κάποιοι θα σε περιμένουν με ανυπομονησία και εντελώς διαφορετικό να διακρίνεις στο βλέμμα τους τη χαρά για την απομάκρυνσή σου. Αν ήσουν στη θέση μου, θα με καταλάβαινες», είπε ο Χειμώνας και θυμωμένος εγκατέλειψε τη γιορτή.
Μόνος στο σπίτι του λίγο αργότερα, σκεφτόταν ότι δεν έπρεπε να παραμείνει άπραγος. Αντιθέτως, όφειλε να αντιδράσει και να τιμωρήσει τους ανθρώπους που του συμπεριφέρονταν τόσο σκληρά. Μαζί τους βέβαια και την Άνοιξη που ανέκαθεν τον εκνεύριζε με το τσιριχτό της γέλιο που ηχούσε στα αυτιά του σαν το χειρότερο φάλτσο.
Όλη τη νύχτα λοιπόν έμεινε άγρυπνος αναζητώντας τη λύση και το πρωί είχε καταστρώσει επιτέλους το σατανικό του σχέδιο. Αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει την έλευση της Άνοιξης, θα στερούσε από όλους τα δώρα της.
Έτσι, την τελευταία ημέρα της κυριαρχίας του, έριξε στο χώμα ένα υγρό που δηλητηρίασε τα λουλούδια και όταν εκείνα άνθισαν, αντί να πλημμυρίσουν την πλάση με τα αρώματά τους, μόλυναν τον αέρα, απομονώνοντας τους ανθρώπους στα σπίτια τους.
Οι ανοιξιάτικες ημέρες κυλούσαν δίχως κανένας να χαρεί τις ζεστές ημέρες, τους απογευματινούς περιπάτους, το χαμογελαστό πρόσωπο του ήλιου και τις παραθαλάσσιες βόλτες, αφού ο αέρας τους έπνιγε και ο φόβος του θανάτου απειλούσε τη χαρά και την ανεμελιά τους.
Όλοι ήταν λυπημένοι και κυρίως ασφαλώς η Άνοιξη που αισθανόταν συνάμα ένοχη, επειδή τα άνθη της ήταν εκείνα που δημιούργησαν το πρόβλημα. Στην αρχή δεν καταλάβαινε πώς δηλητηριάστηκαν τα λουλούδια. Ψάχνοντας όμως παντού και ρωτώντας τα ζώα και τα πουλιά, εντόπισε τελικά ένα σπουργίτι που της αποκάλυψε την αλήθεια.
«Ο Χειμώνας», της είπε «έριξε το υγρό που μόλυνε το χώμα».
Η Άνοιξη θυμήθηκε τότε αμέσως τη γιορτή του Φεβρουαρίου και κατάλαβε ότι η πράξη του Χειμώνα ωθούταν από την επιθυμία του για εκδίκηση. Δίχως να χάσει καιρό, ενημέρωσε το Καλοκαίρι και το Φθινόπωρο και όλοι μαζί πήγαν στο σπίτι του Χειμώνα, απαιτώντας να διορθώσει την κατάσταση.
Ο Χειμώνας αρνήθηκε αρχικά να βοηθήσει. Οι τρεις Εποχές όμως του υπενθύμισαν ότι αν χάνονταν εκείνες, τότε θα χανόταν και ο ίδιος, γιατί καμιά τους δεν μπορούσε να υπάρξει μόνη.
Δεδομένης της πεισματάρικης διάθεσης του Χειμώνα, η προσπάθεια τους ήταν δύσκολη. Χρησιμοποιώντας όμως κάθε λογικό επιχείρημα και επιστρατεύοντας τη διπλωματία τους, κατόρθωσαν ύστερα από μια πολύωρη διαπραγμάτευση να τον πείσουν και να τους δώσει τελικά το αντίδοτο που θεράπευσε τα λουλούδια και καθάρισε τον αέρα.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους και παρόλο που η Άνοιξη παραχώρησε αμέσως τη θέση της στο Καλοκαίρι, χάρηκε πολύ γιατί ήξερε ότι χάρη στις δικές της έρευνες αποκαλύφθηκε η πλεκτάνη του Χειμώνα και επανήλθε η ισορροπία.
Συνταγή της Αμβροσίας: Εαρινή μνήμη
Υλικά:
3 κούπες άνθη λεμονιάς, πορτοκαλιάς και νεραντζιάς
2 κούπες ζάχαρη
1 λίτρο τσικουδιά (άοσμη, απαλή)
½ λίτρο κουαντρώ
Εκτέλεση:
Πλένουμε και στραγγίζουμε προσεκτικά τα άνθη. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα αεροστεγώς κλεισμένο γυάλινο βάζο για σαράντα ημέρες και σε σκιερό σημείο. Ανακινούμε το βάζο καθημερινά και ύστερα από σαράντα ημέρες, στραγγίζουμε το ποτό χρησιμοποιώντας διπλή γάζα και το τοποθετούμε σε μποτίλια.