από την Χριστίνα Καπράλου.

Καλημέρα! Εέεεε εσύ εκεί απέναντι! Καλημέρα είπα!

Σε εσένα μιλάω! Δεν με ακούς;

Κάθε πρωί, καλημερίζω τον γείτονα στο απέναντι μπαλκόνι, και ποτέ δεν παίρνω απάντηση.

Παράξενος τύπος!

Τον παρατηρώ μήνες τώρα, πέρασε ο χειμώνας, μπήκε η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι και αυτός εκεί. Καρφωμένος σε μια καρέκλα με το βλέμμα μόνιμα στο ίδιο σημείο.

Καθημερινή συνήθεια να τον παρατηρώ,  να κάνω διαλόγους μαζί του να του μιλώ και να απαντώ εγώ, αντί για εκείνον.

Παρατηρώ με προσοχή το διαμέρισμα απέναντι και άκρη δεν βγάζω.

Δύο μπαλκονόπορτες χωρίς κουρτίνες μου δίνουν την δυνατότητα πρόσβασης στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

Τοίχοι που κάποτε ήταν λευκοί, τώρα με εμφανή σημάδια εγκατάλειψης. Κανένα έπιπλο πουθενά… μόνο μια λευκή πλαστική φτηνή καρέκλα μπροστά από την αριστερή μπαλκονόπορτα.

Εκείνος, φιγούρα μελαγχολική, κυρτοί ώμοι, πλάτη που φαίνεται πως έχει σηκώσει όλα τα βάρη της οικουμένης.

Δεν τον έχω συναντήσει ποτέ έξω στην γειτονιά, οποία ώρα και αν κοιτάξω απέναντι τον βλέπω εκεί. Μέρα, νύχτα, μεσημέρι, απόγευμα.

Τον βάφτισα Μανώλη, έτσι για να του απευθύνω τον λόγο ονομαστικά. Έτσι οι λέξεις μου νομίζω,  πως αποκτούν μεγαλύτερη αξία.

Και που λες Μανώλη η σκύλα με παράτησε  για εκείνο τον άλλο.

Και που λες Μανώλη η μάνα μου,  χώρισε με τον πατέρα μου όταν ήμουν 2 χρονών. Δεν ένοιωσα ανδρική παρουσία στο σπίτι.

Και που λες Μανώλη,  ο δάσκαλος στην τέταρτη δημοτικού,  βλάκα με ανέβαζε,  βλάκα με κατέβαζε. Δεν ήμουν βλάκας Μανώλη, ντροπαλός ήμουν και αδέξιος.

Και που λες Μανώλη τα καλοκαίρια στο νησί ήταν όμορφα. Περνούσαν οι μέρες μετρώντας βουτιές και παγωτά ξυλάκι.

Εσύ Μανώλη, τι νέα;

Ο Μανώλης, δεν απαντούσε ποτέ.

Ρε συ Μανώλη γιατί μου κρατάς μούτρα του είπα ένα βράδυ που βαριόμουν να απαντήσω εγώ για εκείνον.

Μανώλη θα θυμώσω να το ξέρεις. Γιατί ρε μεγάλε δεν θες να γίνουμε φιλαράκια να μοιραζόμαστε τα βάσανα μας; Γιατί κι εσύ βάσανα έχεις πολλά σε έχω κόψει εγώ και ας μου το παίζεις δήθεν και ιστορία.

Έβλεπα τον Μανώλη να μένει άπραγος και εκνευριζόμουν διπλά. Μια γιατί δεν μου έδινε σημασία και μια γιατί δεν έκανε απολύτως τίποτα.

Μια μέρα του φώναξα….

Είσαι τεμπέλης ρε! Κουνήσου κάνε κάτι.

Μια μέρα θα φορέσω ένα ζευγάρι φτερά θα πετάξω μέχρι το μπαλκόνι σου και θα σου ρίξω μια ανάστροφη έτσι για να ξυπνήσεις.

Σήμερα, γύρισα από την δουλειά εξαιρετικά κουρασμένος . Με το που μπήκα στο σπίτι πριν ξεντυθώ τράβηξα την κουρτίνα και έριξα ματιά απέναντι να δω αν ο φίλος μου ο Μανώλης ήταν στην θέση του.

Με περίμενες ε; Τον ρώτησα και ήμουν σίγουρος για την απάντηση.

Και τότε τον είδα! Δεν πίστευα στα μάτια μου!

Ο Μανώλης με παρέα!

Ο δικός μου Μανώλης ο γείτονας μου, ο φίλος μου, που δεν καταδέχτηκε ποτέ να μου ρίξει μια ματιά, που δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στο ενδιαφέρον μου τώρα είχε συντροφιά!

Μια γλάστρα με μια ελιά, δεντράκι μικρό με κορμοστασιά έφηβης, στεκόταν εκεί απέναντι από τον γείτονά μου.

Ο Μανώλης είχε στρέψει την καρέκλα του προς την γλάστρα και διέκρινα αλλαγή στην έκφραση και την διάθεση του.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε από την καρέκλα, πλησίασε το δεντράκι άπλωσε το χέρι του,  το άγγιξε και κάτι του ψιθύρισε. Σώμα στητό, πλάτη ίσια, ώμοι ζυγισμένοι με αρμονία.

Μανώλη ε Μανώλη,  του φώναξα!

Καλημέρα ρε!

Απάντηση δεν πήρα!

Μανώλη είσαι αγενής και βλάκας σου το έχουν πει ποτέ; Του φώναξα με θυμό.

Και φυσικά, απάντηση δεν πήρα !

Τράβηξα την κουρτίνα άνοιξα το παράθυρο έκλεισα τα παντζούρια θυμωμένος και αποφασισμένος να μην ασχοληθώ ποτέ ξανά μαζί του.

****** *******

Δεν είμαστε καλά! Δεν είμαστε καθόλου καλά!

Δεν μπορεί κανείς να βρει την ησυχία του, ούτε στο ίδιο του το σπίτι.

Ο γείτονας απέναντι, πολύ νευρικός, έκλεισε τα παντζούρια του με τόση δύναμη που με τρόμαξε!

Παράξενος τύπος ο γείτονας! Τον έχω δει που  με κρυφοκοιτάζει από την κουρτίνα.

Τον έχω ακούσει να μιλάει σε κάποιον Μανώλη, μα εγώ ποτέ δεν είδα άλλον άνθρωπο στο σπίτι του.

Άτιμο πράγμα η μοναξιά!

Τον έχω ακούσει που φωνάζει Καλημέρα σε έναν Μανώλη αλλά εγώ δεν άκουσα κανένα Μανώλη να του απαντά!

Βάσανα που έχει ο κόσμος!

Ανήσυχος ο γείτονας ησυχία δεν έχει! Πέρα δώθε πέρα δώθε τον βλέπω που πέφτει πάνω στα έπιπλα. Μα τόσα έπιπλα τι τα χρειάζεται;

Μου πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καταλάβω πως η αξία της ζωής είναι αλλού.

Δούλεψα πολύ,  έζησα ζωή  γεμάτη, ήμουν  πλήρης υλικών αγαθών, ώσπου μια μέρα δέχτηκα μια επίσκεψη απρόσμενη που έφερε τα πάνω κάτω.

Βρέθηκα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου καλωδιωμένος. Τους άκουγα που μιλούσαν πάνω από το κεφάλι μου. Τους άκουγα που έλεγαν, κρίμα το παλληκάρι ….είναι τόσο νέος και θα φύγει τόσο γρήγορα!

Ήθελα να τους φωνάξω να τους πω πως δεν σκοπεύω να αφήσω αυτό τον όμορφο κόσμο τόσο νωρίς. Αυτή η πουτανα η ζωή μου χρωστάει μερικά ακόμη.

Έναν έρωτα, ένα ταξίδι που δεν πρόλαβα να κάνω λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων, ένα διδακτορικό που άφησα στην μέση, μια Ανατολή σε μια παραλία, ένα μεθύσι που δεν τόλμησα να κάνω….

Ήθελα να  τους φωνάξω πως δεν ήθελα άλλο να είμαι καλό παιδί πώς χόρτασα από την σύνεση, την λογική και την οργάνωση.

Ήθελα απεγνωσμένα να τους φωνάξω ότι …..μα ήμουν διασωληνομενος και δεν μπορούσα να φωνάξω.

Δεν μπορούσα να υπολογίσω τον χρόνο δεν ήξερα πόσες μέρες και πόσες νύχτες ήμουν σε αυτό το κρεβάτι αδύναμος απροστάτευτος εκτιθέμενος στην μοίρα.μου στους γιατρούς.και τον Θεό που μέχρι τότε δεν πίστευα.

Ένα πρωινό άνοιξα τα μάτια μου και είδα χαρούμενα πρόσωπα γύρω μου.

Είναι νέος, γερός οργανισμός, συνήλθε, την γλύτωσε, τους άκουγα να λένε.

Μια όμορφη  με λευκή φορεσιά και πλούσια μπαλκόνια  ήρθε τόσο κοντά μου που ένοιωσα το άρωμα της στην μύτη μου.

Σήκωσα το χέρι το αριστερό όχι αυτό με τον ορό, το άλλο και της έπιασα το στήθος χωρίς ντροπή.

Άκουσα το γάργαρο γέλιο της, καλέ αυτός είναι περδίκι δείτε εδώ τι μου έκανε, είπε σε μια άλλη με λευκή φορεσιά που ήταν ξερακιανή και αγέλαστη.

Ζηλεύεις; ψιθύρισα και την είδα να με αγριοκοιτάζει.

Πεινάω! Είπα και τις είδα να κοιτάζονται μεταξύ τους και να αναρωτιούνται  αν έπρεπε να φάω κάτι και να ρωτήσουν τον γιατρό που είχε εφημερία….

Ρε σεις πεινάω είπα ξανά και άκουσα την φωνή μου να βγαίνει αλλιώτικη από αυτή που είχα συνηθίσει.

Τι θέλεις να φας μου είπε η ξερακιανή.

Ένα σουβλάκι, μια μερίδα κοκορέτσι, τζατζίκι και κεφτεδάκια σαν αυτά που έφτιαχνε η γιαγιά μου στο νησί, είπα και ξαλάφρωσα.

Και μπύρα ακούς κοπελιά φέρε και μια μπύρα παγωμένη ξέρεις εσύ!

Η ξερακιανή κοίταξε την άλλη την ζουμπουρλούδικη και κάτι ξινό ψιθύρισε….

Και μετά τα είδα όλα κωλυόμενα …. Άνοιξε η πόρτα μπήκε στο δωμάτιο ένα επιτελείο γιατρών που άρχισαν να μιλάνε πάνω από το κεφάλι μου για μένα χωρίς εμένα. Ο ένας έπαιρνε σφιγμό ο άλλος με ξεσκέπασε και με ψαχούλευε και ο τρίτος ο καλύτερος – πολύ φίλος μου- είπε μεγάλε την σκαπουλάρισες  είσαι τυχερός, θα πάμε σύντομα τσάρκα εμείς οι δύο.

Έδωσα παραγγελία στην κοκκάλω την ξερακιανή είπα,  με αυτή την φωνή που δεν την αναγνώριζα.

Τους είδα να κοιτάζονται μεταξύ τους, και ο πιο σοβαρός έβγαλε συμπέρασμα…. Βρίσκεται σε σύγχυση ο ασθενής…. Ένα μήνα διασωληνομένος  μην περιμένουμε γρήγορη επαναφορά με την πραγματικότητα….

Ρε σεις πεινάω είπα πάλι αλλά δεν με άκουσε κανείς.

Βγήκα μια Τετάρτη μεσημέρι από το νοσοκομείο αποφασισμένος να αλλάξω την ζωή μου. Άλλες αξίες, άλλα τα θέλω μου.

Την πρώτη βδομάδα έμεινα σε ξενοδοχείο, δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι μου, δεν είχα καμία σχέση με τον παλιό μου εαυτό.

Μετά νοίκιασα αυτό εδώ το διαμέρισμα, επέλεξα να αρχίσω την ζωή μου από την αρχή. Δεν ήθελα τίποτα περιττό, κανένα υλικό αγαθό να με ζορίζει. Άγραφο τετράδιο η σκέψη μου, οι μέρες μου, ο χώρος μου.

Περπατούσα ξυπόλητος, κοιμόμουν στο πάτωμα, κοιτούσα τον απέναντι τοίχο και σκεφτόμουν και προγραμμάτιζα την νέα μου ζωή από την αρχή.

Είχα ανάγκη από ησυχία από ηρεμία. Περνούσα ώρες δεν ξέρω πόσες, το ρολόι μου το χάρισα στον φύλακα του νοσοκομείου εγώ συντονιζόμουν με τον δρόμο που ακολουθούσε ο Ήλιος μέσα στην μέρα και πολύ το χαιρόμουν και αυτό μου έφτανε.

Καθισμένος σε μια και μοναδική καρέκλα πλαστική που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι ενοικιαστές στο διαμέρισμα εγώ κατέστρωνα σχέδια έκανα όνειρα για την δική μου ζωή, έτσι όπως την ήθελα εγώ και όχι έτσι όπως την ήθελαν οι άλλοι για μένα.

Σήμερα αγόρασα μια μικρή ελιά, πολύτιμη θύμηση από το νησί που περνούσα τα καλοκαίρια μου, που μετρούσα τις μέρες με βουτιές και παγωτά ξυλάκι.

Την υποδέχτηκα στον χώρο μου και ένοιωσα πως η παρουσία της με ηρεμούσε. Ένοιωθα την ενέργεια της στο δωμάτιο.

Μια ελιά μικρή, έφηβη μέσα σε μια πλαστική γλάστρα  ξαφνικά έγινε η συντροφιά που είχα ανάγκη.

Γαλήνεψα με την παρουσία της και εκεί που είχα παρασυρθεί σε σκέψεις όνειρα και σχέδια ήρθε ένας παλαβός ανάγωγος γείτονας και με τάραξε.

Έκλεισε με τόση δύναμη τα παντζούρια του που νόμισα πως θα γκρεμιζόταν τοίχος.

Μα δεν μπορεί κανείς να ηρεμήσει ούτε μέσα στο ίδιο του το σπίτι!

Ήμαρτον!