Από την Ισμήνη Χαρίλα

Στην «Ευγενία Γκραντέ», ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ αναφέρεται στις γυναίκες που το πεπρωμένο τους τις οδηγεί στον δρόμο της αγάπης και της αφοσίωσης. Στον «Μπάρμπα Γκοριό» σατιρίζει τις γυναίκες που αναζητούν φιλόδοξους άνδρες, προκειμένου να αγγίξουν την ευτυχία μέσω της ισχύος και της εξουσίας, ενώ στη «Γεροντοκόρη», η δεσποινίδα Κορμόν, καταλήγει να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν αγαπά, παρακινημένη απ’ όσα ορίζει ο κοινωνικός της περίγυρος.

Στο εν λόγω έργο, που κυκλοφόρησε το 1837 και αποτελεί μέρος της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» και συγκεκριμένα των «Σκηνών της επαρχιακής ζωής», ο Γάλλος δραματουργός εστιάζει επομένως στην κοντόφθαλμη οπτική της νοοτροπίας της επαρχίας και στα στεγανά που θέτουν οι άνθρωποι στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς.

Η βασική ηρωίδα, η δεσποινίδα Κορμόν, είναι μια εύπορη γυναίκα στην ηλικία των σαράντα δυο ετών που αναζητά τον κατάλληλο σύζυγο. Μολονότι η περιουσία της αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς υποψήφιους, τόσο η επιθυμία της να αγαπηθεί, όσο και τα στερεότυπα με τα οποία έχει ανατραφεί, επηρεάζουν την επιλογή της και την οδηγούν διαρκώς στην απόρριψη των ανδρών που βρίσκονται κοντά της.

Εστιάζοντας λοιπόν στην αγωνιώδη προσπάθεια της για τον εντοπισμό του μελλοντικού της συντρόφου, ο δημιουργός παραθέτει μέσω των λεπτομερών περιγραφών που υποστηρίζουν το σύνολο του έργου του, τις διαφορές ανάμεσα στην πόλη και την επαρχία, προχωρά σε μια ψυχογραφική ανάλυση των πρωταγωνιστών και οριοθετεί τη μετάβαση από τον 18ο στον 19ο αιώνα, καθώς και τα γεγονότα που επηρέασαν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της Γαλλίας, αλλά και τη μεταβολή των ηθών.

Οι δυο μνηστήρες που διεκδικούν το χέρι της πλούσιας γεροντοκόρης εκπροσωπούν αντίστοιχα τους κύκλους των αριστοκρατών και των δημοκρατικών και εκτός από την αντιζηλία τους στο θέμα του γάμου, καθίστανται αντίζηλοι στην πολιτική και στην κοινωνική κλίμακα. Όσον αφορά δε τις κινήσεις τους, αυτές δεν δρομολογούνται από ευγενή κίνητρα, αλλά από την αλαζονεία τους και την ασίγαστη δίψα τους για πλουτισμό.

Στον αντίποδα αυτών στέκεται ο εικοσιτριάχρονος Αθανάσιος που είναι ερωτευμένος με τη δεσποινίδα Κορμόν και μπορεί να της προσφέρει την αγάπη που αναζητά, παρόλο που εκείνη δεν διακρίνει τα συναισθήματά του. Για την ανύπανδρη πρωταγωνίστρια, ο γάμος καταλήγει σύντομα να μετατραπεί σε αυτοσκοπό και δη σε επιτακτική ανάγκη, αφού στη μικρή επαρχιακή πόλη, όπου κατοικεί «οι άνθρωποι ψάχνουν πάντοτε να βρουν τα ελαττώματα που κρύβει μια ανύπανδρη και πλούσια γυναίκα».

Δίχως μελοδραματισμούς, ο Μπαλζάκ καυτηριάζει συνεπώς αυτήν την παράλογη ιδεολογία και σχολιάζει το γεγονός ότι στην επαρχία δεν επιτρέπεται η πρωτοτυπία ή η οποιαδήποτε απόκλιση από τα τετριμμένα και από όσα παρεκκλίνουν της συνήθειας ή της κατανόησης του συνόλου. Οτιδήποτε πρωτοποριακό είναι αυτομάτως καταδικαστέο και όλα πρέπει να κινούνται μέσα σε αναχρονιστικά και πεπερασμένα συμβατικά πρότυπα.

Καθ’ όλη την αφηγηματική πορεία, παρατηρείται επομένως η αντικειμενική αποτύπωση της πραγματικότητας, που είναι και ένα από τα βασικά στοιχεία του λογοτεχνικού κινήματος του ρεαλισμού που εκπροσωπεί ο Μπαλζάκ και η αποκάλυψη της ψυχολογίας των ηρώων μέσα από τις πράξεις τους που αναδεικνύουν – πέρα από τα ήδη προαναφερθέντα θέματα – τα φαινόμενα του παρασιτισμού, του εγωισμού, της ανοησίας και της χειραγώγησης των γυναικών που κυριαρχούν στους κόλπους των θρησκόληπτων ατόμων.

Ως εκ τούτου, αντιπαραβάλλοντας τις δυο ηρωίδες του κύκλου της «Ανθρώπινης Κωμωδίας» και των «Σκηνών της επαρχιακής ζωής», δηλαδή την Ευγενία Γκραντέ και τη δεσποινίδα Κορμόν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι και οι δυο – για διαφορετικούς βέβαια λόγους – καταλήγουν να βιώσουν, προς χάριν της προσωπικής τους φιλοσοφίας για τον έρωτα και τη ζωή, το αφόρητο μαρτύριο της μοναξιάς μέσα στο πλήθος που γκρεμίζει τα όνειρά τους σαν να ήταν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα που ερμήνευσαν λάθος τα σημάδια.