Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από το 1ο μέρος.
Όταν ο Χελουσίμ κατέβηκε από τη ράχη του δράκου του και στάθηκε μπροστά στη σαύρα, εκείνη του είπε.
«Χελουσίμ, δεν έχεις το δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ. Κανείς δεν σε θέλει και κανείς δεν είναι πλέον διατεθειμένος να ανεχτεί τη μιαρότητα της παρουσίας σου!!! Ανέβα λοιπόν πάλι στον δράκο σου και εξαφανίσου!!»
«Χαχαχα!!!!!!!!!!», γέλασε σαρκαστικά ο Χελουσίμ. «Μικρή, ανόητη σαύρα. Ποια νομίζεις ότι είσαι, που τολμάς να με διατάζεις; Θα με διώξεις εσύ;;; Εδώ είναι ο πύργος μου και όλοι εσείς είστε οι αιώνιοι σκλάβοι μου. Ναι, παραδέχομαι ότι πριν από δέκα χρόνια με παγιδεύσατε και με φυλακίσατε. Τώρα, όμως είμαι ελεύθερος, δυνατότερος από πριν και θα φροντίσω να πληρώσετε για όσα στερήθηκα. Θα μάθετε να ζείτε μέσα στο σκοτάδι και τον τρόμο. Θα φοβάστε ακόμα και την αναπνοή σας και θα τιμωρηθείτε για κάθε λεπτό που έμεινα κλειδωμένος!!!».
Ολοκληρώνοντας τη φράση του, σήκωσε προς τον ουρανό το ροζιασμένο, κοκαλιάρικο χέρι του με τα μακριά, μυτερά και βρώμικα νύχια και μουρμούρισε κάποιες δυσνόητες λέξεις.
Τότε, πελώρια μαύρα σύννεφα κύκλωσαν τον ήλιο και εκείνος χάθηκε στη σκιά τους. Το σκοτάδι κάλυψε κάθε γωνιά του δάσους και τεράστιες αράχνες βγήκαν μέσα από τον πύργο και εγκλώβισαν στους ιστούς τους όσους ανθρώπους δεν πρόλαβαν να τρέξουν μακριά για να ξεφύγουν, όπως έκαναν τα πουλιά. Τα ζώα παρέμεναν κρυμμένα μέσα στους θάμνους και περίμεναν το σινιάλο της σαύρας για να επέμβουν, αλλά εκείνη αντιλαμβανόμενη ότι η μάχη είχε χαθεί, προτίμησε να τους προστατεύσει όλους, κερδίζοντας παράλληλα χρόνο για να οργανώσει καλύτερα την επίθεσή τους.
«Ωραία λοιπόν Χελουσίμ», του είπε. «Νίκησες. Μείνε στο κάστρο σου, αλλά τουλάχιστον ελευθέρωσε τους ανθρώπους που έπιασαν οι αράχνες. Ούτως ή άλλως θα τους χρειαστείς για να σε υπηρετήσουν. Έτσι δεν είναι;».
«Χμμμ… Για να σκεφτώ… Ναι, υποθέτω ότι μάλλον χρειάζομαι κάποιους σκλάβους. Ο πύργος, οι κήποι, ο στάβλος και οι αγροί μου έχουν εγκαταλειφθεί και απαιτούν μεγάλη φροντίδα. Έπειτα, μου χρωστάτε και τους φόρους μιας δεκαετίας και πρέπει να μου τους αποπληρώσετε σύντομα. Μην το ξεχνάμε. Τέλος πάντων. Θα φανώ μεγαλόψυχος και θα τους αφήσω να φύγουν. Η ζωή όλων σας όμως μου ανήκει και γι’ αυτό θα φροντίσεις εσύ η ίδια να βρίσκεστε εδώ αύριο το πρωί για να αναλάβετε τις δουλειές που θα σας αναθέσει ο δράκος μου».
Η σαύρα δεν απάντησε και ο Χελουσίμ έδωσε εντολή στις αράχνες να απεγκλωβίσουν τους παγιδευμένους. Εκείνες υπάκουσαν και έπειτα σύρθηκαν και κρύφτηκαν στα υπόγεια του πύργου, ενώ ο αφέντης τους προχώρησε, ακούμπησε το χέρι του στην πόρτα του πύργου, η οποία – αναγνωρίζοντας τον ιδιοκτήτη της – άνοιξε διάπλατα και τον υποδέχθηκε στο εσωτερικό της.
Όταν έμειναν μόνοι, η σαύρα έκανε νόημα σε όλους να επιστρέψουν στις φωλιές τους και να περιμένουν την ειδοποίησή της για να θέσουν σ’ εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο δράσης.
Συνεχίζεται…
Συνταγή της Αμβροσίας: Κόκκινος πειρασμός
Υλικά:
Χυμός από ένα μεγάλο καρπούζι
½ κιλό ζάχαρη
1 κιλό τσικουδιά (άοσμη και απαλή)
½ κιλό γλυκό σαμιώτικο κρασί
5 – 6 σπόροι τόνγκα
2 λοβοί βανίλιας
Εκτέλεση:
Βάζουμε σε μια κατσαρόλα τη ζάχαρη και τον χυμό καρπουζιού και τα βράζουμε, έως ότου γίνουν ένα πηχτό σιρόπι. Στη συνέχεια αφαιρούμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και περιμένουμε να κρυώσει.
Σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα και κόβουμε τους λοβούς βανίλιας.
Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.