από τη Χριστίνα Καπράλου.
Eκει, πάνω στο πιο ψηλό βουνό της χώρας, ανάμεσα σε δέντρα, καταρράκτες και ποτάμια, μακριά από τον κόσμο και τα ανθρώπινα βλέμματα, έστησε το σπιτικό της η Χρυσάνθη.
Τα πρωινά, τα παράθυρα παρέμεναν κλειστά και κρατούσαν το φως του ήλιου μακριά.
Η Χρυσάνθη περπατούσε στις μύτες των ποδιών της για να μην την ακούσει κανείς. Μιλούσε ψιθυριστά, άκουγε την σιωπή της μέσα στους τοίχους του σπιτιού.
Ακόμη και η Πέννα η μαύρη γάτα της περπατούσε νυχοπατώντας.
Η Μάσκα, η μαύρη σκυλίτσα της, ανυπάκουη γαύγιζε και αυτό ήταν το μοναδικό σημάδι πως υπήρχε ζωή σε αυτό το απομονωμένο σπίτι.
Η Χρυσάνθη σε κάθε γαύγισμα της Μάσκας έβαζε τον δείκτη του χεριού της τεντωμένο μπροστά από τα χείλη της και μέσα από τα δόντια της έλεγε σσσσσσσσσστ!
Η Μάσκα, σαν γνήσιος σκύλος φύλακας αρνιόταν να υπακούσει και συνέχιζε να γαυγίζει κάθε φορά που ένοιωθε ανθρώπινη παρουσία να πλησιάζει στο σπίτι.
Μα σαν ο Ήλιος πήγαινε στην Δύση, και το φεγγάρι έβγαινε στον ουρανό, όλα άλλαζαν!
Η Χρυσάνθη φορούσε το ολόλευκο φόρεμα της με τα πελώρια μανίκια και ανέβαινε στην στέγη.
Κοίταζε το φεγγάρι, του μιλούσε, του τραγουδούσε. άκουγε τα νερά του καταρράκτη που έπεφταν με δύναμη από τον ψηλό βράχο, άκουγε το ποτάμι που κυλούσε λίγο πιο πέρα από τον φράχτη του σπιτιού της.
Κατέβαινε τρέχοντας από την στέγη στο σπίτι, άνοιγε τα παράθυρα και καμάρωνε τις κουρτίνες που λικνίζονταν σε χορό μεθυστικό στον ρυθμό που έδινε ο αέρας.
Η Πέννα ανέβαινε στο πιο ψηλό κεραμίδι της στέγης, νιαούριζε με νάζι και χάρη και καλούσε όλους τους γαμπρούς γάτους της γειτονιάς.
Η Μάσκα έμενε σιωπηλή και περίμενε εντολή από την κυρά της.
Η Χρυσάνθη κοίταζε με αγάπη την Πέννα και της έλεγε με γλύκα
Κι άλλα γατιά; Κι άλλα αδέσποτα γατιά;
Μα αφού είμαι αγαπησιάρα κυρά, λές και δεν με ξέρεις! Απαντούσε η Πέννα με νάζι.
Η Χρυσάνθη άπλωνε το χέρι, και η Μάσκα έτρεχε να εισπράξει ένα χάδι.
Η ουρά της μπερδευόταν στα πελώρια μανίκια του λευκού φορέματος και από εκεί ξεκινούσε ο καθημερινός καυγάς.
Πρόσεχε! Έλεγε η Χρυσάνθη
Μάζεψε την ουρά σου!
Εσύ μάζεψε τα μανίκια σου έλεγε η Μάσκα και ο καυγάς ξεκινούσε.
Δεν είναι μανίκια Μάσκα! Φτερά είναι δεν τα βλέπεις; Είναι τα φτερά μου! Εγώ μια μέρα με αυτά θα πετάξω μακριά θα φύγω θα χαθώ και δεν θα γυρίσω ποτέ ξανά!
Η Μάσκα γρύλιζε προσπαθούσε να επαναφέρει την κυρά της από τον παραλογισμό.
Μανίκια είναι! Δεν τα βλέπεις;
Είναι μανίκια και εγώ θα κουνάω την ουρά μου όσο θέλω! Γιαυτο την έχω την ουρά για να την κουνάω! Μπα σε καλό σου κυρά θα ξεχάσω και αυτά που ξέρω!
Η Χρυσάνθη θύμωνε! Σήκωνε το χέρι ψηλά και έδινε διαταγή στην Μάσκα.
Φύγε! Χάσου από τα μάτια μου! Να μην σε ξαναδώ μπροστά μου μέχρι το ξημέρωμα!
Η Μάσκα έβαζε την ουρά κάτω από τα σκέλια της και έφευγε λυπημένη.
H Χρυσάνθη έφτυνε θυμωμένες λέξεις.
Εγώ φταίω που σε εμπιστεύομαι – έλεγε. Εγώ φταίω που εμπιστεύομαι μια Μάσκα!. Μα Μάσκα; Μα που σε βρήκα; Μα όνομα είναι αυτό που σου έδωσα;
Η Μάσκα είχε κατεβάσει τα αφτιά της, είχε κρύψει την ουρίτσα της ανάμεσα στα πίσω ποδαράκια της και άκουγε…. Άκουγε για μια ακόμη φορά το παραμιλητό της Χρυσάνθης. Είχε τρυπώσει κάτω από το τραπέζι της κουζίνας και δεν είχε σκοπό να βγεί από εκεί πριν η πρώτη αχτίδα ήλιου φωτίσει το παράθυρο.
Και τι φταίω εγώ για το όνομα που μου έδωσε; Δεν το διάλεξα εγώ!
Με βρήκε κουτάβι παρατημένο στο μονοπάτι πίσω από το θέατρο του Λυκαβηττού εκείνες τις μέρες που όλοι σαν τους παλαβούς έστελναν ένα μήνυμα στο κινητό τους και έπαιρναν τους δρόμους.
Της χρωστώ ευγνωμοσύνη δεν το αμφισβητώ, μα το όνομα αυτή το διάλεξε. Δηλαδή συγκυρία ήταν η επιλογή του ονόματος μου.
Η κυρά μου περπατούσε στο μονοπάτι και σαν με είδε έσκυψε με πήρε αγκαλιά και είπε πανικόβλητη…. Μάσκα! Φτου! Ξέχασα να βάλω μάσκα!
Εγώ δεν ήξερα τι έλεγε μα άρχισα να κουνώ την ουρά μου με χαρά και στην λέξη Μάσκα είπα από το βάθος της καρδιάς μου Γαβ!
Αυτό ήταν! Η κυρά με έβαλε στην αγκαλιά της και πήρε τρέχοντας τον κατήφορο φωνάζοντας Mασκαααααα ξέχασα να βάλω μάσκαααααααα!
Εγώ στην λέξη μάσκα έλεγα γαβ και ξανά γαβ και πάλι γαβ!
Ήμουν ευτυχισμένη! Κάποιος με βρήκε!
Το σπίτι της κυράς μου ήταν στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας δίπλα σε μια πλατεία με σιντριβάνι. Η καημένη ονειρευόταν πως βρισκόταν σε ψηλό βουνό πλάι σε καταρράκτες και ποτάμια. Η γλυκούλα μου! Τα πρωινά έκλεινε πόρτες και παράθυρα και ήθελε να ακούει την σιωπή. Είχε μαζέψει και μια παλιογατα πόρνη του κερατά…. Ναι ναι από αυτές που γεννοβολάνε αδέσποτα γατιά όποτε τους έρθει κέφι. Οι γάτοι γαμπροί έκαναν παρέλαση…. Της είχε δώσει ένα όνομα αλλόκοτο….Πέννα! Μα Πέννα την πόρνη γάτα; και τι είναι η Πέννα; Μα ας μου πει κάποιος στην ανθρώπινη γλώσσα η λέξη πέννα τι σημαίνει;
Mα κάτι εμπνεύσεις που είχε η κυρά Χρυσάνθη! Μάσκα εμένα Πέννα την άλλη….
Ξημέρωσε!
Η Χρυσάνθη έτρεξε να ντυθεί στα μαύρα και αυτό το πρωινό, βιάστηκε να κλείσει πόρτες και παράθυρα και ψιθυριστά κάλεσε την σκυλίτσα της την Μάσκα….
Η Μάσκα πιστή σύντροφος είχε μάθει να ζει κάθε πρωί την αγάπη την φροντίδα την έννοια της Χρυσάνθης και κάθε βράδυ να βάζει την ουρά κάτω από τα σκέλια και να μονολογεί …βράδυ είναι θα περάσει.
Η Πέννα σαλιάριζε από κεραμίδι σε κεραμίδι από ταράτσα σε ταράτσα και έκανε τα γλυκά μάτια σε όλους τους υποψήφιους γατογαμπρούς.
Πέννα; που είναι η πέννα μου; Που είναι το κόκκινο μελάνι της καρδίας μου που είναι το μαύρο μελάνι του πόνου μου που είναι το μπλε μελάνι της γαλήνης μου;
Mιαουυυυυυ! Απάντησε η Πέννα στο άκουσμα του ονόματος της.
Πέννα μου; Που είναι η πέννα μου ψιθύρισε με αγωνία η Χρυσάνθη.
Η Χρυσάνθη που ονειρευόταν πως θα πετάξει με τα μανίκια του φορέματος της στο φως του φεγγαριού, έγραφε με την πέννα της που την βουταγε σε μελάνι κόκκινο, μαύρο, μπλε τους πόνους και τα όνειρα της.
«Πέννα ονομάζεται ένα εργαλείο το οποίο χρησιμεύει στην γραφή. Η πρώτη αναφορά για τις πέννες γραφής γίνεται στον 10ο αιώνα όταν ο Μαχαντ Αλ Μουχιζ το 986 π.Χ θέλησε να του κατασκευάσουν μια πέννα που να μην λερώνει τα ρούχα του και τα χέρια του.»
Η Χρυσάνθη διάβασε με βροντερή φωνή το αποτέλεσμα της αναζήτησης στο Google.
Φτου! Είπε δυνατά! Ξενερωσιές! Να μην λερώνεις χέρια και ρούχα!
Και η μάνα μου αυτά μου έλεγε!
Με πήγαινε στην παιδική χαρά τις Κυριακές με λουστρίνι παπουτσάκια και με τα καλά μου ρούχα.
Μη Χρυσάνθη! Μην πηγαίνεις στα χώματα! Θα λερωθείς!
Μη Χρυσάνθη! Μην κάνεις τσουλήθρα, μην κάνεις μονόζυγο, μην κλωτσήσεις μπάλα!.
Μη Χρυσάνθη! Μην παίξεις με άλλα παιδάκια! Μα θα αφήσεις την μανούλα μόνη της;
Eνα λουρί στον λαιμό μου που με έσφιγγε και όλο με έσφιγγε.
Κάθε ΜΗ και ένα σφίξιμο στον λαιμό!
Πέννααααααααα! Που πήγες; Πάλι γαμπρίζεις;
Πέννααααααααα! Πάλι αδέσποτα γατιά;
Αχ Πέννα νάξερες πόσο σε ζηλεύω και πόσο σ αγαπώ!
Η Πέννα σκαρφαλωμένη στα κεραμίδια του απέναντι σπιτιού ήταν απασχολημένη. Ο νεοφερμένος γκρίζος γάτος της έκανε νερά.
Αχ θα σε καταφέρω του έλεγε και νιαούριζε με πόθο και πάθος.
Αχ θα κάνω όμορφα γατιά μαζί σου!
Νιαουυυυυυ έλεγε και έκανε πασαρέλα πάνω στα κεραμίδια και κουνούσε την ουρά νωχελικά και τέντωνε το παχουλό ώριμο κορμί της και έλιωνε από έρωτα για τον γκρίζο νεαρό γάτο.
Νύχτωσε! Ένα ολόγιομο φεγγάρι στεκόταν εκεί πάνω από τα απέναντι κεραμίδια.
Η Χρυσάνθη φόρεσε για μια ακόμη φορά το λευκό φόρεμα της με τα μακριά μανίκια και ανεβασμένη στην ταράτσα του σπιτιού της έκανε όνειρα.
Πέννα; Που είναι η πέννα μου; Απόψε θέλω να λερώσω τα χέρια μου με το μελάνι της καρδιάς.
Πέννα; Πού κρύφτηκε η πένα μου;
Η νύχτα φωτίστηκε από τα πράσινα μάτια της Πέννας….
Νιαουυυυυυυυυυυυυυ!
Νιαρρρρρρρρρρρρρρρρ!
Ο νεαρός γκρίζος γάτος ενέδωσε στον έρωτά της.
Η Χρυσάνθη ανοιγόκλεισε τα χέρια στο ύψος των ώμων σαν φτερά.
Δεν με έφτιαξε η μάνα μου για ουρανό, μονολόγησε η Χρυσάνθη και συμβιβασμένη κλείστηκε στην κάμαρη της.
Ο ύπνος έκλεισε τα βλέφαρα της, η ανάσα της βάρυνε, η Μάσκα πήγε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα εκεί στα πόδια της ένα ακόμη βράδυ.
Η Πέννα χορτάτη από έρωτα γουργούριζε πλάι στον γκρίζο νεαρό γάτο και το ξημέρωμα γρατζούνισε την πόρτα γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί την πείνα της.
Όλα βρήκαν τον δρόμο τους….
Η Χρυσάνθη, Η Μάσκα και η Πέννα τρία κορίτσια συγκάτοικοι στο ίδιο σπίτι, συνέχισαν να συμβιώνουν αρμονικά.
Αν ακούσεις μέσα στη νύχτα τα λόγια τους σώπασε!
Αν δεις τα χέρια της Χρυσάνθης βαμμένα με κόκκινο, μαύρο η μπλε μελάνι μην την μαλώσεις!
Αν δεις την ουρίτσα της Μάσκας κάτω από τα πίσω ποδαράκια της μην την σχολιάσεις.
Αν δεις την Πέννα να κάνει πασαρέλα στα απέναντι κεραμίδια άφησε την να χαρεί τον έρωτα…..
Αν δεις δυο άδεια λευκά μανίκια να λικνίζονται στον αέρα μην ξαφνιαστείς…. Τα φτερά της Χρυσάνθης είναι που μια μέρα θα την πάνε μακριά από τα ΜΗ που την έπνιγαν και την πνίγουν. Άσε την να ζει στο όνειρό της….