Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από το 3ο μέρος.
Η σαύρα ταξίδευε ήδη τρεις ημέρες, όταν ήρθε αντιμέτωπη με την πρώτη δοκιμασία.
Ο ήλιος έκαιγε και γύρω της δεν υπήρχαν παρά μονάχα βράχια που συχνά περιόριζαν τη διέλευση. Δεν ήταν διόλου σίγουρη, αν είχε ακολουθήσει τη σωστή διαδρομή για να βρει το σπίτι του Πνεύματος του δάσους και οι αμφιβολίες της – καθώς δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω για να τον ρωτήσει – πλήθαιναν διαρκώς.
Ξαφνικά, τα βράχια άρχισαν να μετακινούνται.
«Ωχ!!!! Σεισμός!!!», σκέφτηκε αμέσως η σαύρα και προσπάθησε να βρει κάποιο σημείο για να προστατευθεί.
Δεν πρόλαβε όμως. Αστραπιαία, τα βράχια ενώθηκαν και δημιούργησαν έναν μικρό λοφίσκο από πέτρες. Η σαύρα βρέθηκε στην κορυφή τους και με μοναδική επιλογή να προχωρήσει μπροστά, αφού – αν γύριζε προς τα πίσω – αυτομάτως θα εγκατέλειπε το ταξίδι της.
Μπροστά της όμως ορθωνόταν ένας γκρεμός που κατέληγε σ’ ένα βαθύ ποτάμι και η σαύρα όφειλε να βουτήξει και να κολυμπήσει, έως ότου βγει σε κάποια όχθη. Θεωρητικά, αυτό έμοιαζε εύκολο, όμως η σαύρα, όπως όλα τα πλάσματα του είδους της, απεχθανόταν το νερό και το απέφευγε μετά βδελυγμίας. Η απόφασή της επομένως δεν ήταν ανέφελη, αλλά αφού δεν είχε άλλη εναλλακτική, αναγκάστηκε να προσπεράσει τους δισταγμούς και την αποστροφή της και να κάνει το μεγάλο βήμα.
Έκλεισε λοιπόν τα μάτια, πήρε μια βαθειά αναπνοή και δίχως να το πολυσκεφτεί, βούτηξε στο ποτάμι. Το ρεύμα την παρέσυρε από την πρώτη κιόλας στιγμή και παρόλο που εκείνη ήταν καλή κολυμβήτρια, της ήταν αδύνατο να κατευθυνθεί προς το σημείο που ήθελε. Εξαντλημένη, αφέθηκε και το ποτάμι την οδήγησε αρκετά μακριά, σε μια τοποθεσία καταπράσινη και εντελώς διαφορετική από εκείνη με τα βράχια, όπου βρισκόταν νωρίτερα.
Η σαύρα βγήκε από το νερό και στάθηκε να ξαποστάσει κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου.
«Δεν ήταν εύκολο. Σωστά;», τη ρώτησε τότε μια αρκουδίτσα που εμφανίστηκε απρόσμενα μπροστά της.
«Ποιο;», αποκρίθηκε με μια αντίστοιχη ερώτηση η ξαφνιασμένη σαύρα.
«Να βουτήξεις στο νερό, ενώ δεν σου αρέσει».
«Και εσύ πώς το ξέρεις;».
«Χμμμ. Ας πούμε απλώς ότι ξεκίνησες για ένα μακρύ ταξίδι και κάποιος πρέπει να ελέγχει, αν ανταποκρίνεσαι στις απαιτούμενες δοκιμασίες».
«Τι εννοείς; Υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζω;».
«Ναι. Το Πνεύμα του δάσους βλέπει όλα όσα συμβαίνουν και φυσικά την απόφασή σου να πας στο σπίτι του. Εκείνο μ’ έστειλε εδώ, όπως θα στείλει αντιστοίχως και άλλους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σου για να το ενημερώσουν αν πέρασες επιτυχώς τις δοκιμασίες».
«Δηλαδή, η πτώση στο νερό και το κολύμπι ήταν μια δοκιμασία;».
«Φυσικά, Θάρρους και αυταπάρνησης. Για να υπηρετήσεις τον σκοπό σου, τόλμησες να κάνεις αυτό που υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα διαπραγματευόσουν καν».
«Και υπάρχουν και άλλες δοκιμασίες; Απέχει πολύ από εδώ το σπίτι του Πνεύματος;».
«Ω!!! Δεν μπορώ να απαντήσω σε καμιά από τις ερωτήσεις σου. Επειδή, πιστεύω όμως ότι οι προθέσεις σου είναι καλές και θέλω να σε βοηθήσω, θα σου δώσω μια συμβουλή.
Να θυμάσαι ότι αν ένας γρίφος ζητά να λυθεί, τότε θα σου δείξει τον τρόπο.
Το ψέμα του ενός μπορεί να είναι η αλήθεια του άλλου.
Κανείς όμως δεν μπορεί να ξέρει αν η μορφή εκφράζει όντως αυτό που νιώθει η ψυχή.
Τώρα, πρέπει να φύγω. Σε χαιρετώ λοιπόν και ελπίζω να καταφέρεις να φθάσεις εγκαίρως εκεί που θέλεις».
Συνεχίζεται…
Συνταγή της Αμβροσίας: Τα δώρα του δάσους
Υλικά:
1 κιλό σμέουρα
½ κιλό ζάχαρη
½ κρασοπότηρο νερό
Εκτέλεση:
Πλένουμε τα σμέουρα και τα βάζουμε σε μια κατσαρόλα μαζί με τη ζάχαρη. Τα αφήνουμε για 1 ώρα και στη συνέχεια ρίχνουμε το νερό και βάζουμε την κατσαρόλα στη φωτιά, μέχρι να δέσει το γλυκό.