Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1835 ο Νικολάι Γκόγκολ έγραφε στο «Ημερολόγιο ενός τρελού»:

Στις επαρχιακές ωστόσο υπηρεσίες ή στις δημοτικές, αλλάζει βέβαια το πράγμα. Εκεί βλέπεις τον υπάλληλο (…) να παστρεύει τόσο έξυπνα, εκείνον που έρχεται να υποβάλλει αίτηση που δεν του αφήνει ούτε το σώβρακο».

Έναν χρόνο αργότερα λοιπόν θέτει το επίκεντρο του θεατρικού του έργου με τίτλο «Ο Επιθεωρητής» στη σήψη που διακρίνει τις δημόσιες υπηρεσίες μιας επαρχιακής πόλης.

Στην εν λόγω κωμωδία πέντε πράξεων ο κυβερνήτης μιας επαρχίας μαθαίνει ότι θα τους επισκεφθεί ένας επιθεωρητής από την Αγία Πετρούπολη. Προσπαθώντας να καλύψει τα κακώς κείμενα και τις ατασθαλίες, μεταφέρει την πληροφορία στους διευθυντές των αρμοδίων υπηρεσιών και τους δίνει τις κατάλληλες οδηγίες, ώστε να συνεργαστούν όλοι μαζί στην παραπλάνηση του επιθεωρητή και να του δώσουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχουν προβλήματα. Κατά συνέπεια, οι υφιστάμενοι του κυβερνήτη επιχειρούν να συμμαζέψουν την κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν την ταυτότητα του επιθεωρητή που ταξιδεύει ινκόγνιτο. Δυστυχώς γι’ αυτούς όμως ο πανικός θολώνει την κρίση τους και έτσι αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του επιθεωρητή, έναν χαμηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος εξαιτίας της σπάταλης ζωής που διάγει, αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα επιβίωσης.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα λοιπόν ο Γκόγκολ εκθέτει τον παραλογισμό των ανθρώπων που διοικούν και ενώ οφείλουν να είναι άτεγκτοι και άμεμπτοι, εκείνοι δεν διστάζουν να δωροδοκήσουν, να εξαπατήσουν και να εκμεταλλευθούν με κάθε δυνατό τρόπο την ισχύ και τα προνόμια που τους παρέχει η θέση τους. Πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους που ταλανίζονται από το βάρος του αισθήματος κατωτερότητας και φθόνου και ως εκ τούτου  επιζητούν να βρίσκονται διαρκώς στις επάλξεις προκειμένου να ικανοποιήσουν την χαμερπή και αμοραλιστική οπτική τους.

Το ψέμα, η συκοφαντία, η αναξιοκρατία, η δωροδοκία και η διαφθορά αναδεικνύονται σταδιακά σε ρυθμιστές της δημόσιας ζωής και εκείνοι που κανονικά έχουν καθήκον να τα στηλιτεύσουν, μετατρέπονται σε τυφλούς υπηρέτες τους και τα πάθη τους γίνονται τελικά τα λάθη που κατασπαράζουν την κοινωνία και υπονομεύουν την πρόοδο και τη βελτίωσή της. Κομπασμός συνεπώς έναντι έργου και ματαιοδοξία έναντι ορθολογισμού και αυτογνωσίας.

Το ίδιο το έργο είναι επομένως μια σάτιρα που προκαλεί μεν το γέλιο, αλλά μέσω αυτού τονίζει την έννοια της νοσηρής και μικροπρεπούς συμπεριφοράς, αφού ο υποτιθέμενος επιθεωρητής συμμετέχει μεν οικειοθελώς στο παιχνίδι εξαπάτησης των δημόσιων λειτουργών και δέχεται με ευχαρίστηση όλες τις χρηματικές και υλικές ή μη προσφορές που του κάνουν, αλλά δεν είναι παρά απλώς ένα άτομο που ακολουθεί τους κανόνες που όρισαν τα ίδια τα θύματά του.

Τίθεται άρα το ερώτημα «Ποιος είναι εκείνος που φέρει το μέγιστο μερίδιο ευθύνης;». Θεωρητικά, κάποιος άλλος στη θέση του θα αποκάλυπτε την αλήθεια και θα τους έβγαζε από την πλάνη τους. Ο δημιουργός όμως, μέσω του συγκεκριμένου διπόλου αποτυπώνει με ρεαλισμό την καθημερινότητα της εποχής του και αφήνει ως παρακαταθήκη ένα πόνημα που μπορεί να λειτουργήσει ως αντικαθρέφτισμα πολλών χρονικών περιόδων και ιδίως της σημερινής, αφού η διαφθορά αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια του κοινωνικού γίγνεσθαι.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε επομένως να ειπωθεί ότι η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο εκείνους που αντιβαίνουν τους νόμους και τους κανόνες – άγραφους και μη – αλλά και εκείνους που καλύπτουν ή απλώς συνηγορούν σε παράτυπες πράξεις, είτε αποδεχόμενοι τα οφέλη, είτε φοβούμενοι να αντιμετωπίσουν τις όποιες πιθανές αντιδράσεις.