Γράφει ο Ερμής:

Ήταν ένα όμορφο καλοκαιρινό πρωινό. Ο ήλιος έλαμπε στον θρόνο του, τα πουλάκια κελαηδούσαν και τα ζώα έπαιζαν ανέμελα στους αγρούς. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα απόκοσμο βουητό, η γη σείστηκε και ήχησε ξανά η σάλπιγγα του θανάτου που είχε σιωπήσει πριν πολλά χρόνια, όταν ο μάγος Χελουσίμ είχε εκδιωχθεί από το δάσος.

Μόλις άκουσαν τη σάλπιγγα, οι κάτοικοι του δάσους πάγωσαν από τον φόβο τους.

«Ο Χελουσίμ!!!», φώναξαν ο ένας στον άλλο. «Έρχεται!!! Ο Χελουσίμ έρχεται!! Αλλοίμονό μας. Γρήγορα, γρήγορα, πρέπει να ειδοποιήσουμε τη σαύρα».

Άνθρωποι, ζώα και πουλιά λοιπόν κατευθύνθηκαν αμέσως στο ξέφωτο, όπου βρισκόταν η φωλιά της μεγάλης σαύρας που ήταν η μοναδική που μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Χελουσίμ.

Εκείνη βρισκόταν ήδη έξω από τη φωλιά της και συνομιλούσε με τον αετό που ήταν ο πρώτος που είδε τον Χελουσίμ και τον δράκο του να πετούν προς το δάσος. Η σαύρα στράφηκε προς το μέρος των κατοίκων και τους είπε:

«Τρέξτε να ειδοποιήσετε όλους όσους βρίσκονται στο δάσος. Να συγκεντρωθούν έξω από τον πύργο του Χελουσίμ, για να οργανώσουμε την επίθεσή μας. Ο αετός και οι φίλοι του θα προσπαθήσουν να τον καθυστερήσουν, αλλά ξέρουμε ότι είναι αρκετά δυνατός και δεν θα αργήσει να ξεφύγει. Επομένως βιαστείτε και οι αρχηγοί των ομάδων φροντίστε να λάβουν όλοι τις θέσεις τους».

Οι κάτοικοι του δάσους έσπευσαν να εκτελέσουν τις διαταγές της σαύρας και να θέσουν σ’ εφαρμογή το σχέδιο στο οποίο είχαν εκπαιδευθεί από την επόμενη κιόλας ημέρα που είχαν ξεφορτωθεί τον Χελουσίμ, πριν από δέκα ολόκληρα χρόνια.

Κανείς τους δεν είχε ξεχάσει την κακία που έκρυβε το σαρδόνιο χαμόγελό του, τη φιλαργυρία της ευγένειάς του και τη μιζέρια της άσπλαχνης καρδιάς του. Την περίοδο που ζούσε κοντά τους υπέφεραν και γι’ αυτό χάρηκαν, όταν η σαύρα κατάφερε να τον ξεγελάσει και να τον κλειδώσει στον πύργο της εξορίας.

Τα τελευταία δέκα χρόνια είχαν γλυτώσει λοιπόν από τα βασανιστήρια του Χελουσίμ. Δυστυχώς όμως εκείνος βρήκε τελικά τον τρόπο να δραπετεύσει και σύντομα θα βρισκόταν στο δάσος. Ο τρόμος τους κυρίευσε ξανά, αλλά αυτήν τη φορά ήταν διατεθειμένοι να προστατέψουν μέχρις εσχάτων την ηρεμία και την ασφάλειά τους.

Κρατώντας αυτοσχέδια όπλα, φτυάρια, τσουγκράνες και σπαθιά οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά δημιούργησαν έναν κύκλο γύρω από την τάφρο του πύργου του Χελουσίμ. Τα πουλιά έκλεισαν τις πόρτες και τα παράθυρα, ενώ τα ζώα κρύφτηκαν στους θάμνους για να τον αιφνιδιάσουν.

Ο χρόνος έτρεχε γοργά και παρόλο που οι αετοί προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να τον εμποδίσουν, εκείνος, ανεβασμένος στη ράχη του δράκου του, ξεγλίστρησε και φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα.

«Νάτος!! Νάτος!!!», συλλογίστηκαν όλοι, αλλά κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει….

Όταν ο Χελουσίμ κατέβηκε από τη ράχη του δράκου του και στάθηκε μπροστά στη σαύρα, εκείνη του είπε.

«Χελουσίμ, δεν έχεις το δικαίωμα να βρίσκεσαι εδώ. Κανείς δεν σε θέλει και κανείς δεν είναι πλέον διατεθειμένος να ανεχτεί τη μιαρότητα της παρουσίας σου!!! Ανέβα λοιπόν πάλι στον δράκο σου και εξαφανίσου!!»

«Χαχαχα!!!!!!!!!!», γέλασε σαρκαστικά ο Χελουσίμ. «Μικρή, ανόητη σαύρα. Ποια νομίζεις ότι είσαι, που τολμάς να με διατάζεις; Θα με διώξεις εσύ;;; Εδώ είναι ο πύργος μου και όλοι εσείς είστε οι αιώνιοι σκλάβοι μου. Ναι, παραδέχομαι ότι πριν από δέκα χρόνια με παγιδεύσατε και με φυλακίσατε. Τώρα, όμως είμαι ελεύθερος, δυνατότερος από πριν και θα φροντίσω να πληρώσετε για όσα στερήθηκα. Θα μάθετε να ζείτε μέσα στο σκοτάδι και τον τρόμο. Θα φοβάστε ακόμα και την αναπνοή σας και θα τιμωρηθείτε για κάθε λεπτό που έμεινα κλειδωμένος!!!».

Ολοκληρώνοντας τη φράση του, σήκωσε προς τον ουρανό το ροζιασμένο, κοκαλιάρικο χέρι του με τα μακριά, μυτερά και βρώμικα νύχια και μουρμούρισε κάποιες δυσνόητες λέξεις. Τότε, πελώρια μαύρα σύννεφα κύκλωσαν τον ήλιο και εκείνος χάθηκε στη σκιά τους. Το σκοτάδι κάλυψε κάθε γωνιά του δάσους και τεράστιες αράχνες βγήκαν μέσα από τον πύργο και εγκλώβισαν στους ιστούς τους όσους ανθρώπους δεν πρόλαβαν να τρέξουν μακριά για να ξεφύγουν, όπως έκαναν τα πουλιά. Τα ζώα παρέμεναν κρυμμένα μέσα στους θάμνους και περίμεναν το σινιάλο της σαύρας για να επέμβουν, αλλά εκείνη αντιλαμβανόμενη ότι η μάχη είχε χαθεί, προτίμησε να τους προστατεύσει όλους, κερδίζοντας παράλληλα χρόνο για να οργανώσει καλύτερα την επίθεσή τους.

«Ωραία λοιπόν Χελουσίμ», του είπε. «Νίκησες. Μείνε στο κάστρο σου, αλλά τουλάχιστον ελευθέρωσε τους ανθρώπους που έπιασαν οι αράχνες. Ούτως ή άλλως θα τους χρειαστείς για να σε υπηρετήσουν. Έτσι δεν είναι;».

«Χμμμ… Για να σκεφτώ… Ναι, υποθέτω ότι μάλλον χρειάζομαι κάποιους σκλάβους. Ο πύργος, οι κήποι, ο στάβλος και οι αγροί μου έχουν εγκαταλειφθεί και απαιτούν μεγάλη φροντίδα. Έπειτα, μου χρωστάτε και τους φόρους μιας δεκαετίας και πρέπει να μου τους αποπληρώσετε σύντομα. Μην το ξεχνάμε. Τέλος πάντων. Θα φανώ μεγαλόψυχος και θα τους αφήσω να φύγουν. Η ζωή όλων σας όμως μου ανήκει και γι’ αυτό θα φροντίσεις εσύ η ίδια να βρίσκεστε εδώ αύριο το πρωί για να αναλάβετε τις δουλειές που θα σας αναθέσει ο δράκος μου».

Η σαύρα δεν απάντησε και ο Χελουσίμ έδωσε εντολή στις αράχνες να απεγκλωβίσουν τους παγιδευμένους. Εκείνες υπάκουσαν και έπειτα σύρθηκαν και κρύφτηκαν στα υπόγεια του πύργου, ενώ ο αφέντης τους προχώρησε, ακούμπησε το χέρι του στην πόρτα του πύργου, η οποία – αναγνωρίζοντας τον ιδιοκτήτη της – άνοιξε διάπλατα και τον υποδέχθηκε στο εσωτερικό της.

Όταν έμειναν μόνοι, η σαύρα έκανε νόημα σε όλους να επιστρέψουν στις φωλιές τους και να περιμένουν την ειδοποίησή της για να θέσουν σ’ εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο δράσης. Λίγο αργότερα και αφού είχε γυρίσει και η ίδια στη φωλιά της, η σαύρα ανέλυσε διεξοδικά το πρόβλημα και αποφάσισε να συμβουλευθεί το Πνεύμα του δάσους.

«Είναι το μόνο που μπορεί να μου δώσει λύση», σκέφτηκε και καθώς το Πνεύμα κατοικούσε πολύ μακριά, στην κορυφή του ψηλού βουνού που χανόταν μέσα στα σύννεφα, ετοιμάστηκε αμέσως για το ταξίδι της.

Προτού φύγει όμως, ψιθύρισε το σχέδιό της στα δέντρα, τα οποία με τη σειρά τους μετέφεραν την πληροφορία μέσω του θροΐσματός τους και με τον απαλό μελωδικό ήχο – που ήταν αδύνατον να ερμηνεύσουν ο Χελουσίμ και ο δράκος του – σε όλους τους κατοίκους του δάσους.

Όταν έφυγε η σαύρα, οι κάτοικοι ακολούθησαν τη συμβουλή της να είναι προσεκτικοί και να μην δώσουν καμιά αφορμή στον Χελουσίμ για να τους κάνει κακό. Παρ’ όλα αυτά όμως η κατάσταση που αντιμετώπιζαν ήταν αφόρητη.

Οι ημέρες περνούσαν. Μια ημέρα, δυο ημέρες, μία εβδομάδα, δυο εβδομάδες, τρεις εβδομάδες, ένας μήνας. Η σαύρα δεν επέστρεφε, οι απαιτήσεις του Χελουσίμ αυξάνονταν διαρκώς και ο έλεγχος του δράκου του ήταν μια θηλιά στον λαιμό τους που τους έπνιγε. Οι κάτοικοι του δάσους δεν άντεχαν άλλο και η υπομονή τους είχε εξαντληθεί.

«Πού είναι η σαύρα;», αναρωτιόντουσαν. «Άραγε είναι καλά; Μήπως της συνέβη κάποιο κακό; Ή μήπως κατάλαβε ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον Χελουσίμ και μας εγκατέλειψε; Λέτε να φοβάται ή μήπως περνά καλύτερα εκεί που πήγε και μας ξέχασε;».

«Όχι, αδύνατον», απαντούσαν αμέσως. «Η σαύρα δεν θα μας πρόδιδε ποτέ».

Δυστυχώς όμως η απουσία της σε συνδυασμό με την ασφυκτική πίεση που υφίσταντο από τον Χελουσίμ, έσπειρε, όπως ήταν φυσικό, στο μυαλό τους την αμφιβολία και την απογοήτευση.

Όσον αφορά τώρα τη σαύρα, εκείνη ούτε είχε προδώσει τους φίλους της, ούτε είχε ξεχάσει τον στόχο της. Το ταξίδι της όμως ήταν δυσκολότερο απ’ όσο υπολόγιζε και ο δρόμος γεμάτος παγίδες και εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήσει.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής όφειλε, όπως και τόσοι άλλοι πριν από αυτήν, να αποδείξει ότι άξιζε τη βοήθεια του Πνεύματος του δάσους και ότι οι προθέσεις της ήταν αγνές και απαλλαγμένες από δόλιους και φθονερούς σκοπούς.

Η σαύρα επομένως ήταν αναγκασμένη να περάσει από αρκετές δοκιμασίες που επιζητούσαν πότε να επιδείξει θάρρος και αντοχή και πότε λογική, πίστη και προσήλωση. Και όλα αυτά, όντας μόνη, δίχως να έχει βοήθεια ή γνώση των επερχόμενων κινδύνων και κυρίως δίχως να ξέρει ποια ήταν ακριβώς η απόσταση που όφειλε να διανύσει για να φθάσει στο σπίτι του Πνεύματος.

Ο χρόνος έτρεχε και λειτουργούσε υπέρ του Χελουσίμ, αφού του έδινε την ευκαιρία να αυξήσει τη δύναμή του. Όμως, όπως και κατά την προηγούμενη αναμέτρησή τους, η σαύρα ήταν διατεθειμένη να παλέψει ως το τέλος για να νικήσει τον Χελουσίμ και να απαλλάξει το δάσος από την παρουσία του. Δεν υπήρχε επομένως κανένα περιθώριο οπισθοχώρησης και η μοναδική εναλλακτική της ήταν ο αγώνας της επικράτησης. Ή θα εξαφάνιζε τον Χελουσίμ ή θα χανόταν η ίδια μαχόμενη εναντίον του.

Τρεις ημέρες αργότερα από την έναρξη του ταξιδιού της, ήρθε αντιμέτωπη με την πρώτη δοκιμασία.

Ο ήλιος έκαιγε και γύρω της δεν υπήρχαν παρά μονάχα βράχια που συχνά περιόριζαν τη διέλευση. Δεν ήταν διόλου σίγουρη, αν είχε ακολουθήσει τη σωστή διαδρομή για να βρει το σπίτι του Πνεύματος του δάσους και οι αμφιβολίες της – καθώς δεν υπήρχε κανείς άλλος τριγύρω για να τον ρωτήσει – πλήθαιναν διαρκώς.

Ξαφνικά, τα βράχια άρχισαν να μετακινούνται.

«Ωχ!!!! Σεισμός!!!», σκέφτηκε αμέσως η σαύρα και προσπάθησε να βρει κάποιο σημείο για να προστατευθεί.

Δεν πρόλαβε όμως. Αστραπιαία, τα βράχια ενώθηκαν και δημιούργησαν έναν μικρό λοφίσκο από πέτρες. Η σαύρα βρέθηκε στην κορυφή τους και με μοναδική επιλογή να προχωρήσει μπροστά, αφού – αν γύριζε προς τα πίσω – αυτομάτως θα εγκατέλειπε το ταξίδι της.

Μπροστά της όμως ορθωνόταν ένας γκρεμός που κατέληγε σ’ ένα βαθύ ποτάμι και η σαύρα όφειλε να βουτήξει και να κολυμπήσει, έως ότου βγει σε κάποια όχθη. Θεωρητικά, αυτό έμοιαζε εύκολο, όμως η σαύρα, όπως όλα τα πλάσματα του είδους της, απεχθανόταν το νερό και το απέφευγε μετά βδελυγμίας. Η απόφασή της επομένως δεν ήταν ανέφελη, αλλά αφού δεν είχε άλλη εναλλακτική, αναγκάστηκε να προσπεράσει τους δισταγμούς και την αποστροφή της και να κάνει το μεγάλο βήμα.

Έκλεισε λοιπόν τα μάτια, πήρε μια βαθειά αναπνοή και δίχως να το πολυσκεφτεί, βούτηξε στο ποτάμι. Το ρεύμα την παρέσυρε από την πρώτη κιόλας στιγμή και παρόλο που εκείνη ήταν καλή κολυμβήτρια, της ήταν αδύνατο να κατευθυνθεί προς το σημείο που ήθελε. Εξαντλημένη, αφέθηκε και το ποτάμι την οδήγησε αρκετά μακριά, σε μια τοποθεσία καταπράσινη και εντελώς διαφορετική από εκείνη με τα βράχια, όπου βρισκόταν νωρίτερα.

Η σαύρα βγήκε από το νερό και στάθηκε να ξαποστάσει κάτω από τη σκιά ενός μεγάλου πεύκου.

«Δεν ήταν εύκολο. Σωστά;», τη ρώτησε τότε μια αρκουδίτσα που εμφανίστηκε απρόσμενα μπροστά της.

«Ποιο;», αποκρίθηκε με μια αντίστοιχη ερώτηση η ξαφνιασμένη σαύρα.

«Να βουτήξεις στο νερό, ενώ δεν σου αρέσει».

«Και εσύ πώς το ξέρεις;».

«Χμμμ. Ας πούμε απλώς ότι ξεκίνησες για ένα μακρύ ταξίδι και κάποιος πρέπει να ελέγχει, αν ανταποκρίνεσαι στις απαιτούμενες δοκιμασίες».

«Τι εννοείς; Υπάρχει κάτι που δεν γνωρίζω;».

«Ναι. Το Πνεύμα του δάσους βλέπει όλα όσα συμβαίνουν και φυσικά την απόφασή σου να πας στο σπίτι του. Εκείνο μ’ έστειλε εδώ, όπως θα στείλει αντιστοίχως και άλλους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σου για να το ενημερώσουν αν πέρασες επιτυχώς τις δοκιμασίες».

«Δηλαδή, η πτώση στο νερό και το κολύμπι ήταν μια δοκιμασία;».

«Φυσικά, Θάρρους και αυταπάρνησης. Για να υπηρετήσεις τον σκοπό σου, τόλμησες να κάνεις αυτό που υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα διαπραγματευόσουν καν».

«Και υπάρχουν και άλλες δοκιμασίες; Απέχει πολύ από εδώ το σπίτι του Πνεύματος;».

«Ω!!! Δεν μπορώ να απαντήσω σε καμιά από τις ερωτήσεις σου. Επειδή, πιστεύω όμως ότι οι προθέσεις σου είναι καλές και θέλω να σε βοηθήσω, θα σου δώσω μια συμβουλή.

Να θυμάσαι ότι αν ένας γρίφος ζητά να λυθεί, τότε θα σου δείξει τον τρόπο.

Το ψέμα του ενός μπορεί να είναι η αλήθεια του άλλου.

Κανείς όμως δεν μπορεί να ξέρει αν η μορφή εκφράζει όντως αυτό που νιώθει η ψυχή.

Τώρα, πρέπει να φύγω. Σε χαιρετώ λοιπόν και ελπίζω να καταφέρεις να φθάσεις εγκαίρως εκεί που θέλεις».

Δυο ημέρες αργότερα και ενώ η σαύρα συνέχιζε να ταξιδεύει στα τυφλά, κρύφτηκε σε μια σπηλιά για να περάσει τη νύχτα. Ταλαιπωρημένη και κατάκοπη, παραδόθηκε σχεδόν αμέσως στην αγκαλιά του Μορφέα, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά της μια ακαθόριστη μορφή.

«Ποιος είσαι;», ρώτησε η σαύρα, αλλά ο άγνωστος που κρυβόταν στο σκοτάδι της σπηλιάς, δεν αποκρίθηκε.

«Τι θέλεις;», ξαναρώτησε η σαύρα, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τιθασεύσει τον φόβο της και να καταλάβει αν το όν που στεκόταν μπροστά της ήταν άνθρωπος ή ζώο.

«Εγώ δεν θέλω τίποτα», απάντησε τελικά, μετά από ένα λεπτό, η μορφή. «Εσύ ζήτησες τη βοήθειά μου».

«Είσαι το πνεύμα του δάσους;».

«Ίσως και να είμαι. Ίσως όχι. Προς το παρόν δεν έχει σημασία η ταυτότητά μου. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι να σκαρφαλώσεις σ’ εκείνο το δέντρο».

Η σαύρα έστρεψε το βλέμμα της προς το σημείο που της έδειξε η μορφή και είδε ένα ψηλό δέντρο που βρισκόταν έξω από τη σπηλιά. Προχώρησε προς αυτό και στο φως των αστεριών διέκρινε ότι ο κορμός του ήταν σάπιος.

«Μα, είναι αδύνατο να σκαρφαλώσει κάποιος σ’ αυτό το δένδρο», είπε στη μορφή. «Με την παραμικρή κίνηση θα διαλυθεί».

«Δεν συμφωνώ. Αν όμως φοβάσαι, δεν είσαι υποχρεωμένη, να προσπαθήσεις» απάντησε η μορφή και στράφηκε να φύγει.

«Στάσου!!», φώναξε τότε η σαύρα, ενθυμούμενη τα λόγια της αρκουδίτσας και καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για μια νέα δοκιμασία. «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν η μορφή εκφράζει όντως αυτό που νιώθει η ψυχή. Ό,τι λέει κάποιος, μπορεί να διαφέρει με αυτό που πιστεύει», της είχε πει η αρκουδίτσα και η σαύρα αντιλήφθηκε ότι αυτή η άγνωστη μορφή επιχειρούσε να την παραπλανήσει.

«Θα το κάνω», δήλωσε αποφασιστικά, θεωρώντας ότι η μορφή θα υποχωρούσε από την απαίτησή της.

Εκείνη όμως δεν αντέδρασε και έτσι η σαύρα μάζεψε όλο το θάρρος της και άρχισε να σκαρφαλώνει. Το δέντρο έτριζε σε κάθε κίνηση που έκανε, αλλά η σαύρα προσπαθούσε να μην ακούει τους ήχους και να μην κοιτάζει το έδαφος.

«Άντε, λίγο ακόμα… Λίγο ακόμα…», έλεγε σιωπηρά στον εαυτό της και συνέχιζε να ανεβαίνει.

Επιτέλους έπειτα από μία ώρα έφθασε στο τελευταίο κλαδί.

«Ναι!! Τα κατάφερα!!», φώναξε στη μορφή, αλλά βρισκόταν τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να την εντοπίσει.

«Μπράβο!», της απάντησε τότε εκείνη και η σαύρα την είδε να κάθεται επάνω σ’ ένα αστέρι.

«Θα σε περιμένω σαύρα», συμπλήρωσε και με αυτήν την τελευταία φράση και προτού προλάβει η σαύρα να αντιδράσει, ακούστηκε ένας τρομερός κρότος και το δένδρο κατέρρευσε.

Η σαύρα βρέθηκε μεμιάς στο κενό και καθώς ένας σπασμός διαπέρασε το σώμα της, πετάχτηκε αναστατωμένη. Ήταν ξαπλωμένη μέσα στη σπηλιά και δη στο σημείο που είχε επιλέξει για να κοιμηθεί.

«Όνειρο ήταν», σκέφτηκε. Ένα δύσκολο, εφιαλτικό και απαίσιο όνειρο που την οδήγησε όμως λίγο πιο κοντά στον στόχο της.

Τις επόμενες ημέρες η σαύρα συνέχιζε το ταξίδι της, αλλά όσο απομακρυνόταν από την εστία της, τόσο περισσότερο απογοητευόταν, αφού ένιωθε ότι είτε δεν θα κατάφερνε να φθάσει ποτέ στον προορισμό της, είτε ότι θα ήταν πολύ αργά για τους συντρόφους της στο δάσος. Μην έχοντας όμως άλλη επιλογή, συνέχισε να προχωρεί, ώσπου το μονοπάτι σταμάτησε σ’ ένα λιβάδι με άπειρα λουλούδια.

«Τώρα;», αναρωτήθηκε η σαύρα. «Τι θα κάνω; Πού θα πάω;».

«Χμμ!!!! Μήπως ακολούθησες λάθος δρόμο;» τη ρώτησε ένας νάνος που εμφανίστηκε άξαφνα μπροστά της. «Ή μήπως ο δρόμος σου συνεχίζει, αλλά εσύ δεν τον διακρίνεις;».

Η σαύρα, συνηθισμένη πλέον από τις απρόσμενες συναντήσεις, ρώτησε με τη σειρά της τον νάνο.

«Σ’ έστειλε το Πνεύμα του δάσους. Σωστά;».

Ο νάνος αγνόησε την ερώτησή της και είπε.

«Αυτό είναι το τελευταίο στάδιο της διαδρομής σου. Αρκεί να βρεις ποια είναι η κατεύθυνσή σου».

Η σαύρα κοίταξε γύρω της. Εφόσον συνάντησε τον νάνο, ήταν πλέον σίγουρη ότι δεν είχε απομακρυνθεί από τη σωστή πορεία. Πού να βρισκόταν όμως το σπίτι του Πνεύματος;

Παρατήρησε προσεκτικά το λιβάδι, όπου φύονταν όμορφες παπαρούνες. Άπειρες παπαρούνες, μπλε, κόκκινες, λευκές και ………… Ωωωωωωωωω!! Αυτό δεν το είχε δει νωρίτερα. Δεξιά της ήταν ένα περίεργο άνθος. Ένα λουλούδι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ήταν λίγο μεγαλύτερο από τις παπαρούνες, το σχήμα του έμοιαζε μ’ εκείνο των ρόδων και τα πέταλά του ήταν πολύχρωμα. Μωβ, ροζ, πορτοκαλί, κίτρινα, πράσινα, κόκκινα, μπλε και φούξια.

«Αυτό είναι το κλειδί που θα με οδηγήσει», είπε στον νάνο και ολοκληρώνοντας τη φράση της, άγγιξε το άνθος που λύγισε προς τα κάτω. Ένα κομμάτι του εδάφους τότε υποχώρησε και εμφανίστηκε μια υπόγεια στοά.

Ο νάνος ζήτησε από τη σαύρα να τον ακολουθήσει και αφού μπήκαν στη στοά και κατέβηκαν μια σκάλα, βρέθηκαν σ’ έναν χαμηλό και σκοτεινό διάδρομο. Ο νάνος άναψε μια δάδα και προχώρησαν στο τέλος του διαδρόμου, όπου υπήρχε ένα υπέροχο δάσος με πολλά δέντρα, θάμνους και λουλούδια, ένα ήρεμο ποτάμι που προερχόταν από μια πηγή στη σχισμή ενός βράχου και μικρές ξύλινες καλύβες, όπου κατοικούσαν νάνοι.

Στο κέντρο αυτού του πανέμορφου δάσους, όπου επικρατούσε η απόλυτη ηρεμία και ακουγόταν μόνο το μελωδικό κελάηδημα των πουλιών, το απαλό φύσημα του αγέρα και το θρόισμα των φύλλων των δένδρων, έστεκε μια αιωνόβια βελανιδιά.

Η σαύρα περιεργαζόταν εκστασιασμένη τον χώρο, όταν άκουσε κάποιον να την καλωσορίζει. Στράφηκε προς τη βελανιδιά, απ’ όπου ερχόταν ο ήχος και τότε επιτέλους αντίκρισε το Πνεύμα του δάσους.

Ήταν μια γυναικεία άυλη μορφή που η παρουσία της δημιούργησε στη σαύρα ένα αίσθημα ασφάλειας.

«Το ταξίδι σου ήταν μακρύ και επίπονο. Έλα να ξεκουραστείς», είπε το Πνεύμα, αλλά η σαύρα αρνήθηκε ευγενικά.

«Δεν έχω χρόνο. Οι σύντροφοί μου με περιμένουν και η επιστροφή απαιτεί αρκετές ημέρες. Σε παρακαλώ, πες μου πώς να αντιμετωπίσω τον Χελουσίμ και θα φύγω αμέσως».

«Πρώτα θα αναπαυθείς και στη συνέχεια θα συζητήσουμε για το πρόβλημά σου. Όσον αφορά το ταξίδι σου θα είναι πολύ εύκολο. Πίστεψέ με!!».

Η σαύρα κοίταξε το Πνεύμα και καθώς το εμπιστευόταν απόλυτα, δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις και το ακολούθησε σ’ ένα σημείο του δάσους, όπου οι νάνοι είχαν ετοιμάσει ένα πλούσιο γεύμα με φρούτα και καρπούς. Κάθισαν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι, έφαγαν και όταν βράδιασε το Πνεύμα οδήγησε τη σαύρα σ’ ένα μικρό σπιτάκι για να κοιμηθεί.

«Θα μιλήσουμε το πρωί. Καληνύχτα», της είπε και έφυγε.

Αποκαμωμένη, αλλά πλέον ήρεμη, η σαύρα αποκοιμήθηκε γρήγορα και το πρωί ένιωθε δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσει δίχως φόβο τον Χελουσίμ.

Το Πνεύμα την περίμενε δίπλα στο ποτάμι.

«Πάρε αυτό το μπουκαλάκι», της είπε «και αύριο την αυγή που θα έχεις επιστρέψει στον τόπο σου, ρίξε μια μικρή σταγόνα από το υγρό του στα λουλούδια που φύονται μπροστά από το σπίτι σου. Έπειτα, μπες γρήγορα μέσα στο σπίτι και φρόντισε ούτε εσύ, ούτε κανένας από τους συντρόφους σου να μην βγείτε έξω. Ο καλός μου φίλος και σύμβουλος, ο Φαφλατίμ θα σε συνοδεύσει και θα σε βοηθήσει σε ό,τι χρειάζεσαι. Τώρα πήγαινε και κάνε ακριβώς ό,τι σου είπα».

Η σαύρα ευχαρίστησε το Πνεύμα, πήρε το μικρό πράσινο μπουκαλάκι με τις ιριδίζουσες αποχρώσεις που της έδωσε και ακολούθησε τον Φαφλατίμ προς την έξοδο του δάσους. Τότε, εκείνος άνοιξε το καπάκι από ένα ρολόι τσέπης που φορούσε, μετακίνησε τον ωροδείκτη και παφφφ οι δυο τους βρέθηκαν αυτοστιγμεί έξω από το σπίτι της σαύρας.

Μόλις έφθασε η σαύρα στο σπίτι της, φρόντισε να ψιθυρίσει στα δέντρα τις οδηγίες του Πνεύματος και εκείνα με τη σειρά τους ενημέρωσαν με τον μυστικό κώδικα του θροΐσματός τους όλους τους κατοίκους του δάσους που χάρηκαν με την είδηση της επιστροφής, αφού πλέον ήταν σίγουροι ότι σύντομα θα γλύτωναν από τα μαρτύρια του Χελουσίμ.

Το επόμενο πρωινό και λίγο πριν η Αυγή ανοίξει τις θύρες της Ανατολής στον Ήλιο, η σαύρα έτρεξε έξω από το σπίτι της και έριξε μια σταγόνα από το υγρό στα λουλούδια. Έκπληκτη, διαπίστωσε τότε ότι το υγρό δεν ήταν διάφανο, αλλά κάθε σταγόνα ήταν διαφορετική και είχε το ίδιο χρώμα με τα πέταλα των ανθέων στα οποία έπεφτε. Μια σταγόνα ροζ, μια κόκκινη, μωβ, μπλε και συνολικά μια πανδαισία χρωμάτων και μια ποσότητα υγρού που έμοιαζε ατέλειωτη, αφού το μπουκαλάκι παρέμενε γεμάτο.

Η σαύρα τέλειωσε γρήγορα τη δουλειά της, μπήκε στο σπίτι και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από το παράθυρο. Έπειτα από λίγο ο ήλιος ανέβηκε σιγά – σιγά στον θρόνο του και τα πουλιά, παρόλο που ήταν κρυμμένα στις φωλιές τους, τον καλωσόρισαν με το τραγούδι τους.

Όταν πλέον οι ακτίνες του ήλιου έλουσαν με τη χρυσαφένια λάμψη τους τη γη, μέσα από τους στήμονες των λουλουδιών ξεπήδησαν άπειρες πεταλούδες που πέταξαν αρχικά ψηλά και στη συνέχεια προσγειώθηκαν στο έδαφος και μεταμορφώθηκαν σε νάνους που κατευθύνθηκαν στον πύργο του Χελουσίμ. Εκείνος, αγουροξυπνημένος, βλέποντας τους νάνους να πλησιάζουν, βγήκε έξω και τους ρώτησε με τη βροντερή φωνή του.

«Τι θέλετε εδώ;».

Οι νάνοι όμως δεν απάντησαν και εκείνος τους προειδοποίησε ότι αν δεν έφευγαν, θα αντιμετώπιζαν την οργή του.

Παρά τις απειλές του, οι νάνοι, απτόητοι, συνέχισαν να προχωρούν και τότε ο Χελουσίμ σήκωσε το κοκαλιάρικο χέρι του, είπε το μαγικό ξόρκι «αναβιρ, αναγιρ, ανακιρ, αναμπιρ!!!!!!!!!!!» και ένας μαύρος καπνός κύκλωσε τους νάνους.

Σίγουρος για τη νίκη του, ο Χελουσίμ γελούσε χαιρέκακα. Αυτήν τη φορά όμως έσφαλλε, γιατί οι νάνοι όχι μόνο δεν διαλύθηκαν, αλλά συνέχισαν να προχωρούν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και μέσα σ’ ελάχιστα λεπτά έφθασαν μπροστά από τον τρομερό αυτό μάγο.

Μαζί τους προχωρούσε και ο καπνός και από πάνω τους, σκαρφαλωμένος στην πλάτη ενός τεράστιου αετού, εμφανίστηκε ο Φαφλατίμ, ο οποίος έβγαλε από την τσέπη του ένα δεύτερο μπουκαλάκι και έχυσε ένα κόκκινο υγρό πάνω από τον πύργο του Χελουσίμ.

Μόλις αυτό το υγρό λοιπόν ακούμπησε στη στέγη του πύργου, δημιουργήθηκε ένα κόκκινο σύννεφο που τράβηξε κοντά του τον μαύρο καπνό και ενώθηκε μαζί του. Τότε ακούστηκε ένας κρότος και ξεπήδησε μέσα από το σύννεφο και τον καπνό, ένας κεραυνός που διαπέρασε τον πύργο. Ο τελευταίος άρχισε να καταρρέει και ενώ ο Χελουσίμ παρατηρούσε ανήμπορος, ο θυμός του ήταν τόσο μεγάλος που τον έκανε να φουσκώσει σαν μπαλόνι. Φούσκωνε, φούσκωνε και ξαφνικά μπαμ!!!! Ο κακός αυτός μάγος έσκασε και εξαϋλώθηκε.

Το κόκκινο σύννεφο και ο μαύρος καπνός διαλύθηκαν κάτω από μια από μια ισχυρή νεροποντή που διήρκεσε ελάχιστα λεπτά και όταν η βροχή σταμάτησε, οι νάνοι μεταμορφώθηκαν σε αγριόπαπιες που πέταξαν και χάθηκαν στον ορίζοντα.

Στη θέση του πύργου είχε δημιουργηθεί πλέον ένας ροδώνας με εκατοντάδες κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μοναδικό μαύρο.

Ο Φαφλατίμ φώναξε τότε τη σαύρα και τους κατοίκους του δάσους να πάνε κοντά του και όταν εκείνοι έφθασαν τους είπε.

«Όλα τελείωσαν και ο Χελουσίμ δεν πρόκειται να σας ενοχλήσει ξανά. Φροντίστε όμως να μην καταστρέψετε αυτόν τον ροδώνα, γιατί συμβολίζει την ευτυχία και την καλοσύνη. Το μαύρο τριαντάφυλλο αντιπροσωπεύει τη δυστυχία και όσο παραμένει ένα και μοναδικό, όλα είναι καλά. Αν υπάρξουν όμως και άλλα, θα πρέπει να ξέρετε ότι η καταστροφή της ηρεμίας σας θα είναι πολύ κοντά. Αυτήν τη φορά το Πνεύμα του δάσους σας βοήθησε, όμως από εδώ και πέρα εσείς είστε υπεύθυνοι για την τύχη σας. Ο ροδώνας θα παραμείνει κόκκινος μόνο αν οι πράξεις σας είναι σωστές και καλές. Αν όχι, θα γίνει μαύρος και τότε θα πρέπει να υποστείτε τις συνέπειες των ενεργειών σας, ακόμα και αν δεν θέλετε να αναλάβετε τις όποιες ευθύνες σας».

Ολοκληρώνοντας τη φράση του, ο Φαφλατίμ, πέταξε με τον αετό μακριά και καθώς η σαύρα και οι σύντροφοί της τον αποχαιρετούσαν ευχαριστημένοι, αποφάσισαν να γιορτάσουν την απελευθέρωσή τους από τον κακό μάγο Χελουσίμ.

ΤΕΛΟΣ