Από την Ισμήνη Χαρίλα
Πολυσχιδής, πολυταξιδεμένος, με μια ζωή γεμάτη από περιπέτειες και πολυποίκιλες εμπειρίες, έχοντας παράλληλα τραυματιστεί κατά τη διάρκεια του Μεγάλου πολέμου και έχοντας καλύψει δημοσιογραφικά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον Ισπανικό εμφύλιο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ο Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ – που υπήρξε και ένας από τους εκπροσώπους της χαμένης γενιάς Αμερικανών λογοτεχνών στο Παρίσι, μαζί με τη Γερτρούδη Στάιν, τον Έζρα Πάουντ και τον Σκότ Φιτζέραλντ – γνώριζε πάρα πολύ καλά τη σημασία του αγώνα για επικράτηση, επιβίωση και υπεράσπιση ιδεών και πεποιθήσεων.
Έχοντας δημοσιεύσει το πρώτο του έργο το 1923 και έντεκα χρόνια ύστερα από το μυθιστόρημα «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» και συγκεκριμένα το 1951, ο Χέμινγουεϊ ολοκλήρωσε λοιπόν τη νουβέλα «Ο γέρος και η θάλασσα» που του χάρισε το 1953 το βραβείο Πούλιτζερ και το 1954 το Νόμπελ λογοτεχνίας.
Πρωταγωνιστής στο εν λόγω έργο, που δημοσιεύτηκε τελικά το 1952, είναι ένας ηλικιωμένος Κουβανός ψαράς, ο Σαντιάγκο, που απέκτησε τη φήμη του «άτυχου», επειδή επί ογδόντα τέσσερις ολόκληρες ημέρες δεν κατάφερε να πιάσει στα δίχτυα του ούτε ένα ψάρι. Ωστόσο, αντιστεκόμενος στην κακοτυχία και τη μοναξιά του, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν εκτός από ένα αγόρι που υπήρξε κάποτε μαθητής του στην τεχνική του ψαρέματος και βοηθός του, ο Σαντιάγκο εξακολουθεί να «ανοίγεται» καθημερινά στον ωκεανό, προκειμένου να επιστρέψει επιτέλους στην ακτή με μια καλή ψαριά.
Ώσπου, έπειτα από τρεις περίπου μήνες άκαρπων προσπαθειών, κατορθώνει επιτέλους να πιάσει έναν τεράστιο ξιφία, ο οποίος είναι τόσο μεγάλος σε μέγεθος που ο ηλικιωμένος ψαράς αδυνατεί να τον φορτώσει στη βάρκα του. Μην έχοντας επομένως άλλη επιλογή ο Σαντιάγκο δένει το ψάρι στο πλάι και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής που θα τον φέρει όμως δυστυχώς αντιμέτωπο με τους καρχαρίες και θα απαιτήσει από αυτόν να αποδείξει ακόμα μια φορά τη δύναμη, την αντοχή, την επιμονή και την υπομονή του.
Με αφετηρία λοιπόν την ιστορία ενός ψαρά και την καθημερινή ρουτίνα μιας δύσκολης εργασίας, ο δημιουργός ανέδειξε δυο από τους κυριότερους πυλώνες της ζωής ενός ανθρώπου, δηλαδή τη διαρκή μάχη για την επίτευξη ενός σκοπού και την ελπίδα που παραμένει ζωντανή, ακόμα και όταν όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί.
«Ο άνθρωπος μπορεί να καταστραφεί, αλλά όχι να ηττηθεί», συλλογίζεται ο Σαντιάγκο και συνεχίζει ενάντια σε κάθε δυσοίωνο προγνωστικό και κάθε αντιξοότητα που στέκεται εμπόδιο στον δρόμο του, υπηρετώντας και ο ίδιος τη φυσική αλληλουχία της υπερίσχυσης και της κοινής πεποίθησης ότι το «μεγαλύτερο ψάρι τρώει το μικρότερο», όντας όμως συνειδητοποιημένος και έχοντας πλήρη συναίσθηση των πράξεών του, έστω και αν ορισμένες από αυτές αντικρούουν στην ηθικότητά του.
Ως εκ τούτου η απεραντοσύνη της θάλασσας, οι εναλλαγές των κυματισμών της, αλλά και οι αόρατοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν στον βυθό της, αντανακλούν τις άπειρες μεταβλητές που ενέχει ο χρόνος της πραγματικότητας και καθώς η σιωπή παρέχει στον Σαντιάγκο την ευκαιρία για περισυλλογή, η μοναξιά του αντισταθμίζεται από την άδολη φιλία του νεαρού μαθητού του που αποδεικνύει ότι το χάσμα γενεών δύναται εύκολα να περιοριστεί, όταν υπάρχει αμοιβαία κατανόηση και αγάπη.
Ευθύς εξ’ αρχής άλλωστε ο Σαντιάγκο περιγράφεται σαν ένας άνδρας με γερασμένα μεν χαρακτηριστικά, αλλά με μάτια που, όντας ο καθρέφτης της ψυχής, παραμένουν χαρούμενα και ανίκητα. «Όλα επάνω του ήταν γέρικα, εκτός από τα μάτια που είχαν και το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα και ήταν χαρούμενα και ανίκητα», διαβάζει ο αναγνώστης και σκιαγραφεί νοερά έναν άνθρωπο που μοιάζει απολύτως ταιριαστός στο φυσικό του περιβάλλον.
Κατά συνέπεια, μελετώντας το πόνημα στο σύνολό του, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ δημιούργησε την επιφάνεια επάνω στην οποία ανέπτυξε αφηγηματικά μια νουβέλα που η υπερρεαλιστική πτυχή της κατέστη εντελώς ρεαλιστική μέσα από μια φιλοσοφικά αδρή διάστασή της, βασιζόμενος στις αντιθέσεις που δημιουργούνται από τα κλειστά όρια ενός χωριού, τον ανοιχτό ορίζοντα του ωκεανού, την ασφάλεια της ξηράς, τους κινδύνους του βυθού, τη λαλίστατη σιωπή του μονολόγου και ιδίως την ατέρμονη σύγκρουση του ατόμου με τον εαυτό του και τον περίγυρό του.