Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1963 κυκλοφόρησε «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στην περίοδο του Ψυχρού πολέμου και θεωρείται ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα της εξέλιξης της αστυνομικής λογοτεχνίας σε κατασκοπική.

Ο δημιουργός του παραπάνω πονήματος είναι ο Ντέιβιντ Τζων Μουρ Κόρνουελ, που εδραιώθηκε στον συγγραφικό χώρο με το ψευδώνυμο Τζων Λε Καρρέ και ο οποίος, χάρη στη συνεργασία του με τις Υπηρεσίες ΜΙ5 και ΜΙ6 της Αγγλίας – όπως αναφέρουν τα βιογραφικά του στοιχεία – κατόρθωσε να αποτυπώσει εύστοχα στα πονήματά του τον κόσμο των μυστικών πρακτόρων και τα παιχνίδια κατασκοπείας.

Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί «Ο επίμονος κηπουρός» που υπήρξε και το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα για τον 21ο αιώνα. Το νήμα της αφήγησης στο εν λόγω έργο – που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Bell και σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου – αρχίζει λοιπόν να ξετυλίγεται όταν η νεαρή ακτιβίστρια Τέσα Κουέιλ βρίσκεται άγρια δολοφονημένη σ’ ένα ερημικό σημείο στη Βόρεια Κένυα. Ο συνοδός της, ένας Αφρικανός γιατρός, έχει εξαφανιστεί και όλοι θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για ένα έγκλημα πάθους. Οι εφημερίδες οργιάζουν και η Βρετανική Αρμοστεία στο Ναϊρόμπι επιχειρεί με κάθε τρόπο να κατασιγάσει τη θύελλα, αφού το θύμα ήταν σύζυγος ενός διπλωμάτη, του Τζάστιν Κουέιλ.

Υπό το βάρος συνεπώς της ανάδειξης των πραγματικών λόγων που οδήγησαν την Τέσα και τον γιατρό σ’ ένα απομακρυσμένο και επικίνδυνο σημείο, οι ιθύνοντες, φοβούμενοι διαρκώς τις δραματικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να επιφέρει η αποκάλυψη της αλήθειας, επιλέγουν να κλείσουν τα μάτια και να αποδεχθούν την εκδοχή της απιστίας που κατέληξε σε φόνο.

Ως εκ τούτου, όλοι δείχνουν να πείθονται από την ερωτική ιστορία, εκτός βέβαια από τους συνεργάτες ακτιβιστές της δολοφονηθείσας και τον Τζάστιν που γνωρίζει καλά τον χαρακτήρα της και δεν αμφιβάλλει ούτε για μια στιγμή για την αγάπη και την εντιμότητά της στο πρόσωπό του. Απογοητευμένος επομένως από τις αντιδράσεις των Κυβερνητικών αρχών και κατανοώντας ότι πίσω από τον θάνατο της συζύγου του κρύβονται πολλά περισσότερα από αυτά που θα μπορούσε να φανταστεί, ξεκινά έναν προσωπικό αγώνα για να ξεδιαλύνει το μυστήριο.

Ακολουθώντας την τακτική του αστυνομικού μυθιστορήματος της δεκαετίας του 1960, ο συγγραφέας μετατρέπει σταδιακά τον ήρωά του σ’ έναν ερασιτέχνη που μάχεται να αποκωδικοποιήσει τους γρίφους των γεγονότων. Συνδυάζοντας δε τις υποθέσεις του Οργανωμένου εγκλήματος, της κρατικής κατασκοπείας, αλλά και της πολιτικής σκοπιμότητας, ο Τζων Λε Καρρέ στήνει το σκηνικό της αφηγηματικής πλοκής σε τρεις ηπείρους και αποτυπώνει με κινηματογραφική μαεστρία τις εναλλαγές στη συναισθηματική και συμπεριφορική μεταστροφή των ανθρώπων. Ο Κουέιλ είναι ένα άτομο που υπηρετεί με απόλυτο σεβασμό και προσήλωση το Σύστημα και άξαφνα βρίσκεται αναγκαστικά απέναντί του, προσπαθώντας ως ερασιτέχνης κηπουρός – που είναι το χόμπι του – να ξεριζώσει τα ζιζάνια της κακοήθειας και της εγκληματικής αμέλειας που γεννά η ασίγαστη επιθυμία και η επιδίωξη οικονομικού κέρδους με οποιοδήποτε κόστος, έστω κι αν το τελευταίο συμπεριλαμβάνει τη θυσία αθώων.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσε άρα να ειπωθεί ότι «Ο επίμονος κηπουρός» είναι ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί σε λεπτές γραμμές διεισδυτικότητας και ψυχογράφησης, Ένα αφήγημα που αποτυπώνει ρεαλιστικά τον σκληρό και σκοτεινό κόσμο που κινεί τα νήματα και ορίζει κατά βούληση τη μοίρα της ανθρωπότητας. Ένα έργο τέλος που διατηρεί αμείωτο το σασπένς και το οποίο – παρόλο που διαχειρίζεται φανταστικά γεγονότα – εντούτοις αντικατοπτρίζει μια αλήθεια που πολλοί αρέσκονται για τους δικούς τους λόγους, να αγνοούν επιδεικτικά.