Γράφει ο Ερμής:

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα σπουργιτάκι, η Γαλαζούλα, που διέφερε από τα υπόλοιπα, διότι από μια παραξενιά της φύσης δεν γεννήθηκε ούτε καφέ, ούτε γκριζωπή, αλλά γαλάζια με μικρές πράσινες βούλες.

Η μαμά της την αγαπούσε πολύ, αλλά δυστυχώς όλοι οι υπόλοιποι γύρω της την απόδιωχναν γιατί πίστευαν ότι ήταν πολύ άσχημη.

«Είσαι άσχημη!! Άσχημη!!» έλεγαν και η Γαλαζούλα έφευγε λυπημένη και ευχόταν κάποια ημέρα να γινόταν και εκείνη όμορφη, όπως το ασχημόπαπο.

Τα χρόνια όμως πέρασαν, το σπουργιτάκι μεγάλωσε και η ιστορία του ασχημόπαπου δεν έγινε ποτέ δική του. Πληγωμένο λοιπόν από τη συμπεριφορά των άλλων πουλιών, κατέληξε να ζει απομονωμένο.

Ώσπου, κάποια ημέρα ενώ έπινε νερό από ένα σιντριβάνι, το πλησίασε ένας παπαγάλος που είχε ξεφύγει από το κλουβί του.

«Πώς σε λένε;», ρώτησε.

«Γαλαζούλα», απάντησε διστακτικά το σπουργιτάκι.

«Εγώ είμαι ο Φίφης. Θέλεις να γίνουμε φίλοι;».

Η Γαλαζούλα κοίταξε τον παπαγάλο προσεκτικά και όντας σίγουρη ότι επρόκειτο για κάποια παγίδα με σκοπό να την κοροϊδέψουν, πέταξε μακριά, δίχως να απαντήσει. Ο παπαγάλος όμως την ακολούθησε.

«Γιατί έφυγες; Είπα κάτι που σε πείραξε;», ρώτησε ξανά. «Εγώ ήθελα να γίνουμε φίλοι, γιατί είμαι μόνος σε αυτά τα μέρη».

«Άφησέ με ήσυχη», αποκρίθηκε σε αυστηρό ύφος η Γαλαζούλα, προσπαθώντας να ξεφύγει από μια κατάσταση που πιθανότατα θα την έμπλεκε σε δυσάρεστες καταστάσεις και προσγειώθηκε σ’ ένα δένδρο, όπου κρύφτηκε ανάμεσα στα φυλλώματά του.

Ο παπαγάλος την κοίταζε απορημένος, γιατί είναι αλήθεια ότι ήταν ειλικρινής και όντως ήθελε να γίνουν φίλοι. Αγνοώντας όμως την ιστορία της Γαλαζούλας, δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει σωστά την αντίδρασή της και έτσι πέταξε απογοητευμένος προς αντίθετη κατεύθυνση, συμπεραίνοντας ότι ήταν απλώς παράξενη και ιδιότροπη.

Πέρασαν και άλλα χρόνια και η Γαλαζούλα έγινε ένα γέρικο πουλί, δίχως φίλους και δίχως οικογένεια. Τριγυρνούσε πάντα μόνη και απέφευγε διαρκώς να συναντά άλλα πουλιά, αν και πλέον ένιωθε πιότερο δυνατή για να τα αντιμετωπίσει.

Μια ημέρα, σαν από σύμπτωση ή σάμπως από θαύμα, έγινε μάρτυρας μιας αντίστοιχης σκηνής που είχε ζήσει και εκείνη με τον Φίφη, μόνο που αυτήν τη φορά επρόκειτο για δυο χελιδόνια.

Μόλις το ένα από αυτά πέταξε από το έδαφος σ’ ένα ψηλό κλαδί, η Γαλαζούλα το πλησίασε.

«Γιατί απέρριψες την πρότασή του;», ρώτησε χωρίς περιστροφές.

«Επειδή πιστεύω ότι μου είπε ψέματα. Όλοι ξέρουν ότι είμαι άσχημη, αλλά εκείνος» και έδειξε με το φτερό του το χελιδόνι που στεκόταν ακόμα στο έδαφος και κοιτούσε προς το κλαδί, «λέει το αντίθετο. Ασφαλώς πρόκειται για κάποιο κόλπο».

«Κάποτε ήμουν σαν κι εσένα», είπε η Γαλαζούλα. «Όταν ήμουν νέα, όλοι με κορόιδευαν για το χρώμα των φτερών μου».

«Καλά, είναι δυνατόν;», απόρησε το χελιδόνι. «Τα φτερά σου είναι τα ωραιότερα που έχω δει ποτέ».

«Σ’ ευχαριστώ και οφείλω και εγώ να πω ότι δεν βρίσκω τίποτα άσχημο επάνω σου. Το αντίθετο μάλιστα. Θεωρώ ότι έχεις πολλά όμορφα στοιχεία. Βλέπεις όμως οι άλλοι αντικατοπτρίζουν σ’ εμάς τον εαυτό τους και συχνά προσπαθούν να μας βλάψουν. Στα δικά σου μάτια τα φτερά μου είναι σπάνια και όμορφα. Σύμφωνα με την άποψη άλλων όμως είμαι απλώς ένα τέρας. Η γνώμη τους δυστυχώς με ανάγκασε να περάσω μια μοναχική και δύσκολη ζωή που μου χάρισε πόνο και θλίψη.

Πριν πολλά χρόνια βίωσα μια παρόμοια σκηνή με τη δική σου. Εγώ έφυγα και έχασα τη μοναδική μου ευκαιρία να αποκτήσω έναν φίλο. Μην κάνεις επομένως το ίδιο λάθος μ’ εμένα. Φρόντισε μόνο να είσαι προσεκτική και αν ο οποιοσδήποτε θέλει να σε βλάψει, απλώς μην του το επιτρέψεις. Ξέρεις, η ζωή απαιτεί ορισμένες φορές να ρισκάρεις, αν θέλεις να γευτείς τις χαρές της».

Το χελιδόνι δεν απάντησε. Κοίταξε μόνο το γέρικο σπουργίτι, αναλογίστηκε τα λόγια του και έπειτα πέταξε προς τα κάτω, όπου στεκόταν και το περίμενε ο μελλοντικός του φίλος, ενώ η Γαλαζούλα τους παρατηρούσε ικανοποιημένη που κατάφερε να βοηθήσει τουλάχιστον ένα πλάσμα να συναντήσει την ευτυχία.

Συνταγή της Αμβροσίας: Το απόσταγμα των χρόνων

Υλικά:

10 φρέσκα και ώριμα σύκα

1 λίτρο τσικουδιά (άοσμη και απαλή)

½ κιλό γλυκό σαμιώτικο κρασί

1 κούπα ζάχαρη

2 λοβοί βανίλιας

2 σπόροι τόνγκα

10 σπόροι κάρδαμο

Εκτέλεση:

Πλένουμε και κόβουμε σε τέσσερα κομμάτια τα σύκα. Κόβουμε τους λοβούς και σπάζουμε τους σπόρους. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.