Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη» πρωτοεκδόθηκαν το 1847 και θεωρούνται ένα από τα σημαντικότερα έργα της αγγλικής λογοτεχνίας, παρόλο που οι αρχικές αντιδράσεις όχι μόνο δεν ήταν θετικές, αλλά υπήρξε και έντονη αρνητική κριτική εξαιτίας της θεματικής. Σύμφωνα επομένως με τα ιστορικά στοιχεία, η αποδοχή ήρθε μετά το 1850 και οφείλεται κυρίως στην ποιητικότητα και την τραγικότητα του μυθιστορήματος, αλλά και στο ίδιο το γεγονός ότι η συγγραφέας, η Έμιλι Μπροντέ, κατόρθωσε στη νεαρή ηλικία των είκοσι επτά ετών να αποδώσει με εξαιρετική ακρίβεια μια μικρογραφία των ανθρωπίνων συναισθημάτων.
Το Γουάδεριν Χάιτς και το Θράσκρος Γκρέηντζ, οι δυο οικίες που δεσπόζουν στο κείμενο, αντικατοπτρίζουν τις δυο πλευρές του κόσμου και το δίπολο του καλού και του κακού που ταλανίζει τους ανθρώπους με τη διαρκή μάχη επικράτησής του. Το πρώτο κτίσμα λοιπόν είναι σκοτεινό, άγριο, ατημέλητο, σε μια μόνιμη πάλη με τη Φύση και τους ανθρώπους και αποδιώχνει οποιονδήποτε το πλησιάζει. Ωσάν τυφώνας καταστρέφει οτιδήποτε βρεθεί στο διάβα του, ενώ οι ένοικοί του επηρεάζονται και υιοθετούν μια αντίστοιχη στάση και αντιδραστική συμπεριφορά.
Στον αντίποδα, το Θράσκρος Γκρέηντζ είναι φωτεινό, όμορφο και περιποιημένο. Οι ιδιοκτήτες του είναι ευγενικοί, πολιτισμένοι και κοινωνικά αποδεκτοί, ενώ σε αντίθεση με το Γουάδεριν Χάιτς, η οικονομική ευμάρεια είναι εμφανής και επιβεβλημένη.
Ευθύς εξ’ αρχής η δημιουργός στήνει αριστοτεχνικά το σκηνικό της ανάμεσα σε αυτούς τους άκρως αντιθετικούς χώρους και με αδρές, σκηνογραφικές περιγραφές που διευκόλυναν και τις πολλαπλές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές, αφηγείται μια ιστορία πάθους και έρωτα που αναπτύσσεται αρχικά ανάμεσα στον πρωτόγονο και αντικοινωνικό Χήθκλιφ, την εγωίστρια Κάθριν και τον πράο και ευγενή Έντγκαρ, ενώ στη συνέχεια ανάμεσα στα παιδιά τους. Η μητέρα Κάθριν βιώνει με τον πρώτο το πάθος και με τον δεύτερο τη γαλήνη και γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει αιώνια τις δυο οικογένειες, οδηγώντας τις συγχρόνως στην καταστροφή, αφού η αγάπη που νιώθει ο Χήθκλιφ για εκείνη είναι τόσο βίαιη και έντονη που τον μεταμορφώνει και τον στοιχειώνει ακόμα μετά τον θάνατό της, προκαλώντας το μένος του για τους απογόνους των δυο οικογενειών, παρόλο που ο ένας εξ’ αυτών είναι ο ίδιος ο γιος του. Η κόρη Κάθριν ωστόσο είναι εκείνη που επωμίζεται το βαρύ φορτίο της εξιλέωσης.
Σταδιακά και μέσω της εξελικτικής πορείας της ιστόρησης, η Μπροντέ προοικονομεί όλα όσα θα συμβούν, ψυχογραφεί αψεγάδιαστα τους ήρωές της, θίγει σημαντικά ζητήματα της ανθρώπινης ψυχολογίας και συμπεριφοράς και αγγίζει δίχως δισταγμό, ακόμα και θέματα που στην εποχή της αποτελούσαν ταμπού, όπως αυτό της θρησκευτικότητας και της μεταφυσικής. Κατά συνέπεια η ηθική τίθεται έναντι της αδικίας και της ατιμίας, ενώ η πίστη στον Θεό έναντι της υπόνοιας της μαγείας και της επαφής με σκοτεινές και υπερφυσικές δυνάμεις. Γεγονός που παραπέμπει στη μακρά ιστορία της Αγγλίας, αφού υπήρχε η πεποίθηση ότι οι μάγοι ήταν οργανωμένοι σε ομάδες και ευθύνονταν τόσο για τις φυσικές καταστροφές, όσο και για τα δεινά του κόσμου.
Παράλληλα, στο μυθιστόρημα αναλύεται η κλειστή και περιορισμένη ζωή της αγγλικής επαρχίας, οι διαφορές που αποκλείουν τον συγχρωτισμό της λαϊκής τάξης με την αριστοκρατία και η πράξη της υιοθεσίας που ερμηνεύεται απλώς ως μια ενέργεια φιλανθρωπίας που δεν αποδέχεται τα θετά παιδιά ως άξιους κληρονόμους των οικογενειών που ανέλαβαν την ανατροφή τους.
Η ζωή και ο θάνατος διεκδικούν αντίστοιχα το μερίδιό τους, καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, η ψυχή κλυδωνίζεται και περνά από την απολυτότητα της ηρεμίας και της απραξίας σ’ αυτήν του μίσους και της απόγνωσης, ενώ τα πάθη υπερτερούν συχνά έναντι της λογικής και οι ήρωες προχωρούν παραδόξως αυτοβούλως προς την αυτοκαταστροφή που θα τους χαρίσει τελικώς τη λύτρωση και την κάθαρση.
Κατά συνέπεια και βάσει όλων των παραπάνω, τα στοιχεία του συγκεκριμένου έργου, που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση από την Αργυρώ Μαντόγλου, είτε είναι έμψυχα, είτε άψυχα, έχουν αναχθεί σε σύμβολα και έχουν αναλυθεί από τους μελετητές ως και την τελευταία λεπτομέρεια. Ανεξάρτητα όμως από την υπέρογκη σχετική βιβλιογραφία και το τεράστιο εύρος κριτικών αναλύσεων, κάθε φορά που διαβάζει κάποιος τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» είναι αδύνατον να μην βυθιστεί ξανά στη δίνη της πλοκής που τον μεταφέρει στην επαρχία της Βικτωριανής Αγγλίας και του παρουσιάζει μια μορφή των ανθρώπων που μοιάζει τόσο παράδοξη, αλλά ταυτόχρονα είναι και τόσο αληθινή.
Γι’ αυτό ακριβώς «Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη» δεν είναι απλώς ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κληροδοτήματα, αλλά ένα από τα έργα που κάθε συστηματικός αναγνωστικός μελετητής οφείλει να έχει διαβάσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του.