Γράφει ο Ερμής:
Πανέμορφη έστεκε η ροδιά στο κέντρο του περιβολιού και τη θαύμαζαν όλα τα δέντρα για τους γευστικούς και νόστιμους καρπούς της. Όλα, εκτός από την κυδωνιά που βρισκόταν δίπλα της και τη ζήλευε θανάσιμα.
Η ροδιά ένιωθε τη ζηλοφθονία της κυδωνιάς, αλλά ήταν τόσο καλή που δεν της αντιμιλούσε και υπέμενε τα κακόβουλα σχόλια και τις κοροϊδίες της, οσάκις τα κλαδιά της βάραιναν και έγερναν από το φορτίο τους.
«Αχ, ροδιά. Ούτε να κρατήσεις σταθερά τα κλαδιά σου δεν μπορείς και κατά τα άλλα το παίζεις και σπουδαία. Κοιτάξτε μωρέ αυτή που θαυμάζετε, πόσο ανίκανη είναι…».
Η ροδιά την άκουγε, αλλά δεν απαντούσε.
«Ας λέει ό,τι θέλει», συλλογιζόταν. «Τώρα μιλούν ο φθόνος και η κακία. Κάποια στιγμή όμως θα νιώσει και εκείνη τον πόνο που μου προκαλεί».
Ο καιρός περνούσε και η κυδωνιά, όχι μόνο δεν άλλαζε, αλλά έστελνε και έναν φίλο της δρυοκολάπτη να πληγώνει τη ροδιά. Πήγαινε λοιπόν εκείνος κάθε πρωί και τακ, τακ, τρυπούσε τον κορμό της. Η καημένη η ροδιά υπέφερε και τον ικέτευε να φύγει, αλλά εκείνος, όντας άσπλαχνος και εκδικητικός, όπως η κυδωνιά, την αγνοούσε και συνέχιζε, παρόλο που ήξερε ότι ο κορμός της δεν ήταν κούφιος και δεν θα έβρισκε προνύμφες για να φάει.
Όταν επιτέλους έφευγε, η ροδιά άφηνε ελεύθερα τα δάκρυά της να κυλήσουν και εκείνα μούσκευαν τα κλαδιά και τον κορμό της και θεράπευαν τις πληγές της. Την επόμενη ημέρα όμως ο δρυοκολάπτης επέστρεφε και το μαρτύριο επαναλαμβανόταν.
Ώσπου, η Μητέρα Φύση που δεν ανεχόταν πλέον αυτήν την κατάσταση, αποφάσισε να επέμβει και έτσι έστειλε στην κυδωνιά εκατοντάδες αφίδες που τρύπησαν τον κορμό της και άρχισαν να τη νεκρώνουν.
«Βοήθεια!!», φώναζε η κυδωνιά και ικέτευε από τη μια πλευρά τις αφίδες να φύγουν και από την άλλη τα υπόλοιπα δένδρα να της συμπαρασταθούν, όπως μπορούσαν.
Δυστυχώς όμως η κακία της προκαλούσε την απέχθεια των γύρω της και γι’ αυτό κανείς δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις της. Κανείς, εκτός από τη ροδιά που η καλοσύνη της υπερίσχυσε και ζήτησε τη βοήθεια της Μητέρας Φύσης που, συγκινημένη από την ευγένεια και την ανωτερότητα που είδε, έδιωξε τα έντομα.
Θεραπευμένη και μετανιωμένη πλέον για τις πράξεις της, η κυδωνιά ζήτησε από τη ροδιά να τη συγχωρέσει.
«Έσφαλλα», είπε. «Η ζήλια μου με τύφλωσε και σε πλήγωσα, ενώ εσύ ήσουν η μόνη που με βοήθησε στη δύσκολη στιγμή μου».
«Περασμένα ξεχασμένα. Ας αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και ας ξεκινήσουμε από το μηδέν», αποκρίθηκε η ροδιά και έγειρε όσο μπορούσε τον κορμό της για να αγκαλιάσει την κυδωνιά.
«Ναι, ροδούλα μου. Στο εξής θα είμαι η καλύτερη φίλη που είχες ποτέ. Το ορκίζομαι», είπε η κυδωνιά και έγειρε και εκείνη για να αγκαλιάσει τη νέα της φίλη.
Όσον αφορά δε τον δρυοκολάπτη, εκείνος αμετανόητος, θυμωμένος και προδομένος από την αλλαγή της κυδωνιάς πέταξε μακριά και κανένας δεν τον ξαναείδε από τότε.
Συνταγή της Αμβροσίας: Ειρηνική συμμαχία
Υλικά:
3 μεγάλα κυδώνια
1 κούπα ζάχαρη
1 ½ ποτήρι του κρασιού κονιάκ
2 ξύλα κανέλας
5 – 6 μοσχοκάρφια
2 κούπες νερό
Για το παντεσπάνι
8 αυγά
Άρωμα βανίλιας
300 γρ. ζάχαρη
300 γρ. αλεύρι
Για τη σαντιγί
1 κουτί κρέμα για σαντιγί
½ κούπα ζάχαρη άχνη
Εκτέλεση:
Καθαρίζουμε, κόβουμε τα κυδώνια στη μέση και αφαιρούμε τους σπόρους. Τα τοποθετούμε σ’ ένα ταψί και προσθέτουμε τη ζάχαρη, το κονιάκ, την κανέλα, τα μοσχοκάρφια και το νερό. Καλύπτουμε το ταψί με αλουμινόχαρτο και το βάζουμε στον φούρνο στους 180ο. Όταν μαλακώσουν τα κυδώνια και δέσει το σιρόπι, αφαιρούμε το ταψί από τον φούρνο και κόβουμε τα κυδώνια σε λεπτές φέτες, μόλις κρυώσουν.
Ετοιμάζουμε το παντεσπάνι: Σε μια λεκάνη χτυπάμε τους κρόκους με τη ζάχαρη και προσθέτουμε το άρωμα βανίλιας. Σε άλλο μπολ χτυπάμε τα ασπράδια μαρέγκα και τα ρίχνουμε στο μίγμα, εναλλάξ με το αλεύρι. Ανακατεύουμε το μίγμα καλά και το βάζουμε σε ταψί, όπου έχουμε βάλει μια βουτυρωμένη λαδόκολλα. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 180ο, περίπου 10΄– 15΄.
Ετοιμάζουμε τη σαντιγί: Σε μια λεκάνη χτυπάμε την κρέμα με τη ζάχαρη άχνη, έως ότου γίνει ένα αφράτο μίγμα. Βάζουμε τη σαντιγί στο ψυγείο, για να παγώσει.
Τοποθετούμε το παντεσπάνι σ’ ένα πυρέξ και σιροπιάζουμε ελαφρά με το σιρόπι από τα κυδώνια. Στρώνουμε τις φέτες κυδωνιών, καλύπτουμε με σαντιγί, πασπαλίζουμε με σπόρους κόκκινου ροδιού και βάζουμε το γλυκό στο ψυγείο, για να παγώσει.