Γράφει ο Ερμής:

Ήταν παράδοση των αστεριών να κρατούν στη μνήμη τους μια ιστορία από εκείνες που είχαν αντικρίσει στη ζωή τους. Έτσι λοιπόν καθένα από αυτά είχε να αφηγηθεί ένα μοναδικό, εξαιρετικό γεγονός που του έκανε εντύπωση και γράφτηκε με ανεξίτηλο μελάνι στη θύμησή του.

Όλα, εκτός από ένα μικρό αστεράκι που όσο κι αν προσπαθούσε, δεν έβρισκε τίποτα που να το θεωρήσει τόσο σημαντικό, ώστε να το ξεχωρίσει. Άκουγε τις διηγήσεις των άλλων αστεριών που αναφέρονταν κυρίως σε ιστορίες αγάπης που χάρισαν την ευτυχία και ένιωθε ότι πλέον όλα είχαν ειπωθεί. Δεν υπήρχε λοιπόν τίποτα καινούργιο και όλα ήταν απλώς μια επανάληψη των προηγούμενων.

Απογοητευμένο και καθώς περνούσε ο καιρός, το αστεράκι έπαψε να προσπαθεί να εντοπίσει τη δική του ιστορία και έπεισε τον εαυτό του, ότι απλώς δεν υπήρχε.

Ώσπου, μια χειμωνιάτικη νύχτα συνέβη το απρόσμενο. Το χιόνι είχε καλύψει με το βαρύ του πάπλωμα κάθε γωνιά της πόλης και το τσουχτερό κρύο είχε κρατήσει τους κατοίκους στη ζεστασιά των σπιτιών τους. Τα πεζοδρόμια απάτητα, οι δρόμοι έρημοι και αραιά φαινόταν μόνο κάποιο αυτοκίνητο.

Η σιωπή είχε επιτέλους υπερισχύσει στη μεγαλούπολη, όπου ο θόρυβος δεν σταματούσε ποτέ και το αστεράκι, τυλιγμένο στο πέπλο της ηρεμίας, παρατηρούσε τις λεπτομέρειες που καλύπτονταν μέχρι πρόσφατα από την αδιάκοπη κίνηση και τον συγχρωτισμό των ανθρώπων.

Είδε λοιπόν όμορφα κτίρια που καταστρέφονταν παρατημένα, έναν αδέσποτο σκύλο που είχε κουρνιάσει μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο, μια συστάδα δέντρων που με τα χιονισμένα κλαριά τους έμοιαζαν με νύφες που άπλωναν τα χέρια τους στο μέλλον και μια γυναίκα που περπατούσε με δυσκολία στους χιονισμένους δρόμους.

«Πού πάει άραγε; Τι δέμα είναι αυτό που κρατά;», αναρωτήθηκε το αστεράκι και περίεργο ακολούθησε με το βλέμμα του τη γυναίκα που σταμάτησε μπροστά από ένα βρεφοκομείο. Προσεκτικά, εκείνη έσκυψε και ακούμπησε το δέμα στο σκαλοπάτι της εξώπορτας και τότε το αστεράκι είδε ότι ήταν ένα μωρό τυλιγμένο σε δυο κουβέρτες.

Η γυναίκα χτύπησε το κουδούνι και κρύφτηκε λίγο παράμερα. Έπειτα από δυο λεπτά, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκαν ο φύλακας με μια νοσοκόμα. Η τελευταία πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, ενώ ο άνδρας, συνηθισμένος από παρόμοια περιστατικά, έψαξε τριγύρω για το άτομο που το άφησε. Χάρη στην εμπειρία του, εντόπισε αμέσως τη μητέρα, αλλά καθώς εκείνη τον είδε να την πλησιάζει, φοβισμένη και μην ξέροντας ότι ο φύλακας ήθελε απλώς να τη βοηθήσει, κατευθύνθηκε προς τον δρόμο, δίχως να προσέξει ένα αυτοκίνητο που περνούσε. Βλέποντάς την, ο οδηγός προσπάθησε να φρενάρει, αλλά το αυτοκίνητο γλίστρησε στο παγωμένο οδόστρωμα και έπεσε με δύναμη επάνω της.

Σοκαρισμένοι, ο οδηγός και ο φύλακας έτρεξαν αμέσως κοντά της, αλλά δυστυχώς ήταν πια αργά.

Λίγο αργότερα, οι σειρήνες ενός περιπολικού και ενός ασθενοφόρου διατάρασσαν την ησυχία του δρόμου και καθώς το αστεράκι αντίκριζε το κόκκινο σημάδι που είχε αφήσει το αίμα της μητέρας στο χιόνι και παράλληλα την κόκκινη κουβερτούλα με την οποία ήταν τυλιγμένη το μωρό της, συλλογίστηκε ότι αυτή ήταν η δική του ιστορία.

Μια ιστορία που δεν θα μάθαινε ποτέ μήτε την αρχή, μήτε τις λεπτομέρειες της. Ταυτόχρονα όμως μια ιστορία που έδεσε μέσα σε μια στιγμή τη ζωή και τον θάνατο, την αρχή και το τέλος, τη λύτρωση και τη σωτηρία, την ελπίδα και τον φόβο, το δάκρυ της απώλειας και το χαμόγελο της γαλήνης.

Συνταγή της Αμβροσίας: Το αστεράκι

Υλικά:

5 αυγά

2 κούπες ζάχαρη

1 κούπα βούτυρο (μαλακό)

1 κούπα γάλα

¼ κούπας ξηρό κόκκινο κρασί

½ κουτ. γλ. κανέλα

½ κουτ. γλ. γαρίφαλα

½ κούπα κράνμπερι

½ κούπα τρούφα σοκολάτα

Εκτέλεση:

Σ’ ένα μεγάλο μπολ χτυπάμε τη ζάχαρη με το βούτυρο και τα αυγά. Προσθέτουμε σταδιακά τα υπόλοιπα υλικά και ανακατεύουμε προσεκτικά. Ρίχνουμε το μίγμα σε μια βουτυρωμένη και αλευρωμένη φόρμα σε σχήμα αστεριού. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180Ο – 200ο C περίπου για μια ώρα. Όταν ψηθεί, βγάζουμε το γλυκό από τον φούρνο και το τοποθετούμε σε πιατέλα. Πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη και στολίζουμε με μικρές ζαχαρωτές χρυσές, ροζ και γαλάζιες μπαλίτσες.