από τη Χριστίνα Καπράλου.
Μια φορά και ένα καιρό, εκεί στο μικρό χωριό που ήταν κτισμένο στην μέση του μεγάλου δάσους, ζούσε ένας γιός.
Παλληκάρι παράξενο, μοναχικό, δεν είχε φίλους δεν είχε συγγενείς. Κανείς από το χωριό δεν νοιάστηκε ποτέ για αυτόν. Κανείς δεν τον πήρε ποτέ μια αγκαλιά. Μεγάλωσε χωρίς αγάπη χωρίς στοργή, αγρίμι μοναχό σαν όλα τα πλάσματα που ζουν χωρίς φροντίδα.
Ο γιός αποζητούσε την προσοχή των ανθρώπων και μη γνωρίζοντας άλλο τρόπο ξεκίνησε ένα μακρινό ταξίδι και έψαχνε να βρει αυτό το κάτι που θα του έδινε δύναμη. Αυτό το κάτι που θα γεννούσε τον φόβο των άλλων.
“Ε ναι αφού δεν με αγαπούν καλύτερα να με φοβούνται!”, Έλεγε στο παραμιλητό του.
Έσκαβε, έψαχνε, έψαχνε και έσκαβε σε βουνά, σε θάλασσες, στην έρημο, σε λίμνες, σε ποτάμια.
Ώσπου μια μέρα σκοτεινή που ο Ήλιος είχε κρυφτεί φοβισμένος πίσω από ένα σύννεφο, στο κίτρινο ποτάμι ο γιος βρήκε μια κορώνα. Μια κορώνα που την είχε φτιάξει η κακιά μάγισσα, που κάνεις δεν αγαπούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η μάγισσα θυμωμένη καθώς ήταν γιατί δεν την αγαπούσε κανείς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γής, έφτιαξε αυτή την κορώνα από νύχια κόρακα, κόκκαλα κουκουβάγιας, ρίζες τσουκνίδας, μάτια γύπα, αίμα φιδιού, και την βούτηξε μέσα στο αμίλητο νερό. Την έφτιαξε και την έκρυψε μέσα στο κίτρινο ποτάμι με την κατάρα όποιος την βρει και την φορέσει να φέρνει φόβο πανικό τρόμο σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο γιος μόλις την βρήκε, την θαύμασε και ένοιωσε την καταστροφική της δύναμη. Την φόρεσε και ένοιωσε πως έσπερνε τον φόβο στο πέρασμά του.
Από όπου περνούσε οι άνθρωποι γέμιζαν με κακία, έχαναν το γέλιο τους, την χαρά τους, την διάθεση για παιχνίδι, για αγάπη, για ζωή.
Η γιαγιά του Γιώργη έχασε τα δυο μοναδικά της δόντια και ο παππούς της Άννας έχασε τις 3 τελευταίες τρίχες που του είχαν μείνει στην κορυφή της κεφαλής του.
Τα παιδιά στο σχολείο έχασαν το γέλιο τους και όλο καυγάδιζαν.
Ο Νικόλας, η Μαρία, ο Ζήσης και η Καίτη ανέβασαν πυρετό.
Ο δάσκαλος και ο παπάς έβηχαν, ο γιατρός και ο χασάπης δεν μπορούσαν να ανασάνουν.
Ο γιος που βρήκε την κορώνα και την φόρεσε πάνω στα πλούσια μαύρα του μαλλιά, έχασε την μιλιά του.
Ο Πρόεδρος του χωριού έβγαλε φιρμάνι όλοι να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους. Κανείς να μην τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους.
Ο γιός δεν είχε πια ποιον να τρομάζει. Τα παιδιά δεν πήγαιναν σχολείο, οι μεγάλοι δεν πήγαιναν στις δουλειές τους.
Ο γιός έχασε την φωνή του, έχασε και την αξία της δύναμής του.
Κανείς δεν τον έβλεπε, οπότε δεν υπήρχε κανείς να τον φοβηθεί.
Πήγε μετανοιωμένος κλαίγοντας στην λίμνη και έψαχνε να βρει την καλή νεράιδα να ζητήσει βοήθεια. Φωνή δεν είχε να φωνάξει και να ακουστεί.
Τα δάκρυά του έπεσαν στην λίμνη και τότε ένα καβούρι ατρόμητο, ο Αριστείδης σωστός πολεμιστής βγήκε τρέχοντας από το νερό για να σωθεί, πρόταξε το στήθος του, σήκωσε ψηλά την δεξιά του δαγκάνα και είπε με φωνή δυνατή.
- Φύγε! Δεν έχεις χώρο εδώ! Είσαι παρείσακτος!
Ο γιος έκλαιγε και όλο έκλαιγε. Τα χόρτα, τα λουλούδια τα καλάμια μαράθηκαν μονομιάς. Τα δάκρυα του έσπερναν την καταστροφή.
Ο Αριστείδης ατρόμητος καθώς ήταν είπε με σταθερή φωνή.
- Είσαι καταστροφικός! Κανείς δεν σε θέλει! Κανείς δεν σε αγαπάει! Κανείς δεν σε φοβάται! Δες οι άνθρωποι μένουν προφυλαγμένοι στα σπίτια τους. Προσέχουν!
Εκείνη την ώρα που μια αληθινή τραγωδία βρισκόταν σε εξέλιξη, η καλή νεράιδα βγήκε πίσω από τις καλαμιές έτοιμη να δώσει ένα τέλος στον πόνο, τον φόβο, την καταστροφή.
Η καλή νεράιδα ήρθε διαβασμένη, είχε ξεφυλλίσει την σελίδα 14 του Χρυσού Βιβλίου που έγραφε όλα τα κρυμμένα μυστικά.
Έμαθε λοιπόν πως, αν όλα τα πλάσματα για 14 συνεχόμενες μέρες έχουν αγάπη στην καρδούλα τους, λογική στην σκέψη τους, θάρρος και δύναμη στην ψυχή τους, η κορώνα θα χάσει την δύναμη της θα πέσει από το κεφάλι του γιου και όλα θα γυρίσουν στον παλιό τους ρυθμό.
Τα πουλιά που άκουσαν αυτό το υπέροχο νέο από το στόμα της νεράιδας , το έστειλαν με ένας τους κελάηδισμα στον αέρα, και αυτός το πήρε και το ταξίδεψε σε Ανατολή και Δύση, σε Νότο και Βοριά.
Οι άνθρωποι αν και κλεισμένοι στα σπίτια τους έκαναν μια νοητή αλυσίδα αγάπης και πράγματι σε 14 ακριβώς μέρες σαν ο Ήλιος βγήκε από την Ανατολή, η κορώνα έπεσε από το κεφάλι του γιου και χάθηκε.
Ο γιος ξαναβρήκε την μιλιά του και κλαίγοντας ζήτησε συγχώρεση από όλο το χωριό.
Εκείνη η μέρα ήταν ξεχωριστή!
Λύθηκαν τα μάγια της κακιάς μάγισσας, ο γιος χωρίς την κορώνα στο κεφάλι του έκανε φίλους τα παιδιά, τα πουλιά, τον κάβουρα τον ατρόμητο Αριστείδη.
Η γιαγιά του Γιώργη δεν ξαναβρήκε τα δυο της μοναδικά δόντια μα και ο παππούς της Άννας δεν βρήκε τις 3 τρίχες του, μα ήταν όλοι αγαπημένοι και σφιχταγκαλιασμένοι βγήκαν από τα σπίτια τους και έστησαν ένα τρελό χορό.
Ο γιος που μέχρι τότε δεν είχε όνομα, βαφτίστηκε στην λίμνη. Νονοί του όλο το χωριό.
Το όνομα που του έδωσαν ήταν Ζώης για να θυμούνται όλοι την χαρά της ζωής που θεωρούσαν δεδομένη και που εξαιτίας του στερήθηκαν 14 ολόκληρες μέρες.
Ο Ζώης απόκτησε φίλους και νονούς και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα με αγάπη στις καρδιές μας, θάρρος και δύναμη στις ψυχούλες μας.