Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Είχε αγοράσει τούτο το μέρος και το διατηρούσε στην κατάσταση που ήταν μέχρι και την παραμικρή του λεπτομέρεια κι όλα αυτά για το αγόρι που ζούσε μέσα του. Ήθελε να φωνάξει το αγόρι που κρυβόταν φοβισμένο στην αποθήκη, να το προσκαλέσει να μπει μέσα στο σπίτι και να επανορθώσει. Ήθελε να πάρει την εκδίκησή του από ολόκληρη την πόλη – με τον δικό του τρόπο. Όμως αυτός ο Σανγκούν… είχε σκουντήσει εκείνο το θλιμμένο αγόρι και το ξύπνησε, το αγόρι που το κορόιδευαν όλοι, το αγόρι που ζούσε σιωπηλά σ’ εκείνη την αποθήκη χωρίς παράθυρα…».
Ο φόβος, η καταπιεσμένη οργή, η θλίψη, η απογοήτευση, η καθυστερημένη επιθυμία για ικανοποίηση της πληγωμένης αξιοπρέπειας και η άξαφνη υπενθύμιση ότι ο χρόνος της επίγειας παρουσίας ενός ανθρώπου έχει ορισμένη διάρκεια, αποτελούν την απαρχή της νουβέλας «Οι Κερασιές που Ήθελαν να Ανθίσουν» της Sun – mi Hwang που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα και σε μετάφραση της Αναστασίας Καλλιοντζή.
Η πολυβραβευμένη συγγραφέας, γνωστή κυρίως από τα έργα της «Η Κότα που Ονειρευόταν να Πετάξει» και «Ο Σκύλος που Τόλμησε να Ονειρευτεί», πραγματεύεται στο συγκεκριμένο αφήγημα την ιστορία ενός αγοριού που έμεινε ορφανό στην τρυφερή ηλικία των δέκα ετών και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, την Κορέα για να μετοικήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου υιοθετήθηκε από μια οικογένεια. Όντας πλέον ενήλικος άνδρας επέστρεψε και κατάφερε, μέσω της εργασίας του ως αρχιτέκτονας, να αποκτήσει μια μεγάλη περιουσία.
Πολλά χρόνια αργότερα, επιτυχημένος και πλούσιος, αλλά ηλικιωμένος και άρρωστος αποφασίζει να μετακομίσει στον Λόφο με τις Κερασιές που είναι η γειτονιά, όπου έζησε τους τελευταίους μήνες πριν τον θάνατο του πατέρα του και το μέρος όπου βίωσε την απόρριψη και τον εκφοβισμό από τους συνομηλίκους του.
Το νήμα της ιστόρησης ξετυλίγεται επομένως από αυτό το σημείο και μετά και ο αναγνώστης παρακολουθεί την ενδοσκόπηση και τη συναισθηματική μετάλλαξη ενός ανθρώπου που ξέρει καλά τη σημασία του πόνου.
Ακολουθώντας το μοτίβο της μικρής φόρμας αφήγησης – που υποβοηθά τον σύντομο, περιεκτικό λόγο που εστιάζει στην ουσία και αποτρέπει άλογους πλατειασμούς και περιττές επαναλήψεις – η δημιουργός αναδεικνύει τη δυστυχία που γεννά η λανθασμένη εντύπωση που ενδέχεται να προκληθεί από ένα τυχαίο περιστατικό ή από ελλιπή πληροφόρηση των γεγονότων. Χάρη δε στην εμπειρία της στη συγγραφή παιδικών βιβλίων, η Sun – mi Hwang αναλύει το δίπολο του καλού και του κακού δίχως υπερβολές και καταδεικνύει τις βραχυπρόθεσμες, αλλά και μακροπρόθεσμες συνέπειες του παιδικού εκφοβισμού τόσο για το θύμα, όσο και για τον θύτη.
Η ιστορία στη βάση της είναι απλή, αλλά συνάμα ανατρεπτική και αποτελεί ένα ψυχογραφικό ταξίδι και μια εναλλαγή ανάμεσα στο παρελθόν που παραμένει ζωντανό μέσω των αναμνήσεων και του παρόντος που διεκδικεί την αποδόμηση των ψευδαισθήσεων και την αποκατάσταση της αλήθειας όχι στην ιμπρεσιονιστική εκδοχή της, αλλά στη ρεαλιστική αποτύπωσή της.
Ως εκ τούτου είναι λοιπόν εμφανές ότι «Οι Κερασιές που Ήθελαν να Ανθίσουν» είναι ένα ουσιαστικό ανθρώπινο πόνημα που δεν επιχειρεί να ακολουθήσει την πεπατημένη οδό του «Τέλους καλού, όλα καλά», αλλά να προχωρήσει στην ουσία των πραγμάτων και να αναφερθεί σε όλα αυτά που η πλειονότητα συχνά προτιμά να σπρώχνει κάτω από το χαλάκι. Κατά συνέπεια δεν πρόκειται απλώς για την ιστορία ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει σταδιακά τα μυστικά που τον εμπόδισαν να συμφιλιωθεί με τα άσχημα περιστατικά της ζωής του, αλλά για ένα έργο που υπενθυμίζει ότι η λογοτεχνία αγγίζει τις ψυχές όλων ανεξάρτητα από τον χρόνο και τον τόπο στον οποίο εξελίσσεται.