Γράφει ο Ερμής:

Αργά το απόγευμα επέστρεφε καθημερινά η Μαρκέλλα από τη δουλειά της και αφού ετοίμαζε το λιτό της δείπνο, καθόταν μπροστά στο παράθυρο και το απολάμβανε, ενώ παρατηρούσε συγχρόνως τις κινήσεις στα απέναντι διαμερίσματα.

Για τη Μαρκέλλα αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή της ημέρας. Η στιγμή που βυθιζόταν στη σιωπή της μοναξιάς της και αναπολούσε τα χρόνια που είχαν περάσει.

Γλυκόπικρες αναμνήσεις για τα λάθη που έκανε, για τους ανθρώπους που έχασε, για τον δρόμο που αναγκάστηκε να επιλέξει. Και εκεί στο μικρό δυαράκι όπου κατοικούσε, σε μια πολυκατοικία με πενήντα διαμερίσματα, όπου δεν γνώριζε κανέναν από τους υπόλοιπους ενοίκους και ενώ διένυε ήδη την πέμπτη δεκαετία της ζωής της, τολμούσε να κοιτάξει επιτέλους την αλήθεια της και να συμφιλιωθεί με όσα προκάλεσαν τις πληγές της.

Ήταν μόνη λοιπόν. Μόνη σ’ ένα σκηνικό με άπειρους ηθοποιούς και κομπάρσους, όπου όλοι είχαν ταυτόχρονα τον ρόλο του θεώμενου στην αέναη επανάληψη σκηνών που ακόμη και αν δεν είχαν τους ίδιους πρωταγωνιστές, ταυτίζονταν τουλάχιστον σε αρκετές από τις λεπτομέρειες τους ή παρέπεμπαν έστω σε κοινά βιώματα.

Όπως το ζευγάρι στον τρίτο όροφο του απέναντι κτιρίου, όπου στεγαζόταν η σχολή χορού της οποίας ήταν ιδιοκτήτες.

Κάθε βράδυ, μόλις έφευγαν οι μαθητές, εκείνοι χόρευαν οι δυο τους. Κάθε βράδυ ο ίδιος χορός, ένα λικνιστικό τανγκό, ένα παιχνίδι ισορροπητικής ανεξαρτησίας και η υπενθύμιση μιας σχέσης αλληλεξάρτησης που μετέφερε τη Μαρκέλα αρκετά χρόνια πίσω.

Τότε που ήταν ακόμα είκοσι χρονών, που πίστευε στα όνειρα, που ήλπιζε ότι θα γινόταν κάποτε ευτυχισμένη και ότι θα αντάμωνε με την αγάπη.

Ενώ λοιπόν η Μαρκέλα κοιτούσε το ζευγάρι που χόρευε, η θολή και ξεθωριασμένη ανάμνηση του πρώτου και μοναδικού δικού της χορού της άπλωνε το χέρι και την τραβούσε στα μονοπάτια του παρελθόντος. Στα λόγια που δεν ειπώθηκαν και στις κινήσεις που δεν έγιναν. Οι πληγές της άνοιγαν ξανά και καθώς άρχιζαν να αιμορραγούν, η απαλή αίσθηση του φιλιού που δεν δόθηκε ποτέ, μετατρεπόταν τελικά στο ίαμα που την θεράπευε από τον πόνο των δακρύων.

Λίγα λεπτά αργότερα η μουσική σταματούσε και ενώ το ζευγάρι έσβηνε το φως και έφευγε από τη Σχολή, η Μαρκέλα απέμενε μπροστά στο παράθυρο με τη θύμηση του χαμόγελου που θα βάρυνε αιώνια την ψυχή της.

Συνταγή της Αμβροσίας: Γυριστρούλες

Υλικά:

2 φύλλα σφολιάτας

½ κιλό κιμά (ανάμεικτο με μοσχάρι, αρνί και χοιρινό)

50 γρ. κουκουνάρι

10 κάστανα

1 ξερό κρεμμύδι

Αλάτι – πιπέρι

2 ξύλα κανέλα

1 πρέζα κύμινο σε σκόνη

1 κρασοπότηρο λάδι

1 κούπα κίτρινα τυριά (τριμμένα)

2 αυγά

Εκτέλεση:

Ψιλοκόβουμε το κρεμμύδι και το βάζουμε σε μια κατσαρόλα μαζί με τον κιμά. Τα σοτάρουμε ελαφρά και στη συνέχεια προσθέτουμε 1 μεγάλο ποτήρι νερό και τα ξύλα κανέλας και τα αφήνουμε να βράσουν. Μόλις σωθεί το νερό, ρίχνουμε το αλάτι, το πιπέρι, το λάδι και το κύμινο και σοτάρουμε προσέχοντας να μην ξεραθεί ο κιμάς.

Αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και προσθέτουμε το κουκουνάρι και τα κάστανα τα οποία έχουμε βράσει, καθαρίσει και κόψει σε κύβους. Ανακατεύουμε καλά και μόλις κρυώσει το μίγμα, προσθέτουμε τα αυγά και τα τυριά. Ανακατεύουμε ξανά και στη συνέχεια μοιράζουμε τη γέμιση και την τοποθετούμε σε κάθε φύλλο σφολιάτας. Τυλίγουμε τα φύλλα σφολιάτας με τη γέμιση σε δυο ρολούς, τους αλείβουμε με γάλα και τους βάζουμε σε ελαφρώς λαδωμένο ταψί. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180ο C και όταν είναι έτοιμοι, τους κόβουμε σε λωρίδες και τους σερβίρουμε μαζί με πράσινη σαλάτα.

Illustration La Danse (1914), Georges Barbier.