Από την Ισμήνη Χαρίλα
Αφήγημα μυστηρίου, ψυχογραφική ανάλυση που πηγάζει από την εμβρίθεια της ανθρώπινης ψυχολογίας, κινηματογραφική απεικόνιση και λεπτομερειακή περιγραφή των χώρων αποτελούν το βασικό οικοδόμημα της γνώριμης γραφής της Αγκάθα Κρίστι που συναντάται και στο έργο της «Ν ή Μ» που επανακυκλοφόρησε τον προηγούμενο Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Ψυχογιός και σε μετάφραση της Κατερίνας Δουρίδα.
Το εν λόγω πόνημα που εντάσσεται κυρίως στα μυθιστορήματα κατασκοπικής λογοτεχνίας, την επίλυση του γρίφου αναλαμβάνουν ο Τόμας Μπέρεσφορντ και η σύζυγός του, η Προύντενς, ή όπως είναι γνωστοί ως ήρωες της Κρίστι, ο Τόμι και η Τάπενς.
Η συγγραφέας μεταφέρει λοιπόν τον αναγνώστη στην Άνοιξη του 1940 και στις απαρχές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου – μεσήλικες πλέον για τα δεδομένα της εποχής – ο Τόμι και η Τάπενς προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο για να συνεισφέρουν στον αγώνα εναντίον του Ναζιστικού Καθεστώτος. Οι πιθανότητες να υπηρετήσουν ως μάχιμοι, μοιάζουν ανύπαρκτες, αλλά άξαφνα καλούνται να εντοπίσουν δυο συνεργάτες του εχθρού. Με ξένη λοιπόν ταυτότητα, μεταβαίνουν ως άγνωστοι μεταξύ τους σ’ ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο και αναλαμβάνουν δράση.
Με ευρηματική μαεστρία, η δημιουργός ενοχοποιεί και ταυτόχρονα αθωώνει κατηγορηματικά καθέναν από τους δέκα βασικούς ήρωες και το ζεύγος Μπέρεσφορντ βρίσκεται, σχεδόν μέχρι το τέλος της αφήγησης, ενώπιον ενός δαιδαλώδους προβλήματος που φαίνεται ότι δεν έχει λύση. Τη δεδομένη στιγμή βέβαια η ομίχλη διαλύεται, τα ερωτήματα απαντώνται και το κάθε κομμάτι του παζλ βρίσκει τη σωστή του θέση.
Τα διακριτικά γνωρίσματα λοιπόν του ζεύγους, δηλαδή η παρατηρητικότητα, η αναλυτική ικανότητα, η επιφυλακτικότητα και η σύνεση του Τόμι αντιπαραβάλλονται στην παρόρμηση, τον αυθορμητισμό, την επιμονή και την τόλμη της Τάπενς, χαλκεύοντας ένα καλό δίδυμο ή όπως αναφέρει η ίδια η Τάπενς «μια κοινοπραξία» που τους βοηθά στις δυσκολίες.
Σε αντίθεση επομένως με τον Ηρακλή Πουαρό και τη Μις Μαρπλ, οι δυο αυτοί ήρωες «τσαλακώνονται» περισσότερο, έχουν μια τρωτή πλευρά που αποδέχονται ευκολότερα και παραχωρούν στον εαυτό τους το δικαίωμα του λάθους και της πρόσκαιρης αποτυχίας. Και αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό που ωθεί πολλούς αναγνώστες να θεωρήσουν ότι στο πρόσωπο της Τάπενς αντικατοπτρίζεται η ίδια η Αγκάθα Κρίστι. Ισχυρισμός που έχει άλλωστε μια ιδιαίτερα λογική βάση, αφού το συγκεκριμένο ζευγάρι μεγαλώνει, εξελίσσεται και προχωρά παράλληλα με τη συγγραφέα κατά τη διάρκεια της βιβλιογραφικής πορείας της.
Μιας πορείας κατά την οποία τα εξήντα έξι αστυνομικά μυθιστορήματά της παραμένουν σύγχρονα και διατηρούν αναλλοίωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, παρόλο που εκκινούν από μια κοινή συγγραφική ιδιοσυστασία και έχουν απεικονιστεί πολλάκις τόσο κινηματογραφικά, όσο και τηλεοπτικά.
Αυτό ακριβώς το γεγονός, είναι επομένως το στοιχείο που αποδεικνύει την ικανότητα της Κρίστι να απομονώσει, όσο ελάχιστοι άλλοι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο είδος, την εικόνα του αστυνομικού μυθιστορήματος ως φθηνό, εμπορικό και λαϊκό ανάγνωσμα και να προβάλλει την ποιοτική πτυχή του μέσω της δεξιοτεχνικής ανάδειξης των λεπτομερειών και της μυστηριακής αφηγηματικής πλοκής που βασίζεται σε αμιγώς λογοτεχνικά κριτήρια, δίχως να κουράζει ή να ταυτίζεται μ’ ένα κακέκτυπο επαναληπτικής αντιγραφής.