από την Μάρθα Πατλάκουτζα.
Σε ένα ασήμαντο στενάκι ανάμεσα σε δύο θεόρατα μεγαθήρια, που στην πόλη μου αποκαλούνται πολυκατοικίες, ο χώρος ανάμεσά τους δεν ήταν παραπάνω από δέκα μέτρα. Εκεί τη ματιά μου τράβηξε μια σειρά από τα πιο όμορφα δέντρα. Κοίταξα προς τα πάνω. Έπειτα από τα φράγματα των επτά ορόφων… μια ιδέα ουρανού με το ζόρι αχνοφαινόταν.
Τα δέντρα είχαν δημιουργήσει τη δική τους καταπράσινη συντροφιά σε πείσμα της έλλειψης χώρου και φωτός. Αναζητώντας εξηγήσεις η ματιά άρχισε να ψάχνει για κρυμμένα μυστήρια. Έπρεπε να χαμηλώσει πολύ, να βουλιάξει δέκα σκαλοπάτια μέσα στη γη. Ανάμεσα στα τετράγωνα πλακάκια υπήρχε ένας κήπος, όμορφος, περιποιημένος, ζωντανός κι ένα υπόγειο με δύο παραθύρια και δική του είσοδο, ξέχωρη από αυτή της πολυκατοικίας.
Μια γριούλα με ασημένια μαλλιά καθόταν ολομόναχη στον καναπέ. Η στάση του σώματος της αγέρωχη. Το βλέμμα της στραμμένο στην χαραμάδα γης. Μετρούσε τα βήματα των περαστικών. Ούτε θλίψη, ούτε πόθος, μόνο μια αδηφάγα διάθεση να ρουφά την παραμικρή κίνηση του κόσμου που μπορούσε μετά βίας να δει.
Υπόγειο ψυχής ή υπόγειο ζωής ήταν αυτό που αγκυροβόλησε τη γριούλα εκεί;
Παρά το γήρας, παρά τα σκαλοπάτια στη γη… η γριούλα είχε δημιουργήσει και φρόντιζε μια ομορφιά ξεχωριστή. Κι ας την προσπερνούν όλοι. Μάθαμε να κοιτάμε ψηλά, αλλά η ομορφιά και η αρχοντιά δεν γνωρίζει από υπόγεια….