Γράφει ο Ερμής:

Ο Ερνέστο ήταν ένα εικοσάχρονο αγόρι που αποφάσισε μια ημέρα να φύγει από τη μικρή πόλη, όπου κατοικούσε και να γνωρίσει τον κόσμο. Ξύπνησε λοιπόν ένα πρωί, μάζεψε τα πράγματά του, αποχαιρέτησε την οικογένειά του και ξεκίνησε το ταξίδι του με ελάχιστα χρήματα στην τσέπη του, αλλά με τεράστιο απόθεμα πίστης στην επίτευξη του σχεδίου του.

Επί δυο ολόκληρα χρόνια περιπλανιόταν από χωριό σε χωριό, από Πολιτεία σε Πολιτεία, από χώρα σε χώρα και σε κάθε τόπο φρόντιζε να αναζητά κάποια δουλειά, ώστε να κερδίζει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα παρατηρούσε, τριγυρνούσε και ανακάλυπτε κάθε κρυμμένο μυστικό της ιστορίας του μέρους, όπου είχε βρεθεί.

Κάποτε δούλευε σε ένα πανδοχείο και εκεί άκουσε δυο ταξιδιώτες να μιλούν για το χωριό της Κακίας.

«Γιατί το λένε έτσι;», ρώτησε αυθόρμητα και περίεργος για την ονομασία του χωριού.

«Επειδή σε αυτό το χωριό δεν συμβαίνει τίποτα καλό και οι κάτοικοι προσπαθούν μόνο να πληγώσουν ο ένας τον άλλο», του απάντησαν οι ξένοι.

«Αυτό είναι πολύ άσχημο», σχολίασε ο Ερνέστο. «Είναι όμως δυνατόν να συμπεριφέρονται όλοι με τον ίδιο τρόπο; Δεν υπάρχει κανείς που να επιζητά την ομορφιά και την καλοσύνη;», ρώτησε ξανά τους ταξιδιώτες.

«Ακόμα και αν βρεθεί κάποιος, οι υπόλοιποι τον διώχνουν. Πίστεψέ μας. Το χωριό της Κακίας είναι το χειρότερο μέρος για να βρεθεί κάποιος», είπαν εκείνοι και έφυγαν.

Ο Ερνέστο έμεινε μόνος και προβληματισμένος. Τα λόγια των ξένων είχαν εξάψει την περιέργειά του και ήθελε οπωσδήποτε να δει αυτό το χωριό που προκαλούσε τον φόβο σε όλους. Δίχως να χάσει λοιπόν καιρό, παραιτήθηκε από τη θέση του, μάζεψε ξανά τα πράγματά του και έφυγε με κατεύθυνση τον μυστηριώδη και αφιλόξενο αυτόν τόπο.

Δεκαπέντε ημέρες αργότερα έφθασε επιτέλους στον προορισμό του, αλλά το θέαμα που αντίκρισε, ήταν ακριβώς αυτό που του είχαν περιγράψει οι δυο ξένοι. Επρόκειτο για ένα άθλιο, βρωμερό χωριό με σκυθρωπούς ανθρώπους.

Μάταια ο Ερνέστο προσπάθησε να βρει δουλειά ή έστω ένα δωμάτιο για να περάσει τη νύχτα. Όλοι οι κάτοικοι ήταν αγενείς, τον κοιτούσαν με δυσπιστία και του έλεγαν να φύγει. Απογοητευμένος και μην έχοντας άλλη λύση, αναζήτησε καταφύγιο στο διπλανό δάσος.

Καθώς ήταν ήδη απόγευμα, ο ήλιος έχανε σταδιακά τη δύναμή του και η υγρασία γινόταν έντονη. Πεινασμένος και κουρασμένος, ο Ερνέστο κάθισε κάτω από τον κορμό ενός δέντρου, πήρε ένα κομμάτι ψωμί από το σακούλι του και άρχισε να το μασουλάει.

«Ποιος είσαι εσύ;», άκουσε τότε μια φωνή.

Ο Ερνέστο κοίταξε γύρω του, αλλά δεν είδε κανέναν.

«Ε!!! Ψιτ!! Εδώ, στο κλαδί», είπε ξανά η φωνή και καθώς ο Ερνέστο έστρεψε το βλέμμα του, είδε έναν κοκκινολαίμη.

«Εγώ είμαι ο Ερνέστο», είπε στο πουλί. «Εσένα πώς σε λένε;».

«Εγώ είμαι ο Κοκκινούλης. Πρώτη φορά σε βλέπω. Τι ζητάς στο δάσος;», ρώτησε ο κοκκινολαίμης.

«Ω!!! Είναι μεγάλη ιστορία», αποκρίθηκε ο Ερνέστο και εξήγησε στον Κοκκινούλη πώς ξεκίνησε η περιπέτειά του.

Ο κοκκινολαίμης άκουγε προσεκτικά και όταν ο Ερνέστο ολοκλήρωσε την αφήγησή του, του είπε.

«Νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσεις το ταξίδι σου. Οι ξένοι είχαν δίκιο. Δεν υπάρχει κανένα αξιοθέατο στο χωριό της Κακίας και δεν αξίζει ούτε καν για την εμπειρία να βρεθείς εκεί».

«Χμμ!! Αφού όμως ήρθα μέχρι εδώ, θα ήθελα τουλάχιστον να λύσω το μυστήριο και να καταλάβω από πού πηγάζει η κακία των κατοίκων. Μήπως υπάρχει κάποιο μέρος για να μείνω δυο –τρεις ημέρες;».

«Ας είναι. Αφού είσαι αποφασισμένος να ρισκάρεις, θα σε βοηθήσω», είπε ο Κοκκινούλης. «Θα σου δείξω μια σπηλιά που είναι άδεια και θα ειδοποιήσω τα υπόλοιπα πουλιά και τα ζώα του δάσους για την παρουσία σου, ώστε να μην σε πειράξουν».

Ο Ερνέστο σηκώθηκε και ακολούθησε λοιπόν τον Κοκκινούλη μέχρι τη σπηλιά, έτοιμος να ριχτεί στη μάχη μιας αναζήτησης που τον προκαλούσε να φθάσει μέχρι το τέλος, έστω και αν δεν ήξερε πού θα τον οδηγούσε.

Συνεχίζεται……….

Συνταγή της Αμβροσίας: Η πανίδα και η χλωρίδα συνταξιδεύουν

Υλικά:

10 φέτες χοιρινή σπάλα

1 μάνγκο

1 πράσινη λόλα

1 μωβ λόλα

1 κούπα σμέουρα

1 κούπα σταμναγκάθι

1 μεγάλη ρέβα

½ κούπα σπόροι ροδιού

Για τη σως

½ ποτήρι του κρασιού λάδι

½ φλιτζανάκι άσπρο ξίδι

½ φλιτζανάκι μπαλσάμικο ξίδι ροδιού

2 κουταλιές της σούπας πικάντικη μουστάρδα

Αλάτι

Πιπέρι

Εκτέλεση:

Πλένουμε το κρέας και το ψήνουμε τυλιγμένο σε σπόρους πιπεριών (μαύρο, κόκκινο, πράσινο και άσπρο). Μόλις κρυώσει, το κόβουμε σε κύβους.

Καθαρίζουμε το σταμναγκάθι, το πλένουμε και το ζεματίζουμε. Αντιστοίχως πλένουμε τα σμέουρα και τις λόλες. Κόβουμε σε κύβους το μάνγκο, ψιλοκόβουμε τις λόλες και τρίβουμε τη ρέβα.

Ετοιμάζουμε τη σως, βάζοντας όλα τα υλικά της σ’ ένα μπολ και ανακατεύοντας τα καλά.

Τοποθετούμε όλα τα υλικά σε μια μεγάλη σαλατιέρα, τα περιχύνουμε με τη σως και τα ανακατεύουμε.