Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Φανταζόταν ότι η ψυχή ήταν κάτι εκτυφλωτικό, μια σταθερή φωτεινή λάμψη, που όλοι έχουμε μέσα μας. Μέχρι να έρθει ο θάνατος να τη σβήσει.
Μια ζωή αργότερα συνειδητοποίησε φυσικά ότι η ψυχή του ανθρώπου στην πραγματικότητα είναι ένας ζοφερός τόπος. Πιο σκοτεινός δεν γινόταν. Μόνο με δική σου ευθύνη μπορούσες να πατήσεις το πόδι σου εκεί μέσα».
Βερολίνο 1946. Η Γερμανία, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, αγωνίζεται να ιάσει τις νωπές πληγές του πολέμου. Θύτες και θύματα, άνθρωποι που είχαν το δικαίωμα της επιλογής, άνθρωποι που αναγκάστηκαν να υπακούσουν, άνθρωποι που απλώς φοβήθηκαν να λάβουν θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, άνθρωποι που επιχείρησαν να μείνουν αμέτοχοι και αφέθηκαν να παρασυρθούν τελικά από το ρεύμα των εξελίξεων.
Όλοι αυτοί λοιπόν που κατάφεραν να παραμείνουν ζωντανοί, προσπαθούν να βρουν νέους κώδικες επικοινωνίας και να μάθουν ξανά να συνυπάρχουν, υπερνικώντας την αμφισβήτηση και τη δυσπιστία και μεταφέροντας στη λίμνη της λήθης τον πόνο, την αγωνία, τον τρόμο και τη δυστυχία που βίωσαν τα προηγούμενα χρόνια. Ανάμεσά τους κυκλοφορούν φυσικά εκείνοι που δεν δύνανται να σβήσουν τόσο εύκολα το ερεβώδες κομμάτι της προσωπικής τους ιστορίας και τα βιώματα που τους στιγμάτισαν είτε με τον έναν, είτε με τον άλλο τρόπο. Βιώματα που εξακολουθούν να τους καταδυναστεύουν και να διεκδικούν την ευεργετική δικαιοσύνη που στα μάτια τους αντικατοπτρίζεται όμως με την ανταποδοτική μέθοδο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού».
Φως που μάχεται ενάντια στο σκοτάδι, ζωή που ξεπηδά ανάμεσα από τα ερείπια και τα συντρίμμια, ελπίδα που λειτουργεί ως σωσίβιο σωτηρίας μέχρι το τέλος, όποιο και αν είναι.
Αυτό είναι συνοπτικά το σκηνικό, όπου διαδραματίζεται η τέταρτη υπόθεση του επιθεωρητή Οπενχάιμερ στο μυθιστόρημα του Harald Gilbers «Μαύρη Λίστα» που αποτελεί τη συνέχεια της σειράς Germania και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τον Βασίλη Τσαλή και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η υπόθεση αυτή καθ’ αυτή αφορά την επίλυση ενός γρίφου και την αναζήτηση ενός κατά συρροή δολοφόνου που δρα αποτελεσματικά και οργανώνει την εκτέλεση των εγκλημάτων του μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, παραμένοντας κρυμμένος στις σκιές και μακριά από την τσιμπίδα του νόμου. Όσο προχωρά η αφήγηση, ο επιθεωρητής Οπενχάιμερ και οι συνεργάτες του βρίσκονται επομένως αντιμέτωποι με πολλές δυσκολίες και κυρίως με τον χρόνο που «τρέχει» με εκπληκτική ταχύτητα, δίχως να τους αφήνει περιθώρια για λάθη, πισωγυρίσματα και καθυστερήσεις.
Σταδιακά ο συγγραφέας προχωρεί συνεπώς στην ανάπτυξη ενός αστυνομικού μυθιστορήματος που ενέχει όμως στοιχεία ιστορικό – οικονομικοκοινωνικής πλοκής και αναβιώνει μια μελανή περίοδο, ενώ αντιπαραβάλλει ταυτόχρονα τη νοοτροπία των ανθρώπων της υπαίθρου και των πόλεων, τη συμβολή των δώρων της Φύσης στην καθημερινή διαβίωση και την αιφνίδια ωρίμανση των ανηλίκων που καλούνται μέσα σε μια στιγμή να εγκαταλείψουν την παιδικότητά τους και να συμπεριφερθούν ως ενήλικες.
Τούτων δοθέντων, η κειμενική προσέγγιση επιλέγει εύλογα τον δρόμο της εκτεταμένης αφήγησης, βασιζόμενη κυρίως στην τριτοπρόσωπη γραφή, την κινηματογραφική απεικόνιση που οπτικοποιεί τα γεγονότα, τη βαθμιαία παρουσίαση των δεδομένων που οδηγούν στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ενόχου, τον ρεαλισμό που περιορίζει τη συναισθηματική υπερβολή και τον διττό προβληματισμό από τη μια πλευρά για το πρόσωπο του δολοφόνου και την αιτία της δράσης του, αλλά παράλληλα και γύρω από το θέμα της συγχώρεσης και την επανεκκίνηση του κοινωνικού ιστού μετά τη διάρρηξή του, αφού η απόσταση ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή δύναται ορισμένες φορές να είναι δυσθεώρητη.
Άλλωστε, όπως έγραψε και η Άννα Φρανκ στο ημερολόγιό της, όταν κρυβόταν από τη Γκεστάπο «κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί» ή όπως ορίζουν οι αρχές του Δικαίου «όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου».