Γράφει ο Ερμής:

Ήταν έξι ημέρες πριν την Πρωτοχρονιά και στο χωριό των ξωτικών επικρατούσε αναβρασμός, εξαιτίας της φήμης ότι η μεγάλη κλεψύδρα δεν είχε αδειάσει ακόμη.

«Ένας κόκκος!! Ένας κόκκος!!» επαναλάμβανε το ένα ξωτικό στο άλλο και με τρεμάμενη φωνή, αφού όλα ήξεραν ότι στην περίπτωση που η κλεψύδρα δεν έριχνε την άμμο, ο κόσμος τους θα διαλυόταν και θα χανόταν.

Επί πολλούς αιώνες, το χωριό των ξωτικών βρισκόταν θαμμένο κάτω από ένα υδάτινο πέρασμα. Τα χρόνια περνούσαν, οι άνθρωποι μετακινούνταν, η μορφή του επίγειου κόσμου μεταλλασσόταν, αλλά η παράδοση παρέμενε αναλλοίωτη και κάθε γενιά έτρεχε στο μικρό ρυάκι – που τώρα πια είχε μετατραπεί σε σιντριβάνι – πιστεύοντας ότι ήταν μαγικό και είχε τη δύναμη να πραγματοποιήσει τις ευχές της.

Με κάθε ευχή λοιπόν έπεφτε και ένας κόκκος άμμου από την κλεψύδρα της αιωνιότητας και η διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί μέχρι την τελευταία ημέρα του έτους για να συνεχίσει να υπάρχει το χωριό των ξωτικών. Φέτος ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που δεν είχαν πέσει όλοι οι κόκκοι και όπως ήταν εύλογο, τα ξωτικά είχαν ανησυχήσει.

«Δεν μπορούμε να μείνουμε άπραγοι», κατέληξε το Συμβούλιο των σοφών, αφού συζήτησε το πρόβλημα. «Οφείλουμε να καταλάβουμε τι συνέβη για να βρούμε τη λύση», είπαν.

Δίχως να χάσουν επομένως καιρό, πήγαν και ρώτησαν το περιστέρι που κοσμούσε το σιντριβάνι.

«Πέρασαν πολλοί άνθρωποι από εδώ», τους απάντησε εκείνο. «Στάθηκαν μπροστά μου, ψιθύρισαν τις ευχές τους και έπειτα έφυγαν χαμογελώντας και όντας σίγουροι ότι τα όνειρά τους θα πραγματοποιηθούν.

Ωστόσο, υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν ζήτησε τίποτα. Ένας άνθρωπος που το βλέμμα του μαρτυρούσε ότι η δυστυχία που ένιωσε κατά τη διάρκεια της ζωής του, του στέρησε την ελπίδα και την προσδοκία.

Αυτός ο άνθρωπος είναι συνεπώς ο κόκκος της άμμου που παραμένει ακίνητος στην κλεψύδρα».

«Τότε, πρέπει απλώς να περάσει κάποιος άλλος, να κάνει μια ευχή και το πρόβλημά μας θα λυθεί», συμπέραναν τα ξωτικά.

«Ω!!! Δεν είναι τόσο απλό», αποκρίθηκε το περιστέρι. «Οι κόκκοι ταυτίζονται με τους ανθρώπους. Άρα η μοναδική σας ευκαιρία είναι να βρείτε τον συγκεκριμένο άνθρωπο και να κάνει μια ευχή».

Τα ξωτικά άκουσαν τα λόγια του περιστεριού και όταν επέστρεψαν στο χωριό τους, ενημέρωσαν το Συμβούλιο που δυστυχώς επιβεβαίωσε τον κανόνα λειτουργίας της κλεψύδρας και ότι δεν είχαν καμιά άλλη επιλογή από τον εντοπισμό του αγνώστου.

Πώς μπορούσαν όμως να τον βρουν; Δεν είχαν το παραμικρό στοιχείο για την ταυτότητά του.

Αλλά ακόμα και αν τον έβρισκαν, πώς θα τον έπειθαν να κάνει μια ευχή, αφού δεν έπρεπε να τα δει;

«Να πάμε στην  Πηγή της Ελπίδας», πρότεινε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. «Εκείνη θα ξέρει ποιος δεν πίνει από το νερό της».

«Η Πηγή απέχει μια ημέρα από εδώ και αν στείλουμε κάποιον, θα χρειαστεί δυο ημέρες για να πάει και να επιστρέψει. Και αν υποθέσουμε ότι η Πηγή δεν μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε, τότε θα έχουμε χάσει άσκοπα δυο από τις πέντε ημέρες που μας υπολείπονται», αντέτεινε κάποιος από το Συμβούλιο.

«Σ’ αυτό θα βοηθήσω εγώ», προσφέρθηκε ο μάγος των ξωτικών. «Μαζί μ’ έναν εθελοντή, μπορώ να μεταφερθώ στην Πηγή μέσα σ’ ένα λεπτό και όλα θα γίνουν πολύ γρήγορα».

Τα ξωτικά δέχτηκαν την πρόταση με μεγάλη χαρά και έτσι ο μάγος μαζί με τον αντιπρόεδρο του Συμβουλίου διακτινίστηκαν στην Πηγή της Ελπίδας. Έναν τόπο που τους εξέπληξε με την παράλληλη αγριότητα και ομορφιά του.

Η Πηγή βρισκόταν σ’ ένα ξερό και άγονο τοπίο, όπου δέσποζαν μεγάλοι και απόκρημνοι βράχοι. Η ίδια ανάβλυζε μέσα από μια σχισμή στην άκρη ενός βράχου και το χρώμα της δεν ήταν διάφανο, αλλά πολύχρωμο και εκθαμβωτικά φωτεινό.

Ανά διαστήματα, έπεφταν μπροστά στο στόμιο της μικρές πετρούλες, αλλά τότε εμφανιζόταν ένας τεράστιος ελέφαντας και με τη μουσούδα του απομάκρυνε τις πέτρες, ώστε το στόμιο να παραμείνει ελεύθερο και ανεμπόδιστο.

Έκθαμβα τα ξωτικά, πλησίασαν όσο μπορούσαν και εξήγησαν στην Πηγή τον λόγο της παρουσίας τους.

«Βοήθησέ μας, σε παρακαλούμε!!!» είπαν και τότε, μέσα από το νερό, ξεπήδησε ένα λευκό παγώνι που δήλωσε στα ξωτικά.

«Γνωρίζω το άτομο που αναφέρατε. Ευτυχώς είναι ελάχιστοι που χάνουν την πίστη τους σ’ εμένα, παρόλο που οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι πολλοί εκείνοι που υποφέρουν. Ο άνθρωπος που ψάχνετε, ήλπιζε κάποτε. Ονειρευόταν και πάλευε για τους πόθους του. Βρήκε όμως τόσους τοίχους μπροστά του και τόσα εμπόδια που στο τέλος τίποτα δεν είχε νόημα.

Πάντως είναι καλός και συμπονετικός και αν μάθει τι συνέβη, θα προσπαθήσει να σας συνδράμει με κάθε τρόπο».

«Ναι, αλλά δεν πρέπει να μας δει. Θα ήταν καταστροφικό. ΑΧ!!! Τι θα κάνουμε;» ρώτησαν αναστατωμένα τα ξωτικά.

«Ορισμένες φορές μπορούμε να πούμε πολλά, χωρίς να πούμε απολύτως τίποτα», αποκρίθηκε το παγώνι και χάθηκε ξανά μέσα στο νερό, αφού πρώτα έδωσε στα ξωτικά τα στοιχεία του ανθρώπου που αναζητούσαν.

Τα ξωτικά διακτινίστηκαν ξανά πίσω στο χωριό τους και αφού μετέφεραν τη στιχομυθία τους με το παγώνι, ο μάγος είπε

«Το σκέφτηκα και κατάλαβα τι εννοούσε η Ελπίδα. Υπάρχει τρόπος να μάθει το πρόβλημά μας, δίχως να φανερωθούμε».

«Πώς;» ρώτησαν τα υπόλοιπα ξωτικά και ο μάγος εξήγησε ότι θα χρησιμοποιούσαν το παραμύθι και το όνειρο.

Το ίδιο βράδυ λοιπόν ο ίδιος και η παραμυθού του χωριού μεταφέρθηκαν με αόρατη μορφή στο σπίτι του αγνώστου και μόλις εκείνος αποκοιμήθηκε, η παραμυθού άρχισε να αφηγείται την ιστορία.

Ο άνθρωπος άκουγε και όταν ξύπνησε το πρωί, νόμιζε ότι όλα ήταν ένα όνειρο. Η ιστορία όμως τον είχε εντυπωσιάσει τόσο πολύ, που δεν έφυγε ούτε μια στιγμή από τη σκέψη του και γι’ αυτό, όταν πέρασε αργότερα το απόγευμα από το σιντριβάνι που βρισκόταν κοντά στο γραφείο του, στάθηκε μπροστά από το περιστέρι και συλλογίστηκε.

«Αν ήμουν εγώ ο άνθρωπος του ονείρου μου, δεν θα ήθελα να χαθεί το χωριό των ξωτικών και θα ευχόμουν με όλη μου τη δύναμη να έπεφτε και ο τελευταίος κόκκος άμμου».

Αυτή ακριβώς ήταν η ευχή που περίμεναν να ακούσουν τα ξωτικά και ναι!!

Μόλις ο άνθρωπος ολοκλήρωσε τη φράση του, έπεσε ο τελευταίος κόκκος και η κλεψύδρα της αιωνιότητας ήταν έτοιμη να δεχθεί τους κόκκους της νέας χρονιάς.

Τα ξωτικά ήταν πολύ χαρούμενα και καθώς κρυφοκοιτούσαν τον άνθρωπο που απομακρυνόταν με σκυμμένο το κεφάλι, υποσχέθηκαν ότι ένας από τους στόχους τους για τη νέα χρονιά, θα ήταν να του χαρίσουν την ευτυχία, για να καταφέρει να πιστέψει ξανά στην ελπίδα και το όνειρο, όπως πίστευε στα παραμύθια.

Συνταγή της Αμβροσίας: Το ποτό της ελπίδας

Υλικά:

1 κιλό κόκκινο, ξηρό κρασί

4 κούπες χυμό μανταρινιών

½ κούπα κονιάκ

4 κουτ. σούπας ζάχαρη

4 κουτ. σούπας χυμό λεμονιού

2 μανταρίνια (κομμένα σε λεπτές φέτες)

Εκτέλεση:

Ρίχνουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μπολ, ανακατεύουμε και βάζουμε το μπολ στο ψυγείο. Προτού σερβίρουμε, αδειάζουμε το ποτό σε κανάτα και προσθέτουμε παγάκια.