Γράφει ο Ερμής:
Ήταν η πρώτη βραδιά του νέου χρόνου.
Τα σύννεφα είχαν ελευθερώσει τον ουρανό από τις σκιές τους και τα αστέρια έλαμπαν.
Οι άνθρωποι είχαν ξεχυθεί στους δρόμους, έτρεχαν, γελούσαν και διασκέδαζαν, ελπίζοντας ότι ο νέος χρόνους θα τους αποζημίωνε πλουσιοπάροχα για τις δυσκολίες του προηγούμενου.
Διέγραφαν επομένως το χθες και ατένιζαν το αύριο, διεκδικώντας την υλοποίηση των προσδοκιών τους. Όλοι, εκτός από ένα παιδί. Ένα παιδί που διέκρινε ακόμα τον δράκο που δεν είχε χαθεί από τις ζωές τους.
Η φιγούρα του είναι αλήθεια ότι είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, αλλά εκείνος εξακολουθούσε να βρίσκεται κοντά τους. Ανέπνεε και όσο θα εξακολουθούσαν να ακούγονται οι χτύποι της καρδιάς του, θα παρέμενε ζωντανή και η απειλή του.
Το παιδί διατηρούσε άλλωστε αναλλοίωτη στη μνήμη του, τη μορφή του την πρώτη φορά που τον αντίκρισε. Ογκώδης, πανύψηλος, με τεράστια μάτια και ένα μεγάλο στόμα από το οποίο ξεπηδούσαν πελώριες φλόγες.
Ο τρόμος παρέλυσε όσους τον είδαν και εκείνος, ικανοποιημένος, στράφηκε και τους είπε:
«Με φοβάστε!! Κι όμως. Δεν καταλαβαίνω γιατί, αφού δεν διαφέρω από τα αδέλφια μου. Είμαι απλώς ένας από τους πολλούς που πέρασαν από αυτόν τον κόσμο. Όλοι ήρθαν για να σας διδάξουν και να σας δείξουν τον σωστό δρόμο. Εσείς όμως αρνηθήκατε τη γνώση, αγνοήσατε τις συμβουλές τους και περιφρονήσατε τα δώρα τους. Έτσι, ήρθα εγώ για να συνεχίσω το έργο των προκατόχων μου και να σας προσφέρω μια νέα ευκαιρία. Η αποδοχή της είναι ξεκάθαρα δική σας επιλογή, αλλά αν εξακολουθήσετε να βαδίζετε στο σκοτεινό μονοπάτι, ο κάθε αδελφός μου που θα έρθει μετά από εμένα, θα είναι ισχυρότερος και απειλητικότερος».
Οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν και αφού δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν τον δράκο, κρύφτηκαν μέσα στα σπίτια τους και περίμεναν να φύγει.
Εκείνος όμως παρέμενε και κυνηγούσε όσους βρίσκονταν στο διάβα του.
Καθώς ο καιρός περνούσε, υπήρξαν τελικά ορισμένοι θαρραλέοι που τον παρατήρησαν, βρήκαν τους τρόπους για να προφυλαχθούν από το μένος του και σταδιακά δίδαξαν και τους υπολοίπους.
Η παρουσία του δεν τους τρόμαζε πλέον και καθώς τον απέφευγαν, άρχισαν να τον ξεχνούν, ενώ κάποιοι κατάφεραν ακόμα και να τον πληγώσουν.
Ο δράκος ήταν πια λαβωμένος και κοντά στο τέλος του. Του απέμενε ελάχιστος χρόνος, αλλά εκείνοι που θυμόντουσαν τα λόγια του, όπως το παιδί, ήξεραν πως η απειλή του ήταν αληθινή και ακόμα κι αν ο ίδιος χανόταν, θα υπήρχαν πάντοτε άλλοι δράκοι που θα γεννιόντουσαν μετά από αυτόν, χάρη στο πείσμα εκείνων που αρνούνταν να κοιτάξουν κατάματα τον ήλιο και το φεγγάρι.
Συνταγή της Αμβροσίας: Κρυμμένοι θησαυροί
Υλικά:
¾ άγλυκη σαντιγί
15 μικρές χρωματιστές μαρέγκες
10 αποξηραμένα βερίκοκα
½ κούπα αποξηραμένες φράουλες
½ κούπα αποξηραμένα βατόμουρα
½ κούπα αποξηραμένες παπάγιες
½ κούπα αποξηραμένο ιβίσκο
Άψητο φιστίκι Αιγίνης
Ζάχαρη άχνη
Φρούτα του δάσους
Εκτέλεση:
Κόβουμε τα φρούτα και σ’ ένα μεγάλο μπολ τοποθετούμε εναλλάξ σαντιγί και φρούτα μέχρι να τελειώσουν. Ρίχνουμε φιστίκι Αιγίνης και καλύπτουμε με σαντιγί. Τοποθετούμε τις μαρέγκες, πασπαλίζουμε με ζάχαρη άχνη και στολίζουμε με φρούτα του δάσους.