Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Στο Βαλς του Αποχαιρετισμού αναρωτιόμαστε: ο άνθρωπος αξίζει να ζει πάνω σ’ αυτήν τη γη; Δεν πρέπει μήπως να απελευθερώσουμε τον πλανήτη από τα νύχια του ανθρώπου;

Το να συνενώσω την ακραία σοβαρότητα του ερωτήματος με την ακραία ελαφρότητα της φόρμας, αυτό είναι ανέκαθεν η φιλοδοξία μου. Και δεν πρόκειται για μια φιλοδοξία καθαρά καλλιτεχνική. Η ένωση μιας επιπόλαιας φόρμας κι ενός σοβαρού θέματος αποκαλύπτει τα οράματά μας (εκείνα που διαδραματίζονται στα κρεβάτια μας, όπως κι εκείνα που παίζουμε πάνω στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας) σ’ όλη την τρομερή τους ασημαντότητα».

Το «Βαλς του Αποχαιρετισμού» είναι το τελευταίο έργο του Μίλαν Κούντερα που γράφτηκε στην Τσεχοσλοβακία και το πρώτο που εκδόθηκε στα γαλλικά το 1976 μετά την εγκατάστασή του στο Παρίσι.

Η ιστορία εξελίσσεται σε μια ορεινή λουτρόπολη, όπου προστρέχουν γυναίκες με προβλήματα γονιμότητας, ελπίζοντας ότι η θεραπευτική δύναμη των ιαματικών πηγών σε συνδυασμό με την αγωγή του γιατρού Σκρέτα θα τις οδηγήσει στην απόκτηση του πολυπόθητου μωρού.

Από τη μια πλευρά λοιπόν είναι αυτές οι γυναίκες και ο γιατρός που επιχειρεί να εφαρμόσει ένα δικό του σχέδιο ευγονικής και από την άλλη η Ρούζενα, μια νεαρή νοσοκόμα που μένει έγκυος από έναν διάσημο έγγαμο τρομπετίστα που αρνείται μετά βδελυγμίας την πιθανότητα να γίνει πατέρας.

Ανάμεσά τους, ήρωες που διευκολύνουν την αφήγηση και παράλληλα υποβοηθούν την ανάδειξη μιας πληθώρας θεμάτων που απασχολούν τόσο τον υπαρξιακό, όσο και τον φαινομενικό κόσμο και επικεντρώνονται στο προαναφερόμενο ερώτημα που έθιξε και ο ίδιος ο δημιουργός στο πόνημά του «Η Τέχνη του Μυθιστορήματος», δηλαδή στην έννοια της παρουσίας του ανθρώπου στη γη.

Καθώς το εν λόγω έργο γράφτηκε λίγα χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία και είναι το μυθιστόρημα με το οποίο αποχαιρέτησε ο Κούντερα την πατρίδα του, σημαντική θέση κατέχει το ζήτημα της πολιτικής και δη οι επιπτώσεις της συναίνεσης ή της επαναστατικότητας στο άτομο και κατ’ επέκταση στη διαμόρφωση της κοινωνίας.

Το συγκεκριμένο θέμα βέβαια δεν βαραίνει ολόκληρο το κείμενο, αλλά αφήνει περιθώριο στην ανάπτυξη έτερων προβληματισμών αναφορικά με τη θρησκεία και την αγάπη που εκδηλώνεται τόσο μέσω του θαυμασμού, της πίστης και της προσήλωσης, όσο και μέσω του φθόνου και της παραφοράς.

Παρόλο επομένως που η ιστορία της στην ολότητά της φαίνεται ότι έχει μια απλή δομή, εντούτοις η μαεστρία του συγγραφέα επιτυγχάνει μια πολυσυνθετική διαβάθμιση που δίνει χώρο στη φιλοσοφική θεώρηση και υπερθεματίζει ταυτόχρονα το ανατρεπτικό κλείσιμο της αυλαίας.

Εστιάζοντας δε στην ψυχογράφηση των ηρώων, μέσω των σκέψεων και των πράξεών τους, δεν αναλώνεται στις εξωτερικές περιγραφές, αλλά μεταφέρει το κέντρο βάρους στη συμπεριφορική τους υπόσταση, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τη βαθμιαία κορύφωση σε συγκεκριμένους χρόνους.

Τόσο τα συναισθήματα, όσο και οι καταστάσεις κάνουν λοιπόν έναν κύκλο, αρχίζουν και τελειώνουν όπως ακριβώς συμβαίνει με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου και γεννιούνται και πεθαίνουν αφήνοντας το άχρωμο ή λαμπερό στίγμα τους που καθορίζει το επόμενο στάδιο.

Όσον αφορά τώρα την αφηγηματική έκταση, θα πρέπει να ειπωθεί ότι αποφεύγεται η περιττολογία, αφού «για να συλλάβεις την πολυπλοκότητα της ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο, απαιτείται μια τεχνική της έλλειψης ή της συμπύκνωσης. Αλλιώς πέφτει κανείς στην παγίδα μιας μακρηγορίας δίχως τελειωμό (…). Στο τέλος της ανάγνωσης πρέπει να είναι κανείς σε θέση να ξαναθυμηθεί την αρχή. Αλλιώς το μυθιστόρημα γίνεται άμορφο».

Στο «Βαλς του Αποχαιρετισμού» πάντως όχι μόνο κάποιος θυμάται την αρχή, αλλά είναι τόσο έντονο το σύνολο του πονήματος που ο αναγνώστης καλείται να επιστρέψει στην πρώτη σελίδα αμέσως μόλις φθάσει στην τελευταία.