Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 5ο μέρος

Μετά την παρακολούθηση της Εσπεράντσας, ο Ερνέστο αποφάσισε να πάει μια βόλτα στο δάσος. Περπάτησε για αρκετή ώρα και όταν βρέθηκε κοντά στο ποτάμι, κάθισε στην όχθη του για να ξεκουραστεί.

Σκεφτικός, πέταξε μια πέτρα μέσα στο νερό και καθώς διέλυε το είδωλό του που καθρεφτιζόταν σ’ αυτό, άκουσε μια φωνή να του λέει:

«Συχνά η λύση ενός προβλήματος είναι απλώς η επισήμανσή του».

Ο Ερνέστο κοίταξε γύρω του και είδε έναν βάτραχο.

«Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε.

«Δεν έχει σημασία το όνομά μου», αποκρίθηκε εκείνος. «Είμαι απλώς ένας από τους κατοίκους του δάσους και καθώς έχω αρκετούς φίλους, έμαθα για το πρόβλημά σου. Αν θέλεις να βοηθήσεις το χωριό και την Εσπεράντσα, τότε πρέπει να τους υπενθυμίσεις τις πράξεις που τους οδήγησαν εδώ».

«Με ποιον τρόπο; Οι κάτοικοι είναι απρόθυμοι για συζήτηση και η Εσπεράντσα – ενώ την ημέρα μοιάζει τόσο καλοσυνάτη – διαθέτει μια νυχτερινή πλευρά που με τρομοκρατεί».

«Θα τους μιλήσεις τη νύχτα, όταν θα κοιμούνται. Ή μάλλον για να είμαι σαφής, δεν θα τους μιλήσεις εσύ, αλλά οι απεσταλμένοι σου».

«Δηλαδή;» ξαναρώτησε απορημένος ο Ερνέστο και ο βάτραχος του εξήγησε τι έπρεπε να κάνει.

Όταν του ανέλυσε όλες τις λεπτομέρειες, ο Ερνέστο δέχτηκε αναντίρρητα να ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες του πρόσφατου συμμάχου του και αφού τον ευχαρίστησε για τη βοήθειά του, επέστρεψε γρήγορα στη σπηλιά του, όπου βρήκε τον Κοκκινούλη και του αφηγήθηκε όσα είχαν συμβεί.

Στις 2:00 π. μ. λοιπόν και ενώ η Εσπεράντσα είχε τελειώσει το συνηθισμένο τελετουργικό της και όλοι κοιμούνταν, ο Ερνέστο και ο Κοκκινούλης έθεσαν σ’ εφαρμογή το σχέδιο του βατράχου.

Ανέβηκαν στον βράχο απέναντι από το χωριό και ο Ερνέστο τραγούδησε μια μελωδία που του είχε διδάξει ο βάτραχος. Με το άκουσμά της, χιλιάδες πυγολαμπίδες εμφανίστηκαν στον ουρανό και αφού ενώθηκαν αρχικά σε σχηματισμούς που αναπαριστούσαν τις μουσικές νότες, στη συνέχεια χωρίστηκαν και τρύπωσαν μέσα από τις καμινάδες, τα μισάνοιχτα παράθυρα και τις χαραμάδες στα σπίτια των κατοίκων του χωριού. Πλησίασαν τα κρεβάτιά τους, φώτισαν τα όνειρά τους και τους οδήγησαν στο πρόσφατο ή μακρινό παρελθόν που αναβίωσε εικόνες των μιαρών πράξεών τους.

Εικόνες για τις οποίες ένιωσαν άσχημα ή ντράπηκαν. Εικόνες που τους πόνεσαν και έγιναν οι λόγχες που τρύπησαν το σκληρό πυώδες περίβλημα της καρδιάς τους, επιτρέποντας στο δηλητήριο της κακίας να χυθεί στο σώμα τους.

Το τελευταίο όμως δεν το δέχτηκε και αντιδρώντας στον ανεπιθύμητο εισβολέα, αναλύθηκε σε καυτά δάκρυα που απέβαλλαν το δηλητήριο, λύτρωσαν τους ανθρώπους και συγχώρεσαν τις ενοχές τους.

Καθώς η διαδικασία προχωρούσε, κανείς δεν είχε ξυπνήσει και όλοι είχαν την αίσθηση ότι βίωναν απλώς την κατάσταση ενός ονείρου.

Ο Ερνέστο δεν σταμάτησε ούτε μια στιγμή να τραγουδά και οι μελωδικές νότες ταξίδευαν με τον αγέρα, ώσπου η Σελήνη καλωσόρισε την αυγή και οι πυγολαμπίδες – υπερήφανες για το έργο τους – έσβησαν το φως τους.

Το καλό είχε νικήσει ξανά το κακό και το πρώτο μέρος του σχεδίου είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία. Τώρα απέμενε όμως η δεύτερη και δυσκολότερη μάχη. Η Εσπεράντσα.

Συνεχίζεται……….

Συνταγή της Αμβροσίας: Ρανίδες λύτρωσης

Υλικά:

½ κούπα ανθός πράσινου τσαγιού του βουνού

2 ξύλα κανέλα

10 μοσχοκάρφια

1 μήλο

1 αστεροειδής γλυκάνισος

Φλούδες από 2 μανταρίνια

Εκτέλεση:

Πλένουμε το τσάι, τις φλούδες, το μήλο και κόβουμε το τελευταίο σε φέτες. Τοποθετούμε όλα τα υλικά σε μια τσαγέρα, την οποία έχουμε γεμίσει με νερό και τα βράζουμε.

Σερβίρουμε προσθέτοντας ζάχαρη ή μέλι ή κονιάκ ή κόκκινο ρούμι.