Από την Ισμήνη Χαρίλα

Η Μαίρη Γουόλστονκραφτ ήταν Αγγλίδα συγγραφέας που έζησε τον 18ο αιώνα και ήταν υπέρμαχος της γυναικείας ισότητας και χειραφέτησης. Παρόλο που η πορεία της ζωής της ήταν βραχύχρονη – απεβίωσε σε ηλικία τριάντα οχτώ ετών – το έργο της και οι απόψεις της γύρω από τη θέση των γυναικών στην κοινωνία έχουν απήχηση μέχρι σήμερα και διδάσκονται ως προάγγελοι του φεμινιστικού κινήματος.

Με βάση την παιδαγωγική και φιλοσοφική της θεώρηση, δημοσιεύτηκε το 1787 το πόνημά της «Σκέψεις περί εκπαίδευσης θυγατέρων» και το 1792 το σημαντικότερο έργο της «Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας» με το οποίο διεκδικούσε ισότιμη εκπαίδευση για τα αγόρια και τα κορίτσια.

«Εύχομαι οι γυναίκες να έχουν εξουσία όχι επάνω στους άνδρες, αλλά επάνω στον εαυτό τους», πρέσβευε και αυτή η ευχή της είχε αποτυπωθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα στη μοναδική ολοκληρωμένη νουβέλα της με τίτλο «Μαίρη, μια μυθοπλασία».

Ηρωίδα του συγκεκριμένου πονήματος είναι η Μαίρη, ένα κορίτσι που μεγάλωσε ουσιαστικά μόνο του και στη σκιά της μητρικής προσήλωσης στον αγαπημένο γιο. Μόνο όταν ο τελευταίος απεβίωσε, η μητέρα αποφάσισε να στρέψει το ενδιαφέρον της προς την κόρη της, παρόλο που εκείνη είχε ήδη διαμορφώσει την προσωπικότητά της μέσω της ανάγνωσης βιβλίων και της παρατήρησης του φυσικού κόσμου.

Λίγο προτού πεθάνει λοιπόν η μητέρα της ζήτησε από την Μαίρη να παντρευτεί έναν πλούσιο νεαρό που δεν είχε συναντήσει όμως ποτέ. Εκείνη – σεβόμενη τους οικογενειακούς θεσμούς και την τελευταία επιθυμία της μητέρας της – αναγκάστηκε να υπακούσει, αλλά αμέσως μετά τον γάμο τους ο άνδρας της την εγκατέλειψε για να επιστρέψει στις Πανεπιστημιακές σπουδές του. Τότε εκείνη, όντας ελεύθερη από τους συμβατικούς οικιακούς περιορισμούς, ταξίδεψε μαζί με την άρρωστη φίλη της, την Αν, στη Λισσαβώνα, όπου γνώρισε και ερωτεύτηκε τον επίσης ασθενή Χένρι.

Με αφετηρία επομένως το παραπάνω τρίπτυχο, η συγγραφέας ξεδιπλώνει στο εν λόγω έργο τις σκέψεις της γύρω από την κοινωνία και τη νοοτροπία της εποχής της. Η συνονόματη πρωταγωνίστριά της, όπως ακριβώς και η ίδια η δημιουργός, τόλμησε να υπερβεί τα εσκαμμένα και να δράσει αυτοβούλως, όχι μόνο στηρίζοντας οικονομικά την Αν, αλλά προχωρώντας σε προσωπικές επιλογές που δεν επιζητούσαν την έγκριση τρίτων.

Όπως έχει ήδη σχολιαστεί από κριτικούς, το κείμενο δεν δύναται να θεωρηθεί ότι φέρει λογοτεχνική βαρύτητα ως προς την ιστορία που πραγματεύεται ή τα λοιπά χαρακτηριστικά του. Ιδωμένο όμως με βάση την χρονική περίοδο και την χώρα στην οποία δημοσιεύτηκε, αλλά και σε συνάρτηση με τις απόψεις που διατύπωσε, έχει ιδιαίτερη αξία αφού πρωτοτυπεί και πραγματεύεται μια πρωτοποριακή στάση των γυναικών που τότε χαρακτηρίζονταν ως άβουλα όντα που παραδίδονταν οικειοθελώς στην χειραγώγηση των ανδρών.

Η Γουόλστονκραφτ συνεπώς παρουσιάζει αφενός τη γυναίκα που – σε αντιδιαστολή με άλλες εκπροσώπους του φύλου της που αρέσκονταν στην ανάγνωση συναισθηματικών αφηγημάτων – παλεύει να μορφωθεί και να αφαιρέσει τις παρωπίδες της και αφετέρου αναφέρεται στη δυνατότητα του ατόμου να ερωτευτεί όποιον επιθυμεί, υπονοώντας ακόμα και την πιθανότητα εκδήλωσης ερωτισμού ανάμεσα σε ομοφύλους.

Επηρεασμένη από τον Ζαν Ζακ Ρουσσώ και τη ρήση ότι «Η άσκηση των υπέρτατων αρετών τροφοδοτεί τη μεγαλοφυΐα» η οποία συμπεριλήφθηκε στην αρχή της νουβέλας της, η Γουόλστονκραφτ επιχειρεί να αντιπαραβάλλει την έννοια της μεγαλοφυΐας στις γυναίκες και δη στην επιτακτική ανάγκη ανεξαρτησίας και χειραφέτησής τους. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η διαφοροποίηση της συγγραφέως με τον Ελβετό φιλόσοφο, αφού εκείνος – τόσο στον «Αιμίλιο» και στην αναφορά της εκπαίδευσης που όφειλε να λάβει η Σοφία, όσο και στην ιστορία της σεμνότυφης, άτολμης και θρησκευόμενης Ελοίζ – που εκδόθηκε το 1761 – προάσπισε τη δεδομένη θέση της γυναίκας στο σπίτι και τον ρόλο που διαδραματίζει μέσα σ’ αυτό ως σύζυγος και μητέρα. Η Γουόλστονκραφτ όμως, απορρίπτοντας την ισχύουσα αντίληψη της εποχής της, οραματίστηκε ένα μέλλον για τις ομόφυλές της που τις οδηγούσε έξω από την οικιακή «φυλακή».

Κατά συνέπεια προανάγγειλε μια κατάσταση που βιώθηκε από τις γυναίκες αρκετές δεκαετίες αργότερα και έπειτα από πολλούς αγώνες. Σημαντικό όμως είναι να ειπωθεί ότι η Γουόλστονκραφτ δεν επιζήτησε τα άκρα, μήτε διεκδίκησε την υποτίμηση των ανδρών. Αντιθέτως επιθυμούσε την ισορροπία και κήρυττε ότι οι γονείς όφειλαν να αποδεχθούν τον ρόλο τους. Η εκπαίδευση και η αίσθηση αυτονομίας και ελευθερίας θα βοηθούσε τις γυναίκες να ανταποκριθούν καλύτερα στα καθήκοντά τους ως μητέρες, αφού θα διέθεταν τα κατάλληλα εφόδια για να διαπαιδαγωγήσουν σωστά τα παιδιά τους και να μην τα εγκαταλείπουν αποκλειστικά στις φροντίδες ξένων παιδαγωγών ή μοναστικών σχολείων. Επιπρόσθετα ήταν απαιτητό η οικογένεια να μην βασίζεται στη συνδρομή και στις αποφάσεις ενός, αλλά στη συνεργασία των δυο γονέων και στο αμοιβαίο ενδιαφέρον.

«Οι γυναίκες είναι εξίσου λογικές με τους άνδρες», εξηγούσε. «Αν είναι ανόητες, είναι γιατί η κοινωνία τις εκπαιδεύει να είναι άσχετες». Διακόσια είκοσι εννέα χρόνια αργότερα υπήρξαν πολλές φωνές και ενέργειες τόσο για την ποιότητα, όσο και για την εύκολη πρόσβαση στην εκπαίδευση. Τα ερωτήματα επομένως που προκύπτουν σήμερα είναι αν όντως όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη απολαμβάνουν αυτών των παροχών και εν συνεχεία αν έχουν συνολικά την επιθυμία και την ικανότητα να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα της παιδείας και των ευεργετημάτων της.