Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 6ο μέρος
Στην περίπτωση της Εσπεράντσας δεν μπορούσαν να βασιστούν στη μαγεία, αφού μια μάγισσα έχει τη δύναμη να αντιστέκεται σ’ αυτήν. Εξάλλου, εκείνη δεν είχε κάνει τίποτα άλλο από το να αντιδράσει σε ό,τι την πλήγωσε.
Ο Ερνέστο και ο Κοκκινούλης λοιπόν πήγαν στο σπίτι της και αυτήν τη φορά, αντί να σταθούν παράμερα, χτύπησαν την πόρτα.
Η Εσπεράντσα τους άνοιξε και καθώς το πρόσωπό της λουζόταν στο φως του φεγγαριού, έμοιαζε πανέμορφη. Ο Ερνέστο συστήθηκε και έπειτα της είπε:
«Θέλω να σου διηγηθώ μια ιστορία. Μια ιστορία που μοιάζει μ’ ένα άσχημο και τρομακτικό παραμύθι, αλλά που ελπίζω ότι θα έχει αίσιο τέλος».
Η Εσπεράντσα αφού τον κοίταξε προσεκτικά και διστακτικά, δέχτηκε να τον ακούσει και έτσι ο Ερνέστο με τον Κοκκινούλη προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού που ήταν περιποιημένο και ανέδιδε μια γλυκιά θαλπωρή.
Κάθισαν κοντά στο αναμμένο τζάκι και ο Ερνέστο αφηγήθηκε στην Εσπεράντσα όλα όσα είχαν συμβεί από τη στιγμή που έμαθε για την ύπαρξη του Χωριού της Κακίας.
Δίχως να κρύψει απολύτως τίποτα, της αποκάλυψε ακόμα και τη δράση των πυγολαμπίδων και όταν ολοκλήρωσε, της είπε:
«Τώρα είναι η δική σου σειρά να αλλάξεις. Ξέρω πως η κακία σε πληγώνει. Πόνεσες και ανταπόδωσες. Φθάνει όμως έως εδώ. Σβήσε το παρελθόν και δώσε μια ευκαιρία στο μέλλον».
Η Εσπεράντσα τον κοίταξε, αλλά δεν αποκρίθηκε. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και αμίλητη τους έκανε νόημα να φύγουν.
Απογοητευμένοι, ο Ερνέστο και ο Κοκκινούλης υπάκουσαν και επέστρεψαν στη σπηλιά, όπου περίμεναν να ξημερώσει.
«Ήταν άραγε όλα μάταια;» ρώτησε το πρωί ο Ερνέστο τον βάτραχο, αλλά ο τελευταίος τον συμβούλευσε να είναι υπομονετικός και να πιστεύει σε αυτό που μοιάζει αδύνατο να συμβεί.
Όντως, όταν αργότερα ο Ερνέστο πήγε στο χωριό, όλα είχαν αλλάξει. Οι κάτοικοι είχαν καθαρίσει τους δρόμους, τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, είχαν φυτέψει λουλούδια, ήταν φιλικοί, γλυκομίλητοι, γελούσαν και τραγουδούσαν.
Τίποτα δεν θύμιζε πλέον το Χωριό της Κακίας.
Τι συνέβαινε όμως με την Εσπεράντσα; Τι θα έκανε εκείνη; Αν τα μεσάνυχτα επαναλάμβανε το τελετουργικό της, τότε όλα θα επέστρεφαν στο μηδέν.
«Κανένας δεν αλλάζει, αν δεν το επιθυμεί ο ίδιος», του είχε επισημάνει ο βάτραχος και ο Ερνέστο ήξερε πως ήταν αλήθεια.
Ήλπιζε όμως και ευχόταν με όλες του τις δυνάμεις να τέλειωνε το κακό.
Όταν νύχτωσε, πήγε μαζί με τον Κοκκινούλη στον λόφο και περίμενε να δει τι θα συμβεί. Μήτε οι κάτοικοι όμως έβαλαν τα κλουβιά στα παράθυρα, μήτε η Εσπεράντσα εμφανίστηκε. Δεν συνέβη απολύτως τίποτα, ούτε εκείνη τη νύχτα, ούτε καμιά από τις υπόλοιπες που ακολούθησαν.
Ο Κοκκινούλης ήταν πολύ χαρούμενος, αλλά ο Ερνέστο παρέμενε επιφυλακτικός και αναρωτιόταν αν η Εσπεράντσα προετοίμαζε απλώς την αντεπίθεσή της.
Ώσπου μια εβδομάδα αργότερα, η Εσπεράντσα εμφανίστηκε στο χωριό και αποδείχθηκε ότι οι φόβοι του Ερνέστο ήταν αβάσιμοι.
Χάρη στα χρόνια που είχαν περάσει και στη διαγραφή των άσχημων γεγονότων από τη μνήμη των κατοίκων, κανείς δεν την αναγνώρισε. Για όλους ήταν μια όμορφη γυναίκα που κατοικούσε στο δάσος. Την καλοδέχτηκαν, την αγκάλιασαν, της φέρθηκαν ευγενικά, της άνοιξαν τα σπίτια τους και η καλοσύνη τους ίασε επιτέλους τις πληγές της.
Ο νους και η καρδιά της συγχώρεσαν τους κατοίκους και αφού συμφιλιώθηκε νοερά μαζί τους, έπαψε να είναι η μάγισσα του δάσους και μεταμορφώθηκε στη θεραπεύτρια που είχε το κατάλληλο βότανο ή γιατρικό για κάθε σωματική ή ψυχική ασθένεια.
Ο Ερνέστο είχε επιτύχει τον σκοπό του και το Χωριό της Κακίας έχασε τη φήμη του ως ένας άθλιος και δυστυχής τόπος και κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό, ούτε και το θυμόταν.
Στη θέση του υπήρχε πλέον το Χωριό της Φιλίας, της Καλοσύνης και της Αγάπης όπου κάθε άνθρωπος μπορούσε να βρει την Ηρεμία και την Ευτυχία.
Το προσωπικό παραμύθι του Ερνέστο είχε το αίσιο τέλος που ευχόταν και ύστερα από πολλά χρόνια περιπλάνησης βρήκε επιτέλους τον τόπο που έμελλε να γίνει η νέα του πατρίδα.
ΤΕΛΟΣ
Συνταγή της Αμβροσίας: Ανοιχτές αγκαλιές
Υλικά:
5 φύλλα κρούστας για πίτες
Εκτέλεση:
Κόβουμε κάθε φύλλο σε τέσσερα τετράγωνα κομμάτια και τοποθετούμε από ένα κομμάτι σε δέκα μικρές στρογγυλές βουτυρωμένες φόρμες. Αλείβουμε κάθε φύλλο με βούτυρο και τοποθετούμε από επάνω ένα δεύτερο φύλλο, φροντίζοντας οι άκρες να εξέχουν και να σχηματίζουν μικρά καλαθάκια. Αλείβουμε με βούτυρο και το δεύτερο φύλλο και ψήνουμε στον αέρα, στους 180ο C.
Μόλις τα «καλαθάκια» ροδίσουν, τα αφαιρούμε από τον φούρνο και τα αφήνουμε να κρυώσουν.
Στην συνέχεια τα ξεφορμάρουμε προσεκτικά, τα τοποθετούμε σε πιατέλα και τα γεμίζουμε με διαφορετικές σαλάτες (πχ γαριδοσαλάτα, κοτοσαλάτα, ντιπ γιαουρτιού με παντζάρι κλπ).