Από την Ισμήνη Χαρίλα
Κατά τη διάρκεια της ιστορίας υπήρξαν αρκετοί συγγραφείς που εκδιώχθηκαν, εξορίστηκαν ή τιμωρήθηκαν – ακόμα και με βαναυσότητα – εξαιτίας της θεματικής των βιβλίων τους. Εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου που είχαν το θάρρος να καταθέσουν με την πένα τους την άποψή τους για την κοινωνία της εποχής τους, εξοβελίστηκαν από τις Κυβερνήσεις ή ακόμα και από τους συμπατριώτες τους, οι οποίοι στερούμενοι του κριτηρίου της προσωπικής εκτίμησης των καταστάσεων, ακολουθούσαν τυφλά τη ρότα που τους υπεδείκνυαν οι άλλοι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ολοκαύτωμα των βιβλίων το 1933 στο Βερολίνο, αλλά και η έντονη λογοκρισία και η απαγόρευση κυκλοφορίας βιβλίων κατά τη διάρκεια ακόμα και του 20ου αιώνα σε διάφορες χώρες και ιδίως σ’ εκείνες όπου το καθεστώς δεν ανεχόταν φωνές ιδεολογικής αντίθεσης.
Συνδέοντας επομένως την άποψη του Βολταίρου – που υποστήριζε ότι η μοίρα των βιβλίων μοιάζει με αυτήν των ανθρώπων και ενώ ορισμένα από αυτά διακρίνονται, τα άλλα χάνονται μέσα στο πλήθος – με την εκτεταμένη προσπάθεια εκφραστικής φίμωσης, θα μπορούσαμε κάλλιστα να αναρωτηθούμε αν τελικά η δεύτερη συμβάλλει στην ανάπτυξη της μοναδικότητας ενός πονήματος και αν όντως η απήχηση του κειμένου ενισχύεται από την απαγόρευσή του.
Υπό το πρίσμα δε αυτής της προοπτικής, τίθεται αρχικά το ερώτημα αν η απουσία συνθηκών πολεμικής εναντίον ενός συγκεκριμένου βιβλίου και καταβαράθρωσης του δημιουργού θα συντελούσε στην αυξομείωση του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού και εν συνεχεία, αν ο φόβος της δυνητικής επιρροής του σε εκείνους που αδυνατούν να προχωρήσουν σε ώριμη και αντικειμενική κριτική καταστάσεων και γεγονότων, θα συνέβαλλε στην απήχησή του.
Από την άλλη βέβαια πλευρά και μνημονεύοντας εκ νέου τον Γάλλο φιλόσοφο και Διαφωτιστή, ο σεβασμός στην άποψη του έτερου ατόμου οφείλει να είναι δεδομένος ακόμα και στην περίπτωση διαφωνίας.
Αναπτύσσεται επομένως το πλέγμα μιας ρητορικής που ενέχει πολλές διακλαδώσεις και συναντάται και στην απαρχή του μυθιστορήματος «Όσα κρατήσαμε κρυφά» της πρωτοεμφανιζόμενης Αμερικανίδας συγγραφέως Λάρα Πρέσκοτ που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση του Γιώργου Μπαρουξή.
Θεματικός πυρήνας του έργου είναι η συγγραφή του πασίγνωστου μυθιστορήματος «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και τα γεγονότα που συνέβησαν πριν και μετά την έκδοσή του. Ως εκ τούτου η ιστορία τοποθετείται χρονικά στα μέσα του 20ου αιώνα και διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο στη Σοβιετική Ένωση και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
Από τη μια πλευρά είναι λοιπόν η Όλγα Ιβίνσκαγια – μούσα και ερωμένη του διάσημου συγγραφέα Μπόρις Παστερνάκ – που συλλαμβάνεται και φυλακίζεται για να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για τη διακοπή πνευματικής «κυοφορίας» του προαναφερόμενου βιβλίου – που έμελλε να χαρίσει στον δημιουργό του το Νόμπελ Λογοτεχνίας – λόγω της κριτικής που ασκούσε στην Οκτωβριανή Επανάσταση.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν δυο πράκτορες της CIA, η Σάλι και η Ιρίνα που αναλαμβάνουν να αποκτήσουν κρυφά το χειρόγραφο, όταν ολοκληρωθεί, να το τυπώσουν και να το κυκλοφορήσουν λαθραία στη Σοβιετική Ένωση.
Η Πρέσκοτ που – όπως αναφέρει στο επιλογικό της σημείωμα – προχώρησε σε εκτεταμένη έρευνα της υπόθεσης και συμβουλεύτηκε και τα υπομνήματα της επιχείρησης «Ζιβάγκο» που έδωσε η CIA στη δημοσιότητα, επιχειρεί να αναπαραστήσει σταδιακά τις συνθήκες που επικρατούσαν σε δυο χώρες με εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις.
Δυο χώρες με μεγάλο μερίδιο εξουσίας στις αποφάσεις εξέλιξης του πλανήτη, όπου η απαγόρευση έκφρασης, η λογοκρισία και ο περιορισμός κινήσεων αντιπαρατίθενται στην ελευθερία, ενώ στο κυνήγι επικράτησης δεν κερδίζει πάντοτε ο δίκαιος ή ο αθώος, αλλά αυτός που κινείται είτε έξυπνα, είτε δόλια και υποχθόνια.
Η Πρέσκοτ δίνει πρωτοπρόσωπη φωνή στους ήρωές της – εκτός από τον Παστερνάκ – και η ιστορία διηγείται μέσω αυτών, ενώ ενίοτε παρεμβαίνει και ένας αφηγητής. Παρά το γεγονός πάντως της παράλληλης αφήγησης από διάφορα πρόσωπα, δεν παρατηρούνται φαινόμενα επανάληψης και ο ρυθμός συγχρονίζεται με τους ήχους των πλήκτρων μιας γραφομηχανής που αποτελεί το βασικό αντικείμενο ενασχόλησης της Ιρίνα που πρωτοπροσελήφθη στην Υπηρεσία ως δακτυλογράφος, αλλά και το μέσο που χρησιμοποιούσαν εν γένει οι συγγραφείς εκείνης της περιόδου.
Μια γραφομηχανή άρα που λειτουργεί συμβολικά και διττά, όντας το όργανο που μεταφέρει τις λέξεις στο χαρτί, αλλά παράλληλα και το όπλο που γεμίζει με τις σφαίρες εκείνου που τις δέχεται, όταν ο αντίπαλός του πιέσει τη σκανδάλη.
Στα πρόθυρα λοιπόν του Ψυχρού Πολέμου το αίμα που οι Ρώσοι χύνουν στα στρατόπεδα φυλάκισής τους, εξαιτίας της πίστης τους στην ελεύθερη έκφραση ιδεών, ανακατεύεται με το εβένινο ποτάμι του μελανιού που διαχέεται από τα αντίτυπα του βιβλίου που διανέμουν οι Αμερικανοί.
«Τα βιβλία έδειχναν πως τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα μπορούν να δημιουργηθούν μόνο σε συνθήκες γνήσιας ελευθερίας (…). Οι Ρώσοι εκτιμούσαν τη λογοτεχνία όσο οι Αμερικανοί εκτιμούσαν την ελευθερία (…). Να καταλάβουν οι Σοβιετικοί πως η ίδια η κυβέρνησή τους τούς εμπόδιζε να βγάλουν τον επόμενο Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι και πως η τέχνη μπορεί να ακμάσει μόνο σε μια ελεύθερη χώρα – ότι η Δύση είχε γίνει η βασίλισσα των γραμμάτων. Αυτό το μήνυμα ήταν σαν να καρφώνεις ένα μαχαίρι στα πλευρά του Κόκκινου Τέρατος και να το στρίβεις στην πληγή».
Βασιζόμενη σε εξαιρετικές σκηνικές περιγραφές και δίχως να κουράσει τον αναγνώστη, η Πρέσκοτ παρακολουθεί τους ήρωές της κατά τη διάρκεια δυο περίπου δεκαετιών και αναλύει μέσω της αφηγηματικής ροής τον προβληματισμό της ιδεολογικής χειραγώγησης, διατηρώντας όμως τις κατάλληλες αποστάσεις υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας.
Τούτων δοθέντων, είναι προφανές ότι το «Όσα κρατήσαμε κρυφά» υπενθυμίζει ότι η φωνή και οι λέξεις που πηγάζουν από τη σκέψη είναι πανίσχυρες και γι’ αυτό δύνανται να σπείρουν τον φόβο. Άλλωστε όλες οι μεγάλες επαναστάσεις ήταν γεννήματα κηρυγμάτων του πνευματικού κόσμου και η ιστορία γράφεται διαχρονικά χάρη στις προσπάθειες πολλών ή λίγων, δίχως φυσικά να καταδεικνύει αμέσως το σημασιολογικό της αποτύπωμα. Ή όπως ανέφερε ο Μπόρις Παστερνάκ «Κανείς δεν φτιάχνει την ιστορία, ούτε την βλέπει να γράφεται, όπως δεν βλέπει κανείς το χορτάρι να μεγαλώνει».