Γράφει ο Ερμής:
Ήταν μια παγωμένη νύχτα του Απρίλη, όταν γεννήθηκε το μικρό κοριτσάκι.
Μια νύχτα δίχως αστέρια, είδε το φως του κόσμου η μικρούλα που ήταν γέννημα δυο ανθρώπων που δεν ήξεραν τι σημαίνει το καθήκον του γονέα.
Δυο εγωιστών που προχωρούσαν πάντοτε με πυξίδα το προσωπικό τους συμφέρον και τις επιθυμίες τους.
Το μωρό τους όμως ήταν όμορφο, ροδαλό, χαριτωμένο και κουνούσε τα χεράκια του, καθώς κοιτούσε ολόγυρα με τα μεγάλα γαλάζια ματάκια του, σε μια απόπειρα να κατανοήσει το νέο περιβάλλον.
Ήρεμο και πρόσχαρο από την πρώτη στιγμή της γέννησής του, μήτε έκλαιγε, μήτε παραπονιόταν, μήτε διεκδικούσε τη διαρκή παρουσία της μάνας του, λες και ήξερε ότι για εκείνη ήταν ένα ανεπιθύμητο και αναγκαστικό φορτίο.
Έτσι ήρεμο κα γλυκό ήταν, όταν ήρθαν οι Μοίρες για να ορίσουν το πεπρωμένο του, αλλά η Κλωθώ – βλέποντας πόσο αντίθετη ήταν η παρουσία του σε μια οικογένεια, όπου κυριαρχούσαν η κακία και το ψέμα – μπερδεύτηκε και δεν ήξερε ποια ήταν η σωστή απόφαση που έπρεπε να πάρει.
Ήταν τεράστιο το απόθεμα της υπομονής και της ευγένειας που διέκρινε σ’ εκείνο το κοριτσάκι και η Κλωθώ ήξερε πως αυτά τα εφόδια δεν θα το βοηθούσαν διόλου να αντιμετωπίσει τους κακόβουλους γονείς του.
Όφειλε λοιπόν εκείνη να του δώσει μια ευκαιρία για να ξεφύγει, αλλά καθώς το παρατηρούσε να κοιμάται γαλήνιο, ένα αγκάθι φθόνου λάβωσε την καρδιά της και σκέφτηκε πως εκείνο το βράδυ δεν είχε προσθέσει τίποτα δραματικό στις ιστορίες ων νεογέννητων που είχε ήδη επισκεφθεί με τις αδερφές της.
Έτσι, δίχως άλλους ενδοιασμούς, άρχισε να κλώθει το νήμα της και να τυλίγει το μωρό μέσα σ’ αυτό σαν μια αράχνη που παγίδευε το θύμα στον ιστό της.
Η Λάχεση την άκουγε και λυπόταν το κοριτσάκι που – μέσα σ’ ένα λεπτό – καταδικάστηκε σε μια ζωή που θα του χάριζε μόνο πόνο και δάκρυα.
«Δεν μπορεί», συλλογιζόταν «θα πει κάτι καλό η Κλωθώ. Θα ανατρέψει όλο αυτό το δυσοίωνο μέλλον και θα ανταμείψει την υπομονή και την αντοχή του μωρού στη σκληρή του μοίρα, αφού κάθε άνθρωπος δικαιούται λίγη ομορφιά και αγάπη».
Δυστυχώς όμως η Κλωθώ δεν άλλαζε γνώμη και όσο η Λάχεση παρέτεινε τη διάρκεια, ελπίζοντας ότι κάτι θα άλλαζε, τόσο εκείνη έκανε πια αφόρητη την καθημερινότητα της μικρούλας.
Ώσπου, η αφήγηση έφθασε πια στη στιγμή που το μωρό είχε πια γεράσει. Μια στιγμή που αύξανε απλώς το βασανιστήριό του, αφού δεν είχε βιώσει μήτε ένα λεπτό ευτυχίας.
Τότε η Λάχεση – μετανιωμένη για την καθυστέρησή της – έδωσε γρήγορα εντολή στην Άτροπο να κόψει το νήμα και να σταματήσει επιτέλους το μαρτύριο ενός ανθρώπου που η τύχη δεν θα στεκόταν ποτέ στο πλευρό του.
Ενός μωρού που είχε απλώς την ατυχία να γεννηθεί από αδιάφορους γονείς.
Συνταγή της Αμβροσίας: Μαύρη Μοίρα
Υλικά:
1 κιλό άγρια μαύρα μούρα
1 κούπα τσικουδιά (άοσμη και απαλή)
1 κιλό κονιάκ
1 ½ κούπα ζάχαρη
5 σπόροι τόνγκα
2 λοβοί βανίλιας
Εκτέλεση:
Καθαρίζουμε και πλένουμε τα μούρα. Σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα και κόβουμε τους λοβούς βανίλιας.
Τοποθετούμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.