Γράφει ο Ερμής:

Ήταν Άνοιξη και καθώς ο καιρός άλλαξε και το κρύο παραχώρησε τη θέση του στον ήλιο και τη ζέστη, τα χελιδόνια άρχισαν να επιστρέφουν στα μέρη που είχαν εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Επιδιόρθωσαν τις παλιές φωλιές τους, ξαναβρήκαν τους φίλους τους, τα περιστέρια και τους διηγήθηκαν τις ιστορίες που είδαν ή άκουσαν κατά τη διάρκεια της απουσίας τους.

Ιστορίες που άλλοτε ήταν όμορφες και αστείες και άλλοτε θλιβερές και γεμάτες πόνο.

Ανάμεσά τους όμως υπήρχε και μια ιστορία που συνδύαζε τη χαρά με τη λύπη και συνάμα την αδικία με την κακία.

Ο αφηγητής της ήταν ένα γέρικο χελιδόνι που είχε πολλές εμπειρίες και γι’ αυτό δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα.

«Είχα στήσει τη φωλιά μου», άρχισε να διηγείται στους φίλους του, «στη στέγη ενός κοσμηματοπωλείου και από μια χαραμάδα στα κεραμίδια, χάζευα συχνά τους πελάτες που έψαχναν να αγοράσουν και ενίοτε να πουλήσουν κάποιο κόσμημα.

Ένα πρωινό, μπήκε στο κατάστημα μια κοπέλα, περίπου είκοσι πέντε ετών. Μετρίου ύψους με μαύρα μαλλιά και μάτια και μια ολόλευκη επιδερμίδα που μου θύμισε τον χρωματικό συνδυασμό του είδους μου.

Πλησίασε τον ιδιοκτήτη, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα γαλάζιο κεντημένο μαντηλάκι που απίθωσε στην παλάμη της. Έπειτα το ξετύλιξε προσεκτικά και έδειξε στον κοσμηματοπώλη ένα δαχτυλίδι που στο κέντρο του είχε ένα σμαράγδι και περιμετρικά μικρά ζιργκόν.

Εκείνος, το πήρε, το εξέτασε με τον φακό του και το κοστολόγησε με μια τιμή που – από την έκφραση της κοπέλας – κατάλαβα ότι δεν την ικανοποίησε.

Παρά τους δισταγμούς της όμως και καθώς ο κοσμηματοπώλης έδειχνε αμετακίνητος στις προθέσεις του, η νεαρή γυναίκα υποχώρησε, πούλησε το δαχτυλίδι και έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, ωσάν να ντρεπόταν ή να ένιωθε ότι έχασε κάτι πολύτιμο που δεν θα ξανάβρισκε ποτέ.

Όταν έκλεισε η πόρτα, ο κοσμηματοπώλης έβαλε το δαχτυλίδι στην προθήκη και ύστερα πήγε στο γραφείο του που βρισκόταν στο βάθος του καταστήματος.

Τότε και καθώς δεν υπήρχαν άλλοι πελάτες, οι δυο υπάλληλοι άρχισαν να συζητούν χαμηλόφωνα.

Περίεργος και μαντεύοντας ότι αναφέρονταν στην κοπέλα, πλησίασα όσο περισσότερο μπορούσα στην χαραμάδα και τότε έμαθα την ιστορία του δαχτυλιδιού.

Μια ιστορία που ήταν το γέννημα μιας τρομερής και απαίσιας κατάρας.

Τριάντα χρόνια είχαν περάσει από τότε που πούλησε ο κοσμηματοπώλης αυτό το δαχτυλίδι και ο πρώτος αγοραστής ήταν ένας νέος που το χάρισε στη μέλλουσα γυναίκα του.

Δυστυχώς όμως η ευτυχία αυτού του ζευγαριού έμελλε να μην κρατήσει πολύ, αφού την καρδιά του νέου τη διεκδικούσε μια φθονερή και μοχθηρή γυναίκα, η οποία μόλις είδε το δαχτυλίδι που κοσμούσε το χέρι της αντιζήλου της και κατάλαβε ότι έχανε τον άνδρα που ποθούσε, έφριξε από το κακό της.

Τα μάτια της πετούσαν σπίθες και ενώ το κεφάλι της κόντευε να εκραγεί από τα νεύρα της, τα λόγια της ήταν πιο δολοφονικά και από ένα μαχαίρι.

«Εύχομαι να είναι καταραμένο το δαχτυλίδι σου», ούρλιαξε στην ανυποψίαστη κοπέλα. «Όση χαρά σου χάρισε, τριπλό πόνο και δάκρυα να σου φέρει».

Η μέλλουσα νύφη, αλλά και ο αγαπημένος της που στεκόταν δίπλα της και ο οποίος δεν είχε ιδέα για τις προθέσεις της γυναίκας αυτής που τον απόδιωχνε ακόμα και η παρουσία της, τρόμαξαν πολύ. Σύντομα όμως έπεισαν τους εαυτούς τους ότι επρόκειτο απλώς για μια έκρηξη ζήλειας και δεν έδωσαν μεγαλύτερη σημασία.

Αλλοίμονο όμως. Η κατάρα – παρόλο που ήταν άδικη – δεν αμέλησε τον προορισμό της και λίγους μήνες μετά τον γάμο φρόντισε να πραγματοποιηθεί.

Ένα ατύχημα ήταν αρκετό για να αναγκάσει τη νεόνυμφη να φορέσει τα μαύρα ρούχα της χηρείας. Το χαμόγελο κρύφτηκε πίσω από τους λυγμούς της και το δαχτυλίδι ξαναπουλήθηκε στον κοσμηματοπώλη για να καλύψει έκτακτες ανάγκες επιβίωσης.

Ο τελευταίος δεν άργησε να το πουλήσει σ’ έναν άλλο νέο που – δίχως να ξέρει την κατάρα που κουβαλούσε – το χρησιμοποίησε αντίστοιχα για μια πρόταση γάμου. Έτσι, η ιστορία επαναλήφθηκε ακόμα μια φορά και έπειτα ξανά και ξανά, αφού ο κοσμηματοπώλης – φιλοχρήματος καθώς ήταν – δεν σκέφτηκε ποτέ να το αφαιρέσει από την προθήκη του και να σταματήσει την κατάρα.

Η κοπέλα που εμφανίστηκε στο κατάστημα εκείνο το πρωινό, ήταν λοιπόν το τελευταίο θύμα του δαχτυλιδιού και οι δυο υπάλληλοι αναρωτιόντουσαν πόσο ακόμα θα πλήρωναν αθώοι το μίσος και την οργή μιας άγνωστης».

Συνταγή της Αμβροσίας: Χαρμολύπη

Υλικά:

1 μαρούλι

1 μωβ λόλα

Λίγη ρόκα

5 – 6 μεγάλα ραπανάκια

1 dragon

1 μικρό χταπόδι

1 κούπα κρουτόν

Για τη σος

1 φλ. καφέ λάδι

1/3 φλ. καφέ ξίδι μπαλσάμικο

Αλάτι

Πιπέρι

Εκτέλεση:

Πλένουμε και καθαρίζουμε το μαρούλι, τη λόλα, τη ρόκα και τα ραπανάκια. Καθαρίζουμε το dragon.

Κόβουμε τα ραπανάκια και το dragon σε κύβους, και βράζουμε σε νερό και ξίδι το χταπόδι, το οποίο αντιστοίχως κόβουμε σε μικρά κομμάτια.

Ετοιμάζουμε τη σος, ανακατεύοντας όλα τα υλικά σ’ ένα μπολ.

Τοποθετούμε όλα τα υλικά σε μια μεγάλη σαλατιέρα και τα ανακατεύουμε. Περιχύνουμε με τη σος, ανακατεύουμε ξανά και από επάνω ρίχνουμε τα κρουτόν.