Γράφει ο Ερμής:

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος μια χαριτωμένη και τσαχπινούλα κουνελίτσα που ήταν καλόκαρδη, φιλική και έσπευδε πάντοτε να βοηθήσει όποιον είχε κάποιο πρόβλημα.

Ενώ όμως έμοιαζε ανέμελη και ευτυχισμένη, βαθειά στην ψυχή της έκρυβε τη μεγάλη της λύπη, αφού δεν μπορούσε να αποκτήσει ένα δικό της μωρό.

«Αχ!! Γιατί να υστερώ από τις άλλες κουνελίτσες;» αναρωτιόταν. «Γιατί να μην μπορώ κι εγώ να κρατήσω στην αγκαλιά μου το δικό μου κουνελάκι;»

Το παράπονό της όμως δεν έβρισκε απάντηση και όσο κι αν ευχόταν να αλλάξει η κατάσταση και να πραγματοποιηθεί το όνειρό της, τίποτα δεν γινόταν.

Μια νύχτα που η κουνελίτσα καθόταν, ως συνήθως έξω από τη φωλιά της και έκλαιγε, είδε να την πλησιάζει μια αρκουδίτσα που μούγκριζε. Η κουνελίτσα τρόμαξε και δίχως να χάσει καιρό, κρύφτηκε στη φωλιά της και παρατηρούσε την αρκουδίτσα, η οποία κάθισε λίγο μακρύτερα και έτριβε στο χώμα τη μουσούδα της.

Από τις κινήσεις της, η κουνελίτσα κατάλαβε ότι πονούσε και καθώς δεν μπορούσε να τη βλέπει να υποφέρει, βγήκε από τη φωλιά και την πλησίασε.

«Τι έχεις αρκουδίτσα;» τη ρώτησε. «Πονάς;»

«Ωχ!! Ωχ!! ΠΟΝΑΩ!! ΠΟΝΑΩ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ!! Νομίζω ότι αυτές είναι οι τελευταίες μου στιγμές. Υποφέρω από το δόντι μου. Δάγκωσα το πρωί ένα άγριο κορόμηλο και από εκείνη τη στιγμή πεθαίνω από τους πόνους. Αχ!! Τι θα κάνω;» κλαψούρισε η αρκουδίτσα και συνέχισε να βογκάει.

«Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω. Περίμενε λίγο», αποκρίθηκε η κουνελίτσα και έτρεξε πάλι στη φωλιά της, από όπου επέστρεψε έπειτα από δυο λεπτά, κρατώντας ένα βαζάκι.

«Μην φοβάσαι», είπε στην αρκουδίτσα και της ζήτησε να της δείξει το δόντι που την πονούσε.

Εκείνη υπάκουσε και η κουνελίτσα, αφού έκοψε ένα ροδοπέταλο, πήρε με αυτό λίγη από την αλοιφή που είχε στο βαζάκι και κάλυψε το δόντι.

«Αυτό θα σε ανακουφίσει», είπε στην αρκουδίτσα και συμπλήρωσε ότι ήταν ένα σκεύασμα βοτάνων, ιδανικό για τον πονόδοντο.

Όντως λίγο αργότερα, η αρκουδίτσα είχε ηρεμήσει κάπως από τους πόνους της και κατάφερε ακόμα και να κοιμηθεί, ενώ η κουνελίτσα στάθηκε όλη τη νύχτα άγρυπνος φρουρός πλάι της και την πρόσεχε.

Όταν ξύπνησε το πρωί η αρκουδίτσα δεν πονούσε καθόλου και γεύτηκε με όρεξη τους καρπούς με το μέλι που της είχε ετοιμάσει η κουνελίτσα, δίχως να αισθανθεί την παραμικρή ενόχληση από το δόντι της.

Μόλις τέλειωσε το πρωινό της, ευχαρίστησε την κουνελίτσα που τη θεράπευσε και έπειτα τη ρώτησε πώς μπορούσε να της ανταποδώσει το καλό που της έκανε.

«Ω!! Μα εγώ δεν θέλω τίποτα. Μου αρκεί που νιώθεις καλά», αποκρίθηκε η κουνελίτσα και όντας πραγματικά χαρούμενη που κατάφερε να βοηθήσει ένα άλλο ζώο του δάσους, αποχαιρέτησε τη νέα της φίλη που επέστρεψε στη φωλιά της.

Παρόλο πάντως που η κουνελίτσα ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμούσε τίποτα, τα αστέρια του ουρανού ήξεραν ότι ποθούσε κάτι που ναι μεν δεν ήταν εύκολο να το αποκτήσει, αλλά σίγουρα το άξιζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, αφού είχε τεράστια αποθέματα στοργής και αγάπης που χάριζε απλόχερα σε όλους.

Δίχως δεύτερη σκέψη λοιπόν, αποφάσισαν ότι έπρεπε να την ανταμείψουν. Έτσι, όταν το ίδιο βράδυ η κουνελίτσα άρχισε να κλαίει και να παρακαλά για την υλοποίηση του ονείρου της, τα αστέρια ανέλαβαν δράση.

Ζέσταναν με το φως τους τα δάκρυα της κουνελίτσας που μούσκευαν το χώμα και εκείνα κύλησαν, ενώθηκαν μεταξύ τους και σχημάτισαν μια λιμνούλα.

Τότε η Πούλια έριξε πάνω στο ύδωρ των δακρύων, λίγη από τη σκόνη της και καθώς η λιμνούλα αποκτούσε μια ασημένια λάμψη, η Σελήνη – που είχε ενημερωθεί από τα αστέρια και είχε δεχθεί να τα βοηθήσει – κούνησε το ραβδάκι της και ωσάν ταχυδακτυλουργός, έβγαλε μέσα από τη λίμνη δυο στρουμπουλά και πανέμορφα λευκά κουνελάκια με ροζ μυτούλες.

Η κουνελίτσα – που είχε εντωμεταξύ καταλάβει ότι συνέβαινε κάτι περίεργο – παρακολουθούσε άναυδη τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά της.

«Ω!! Πόσο γλυκά και χαριτωμένα είναι αυτά τα κουνελάκια», σκέφτηκε, όταν τα είδε, αλλά πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, τα αστέρια – που είχαν διαβάσει τη σκέψη της – της ψιθύρισαν «Είναι τα μωρά σου κουνελίτσα. Ένα μικρό δώρο από εμάς για εσένα, επειδή είμαστε σίγουρα ότι θα γίνεις μια υπέροχη και τρυφερή μανούλα».

Η κουνελίτσα δεν μπορούσε να πιστέψει την καλή της τύχη και δίσταζε ακόμα και να πλησιάσει τα κουνελάκια, φοβούμενη ότι όλο αυτό ήταν ένα όνειρο που θα διαλυόταν με την παραμικρή της κίνηση.

Η Πούλια όμως που διέκρινε τους δισταγμούς της, τη διαβεβαίωσε ότι όλα όσα έβλεπε, ήταν αληθινά.

«Πάρε τα μωρά σου και πήγαινε στη φωλιά σου, κουνελίτσα», είπαν εν χορώ τα αστέρια, η Πούλια και η Σελήνη. «Εσύ είσαι η μαμά τους και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ», συμπλήρωσαν.

Ακούγοντας τα λόγια τους, η κουνελίτσα αναθάρρησε, πλησίασε τα κουνελάκια και τα χάιδεψε. Εκείνα κούρνιασαν αμέσως στην αγκαλιά της και καθώς ζέσταιναν με την ανάσα τους το πρόσωπο της μαμάς τους, η τελευταία άφησε να κυλήσουν ελεύθερα τα δάκρυά της που αυτήν τη φορά δεν πήγαζαν από λύπη και πόνο, αλλά από χαρά και ευγνωμοσύνη.

Συνταγή της Αμβροσίας: Μια λίμνη χαράς

Υλικά:

1 κιλό φρέσκα σύκα

1 κούπα ζάχαρη

¾ τσικουδιά (άοσμη και απαλή)

¾ βότκα

2 λοβοί βανίλια

Εκτέλεση:

Πλένουμε τα σύκα και τα κόβουμε σε τέσσερα κομμάτια (χωρίς να αφαιρέσουμε τη φλούδα). Κόβουμε τους λοβούς στη μέση και αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.