Από την Ισμήνη Χαρίλα

Δημοσιευμένο το 1922, το «Αμόκ», η σημαντικότερη νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, αναφέρεται στη συνάντηση δυο άγνωστων ανθρώπων κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με υπερωκεάνιο από τις Ινδίες προς την Ευρώπη και την εξομολόγηση του ενός εξ’ αυτών για όσα βίωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του ως γιατρός στην Ινδονησία.

Όπως και στη «Σκακιστική Νουβέλα» λοιπόν ο συγγραφέας επιλέγει για τον χώρο εκκίνησης του έργου ένα πλοίο που ταξιδεύει στη θάλασσα και ταυτόχρονα ακολουθεί το σύνηθες μοτίβο της μικρής αφηγηματικής φόρμας που συναντάται εν γένει στα πονήματά του, για να ξεδιπλώσει τα γεγονότα που αναστάτωσαν τη ζωή του γιατρού, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει άρον άρον στην Ευρώπη.

Επηρεασμένος δε από τη ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόιντ, ψυχογραφεί τον ήρωα και εξηγεί ουσιαστικά, μέσα από την ιστόρησή του, τους λόγους που καθοδήγησαν τις πράξεις του, ενώ παράλληλα, εναλλάσσει την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη γραφή, δημιουργώντας ένα επίπεδο αποστασιοποίησης του πομπού και του δέκτη που επιτρέπει κατά κάποιον τρόπο την ανάδειξη μιας κριτικής αντικειμενικότητας.

Ο όρος του Αμόκ – που συναντάται στην ψυχιατρική ως πολιτισμική ιδιαιτερότητα συγκεκριμένων λαών – περιγράφεται στην ομώνυμη αυτή νουβέλα ως «(…) πιότερο από μεθύσι. Είναι τρέλα. Ανθρώπινη λύσσα, για να μιλήσουμε πιο σωστά. Μια κρίση εγκληματικής μονομανίας, με την οποία καμιά αλκοολική τοξίνωση δεν μπορεί να συγκριθεί (…)».

Με βάση επομένως τη θεωρία ότι η συγκεκριμένη ψυχική ασθένεια εκδηλωνόταν στο παρελθόν εξαιτίας της απομόνωσης ορισμένων πρωτόγονων λαών από τον πολιτισμό, ο Τσβάιχ διευκρινίζει ότι ο ήρωάς του πέρασε ένα μεγάλο διάστημα σε μια απομακρυσμένη περιοχή, όπου στερήθηκε οποιαδήποτε επαφή με άλλους ανθρώπους του κύκλου του και με οποιαδήποτε πολιτισμένη εκδήλωση ή έκφραση που είχε συνηθίσει, όντας περιτριγυρισμένος από ιθαγενείς.

Από τη μια πλευρά λοιπόν είναι η αρχική απομόνωση του πρωταγωνιστή σ’ έναν έρημο, άγριο τόπο και η απότομη μετάβασή του σε μια πόλη που του παρέχει τη δυνατότητα να ξαναβρεί τη χαμένη κοινωνικότητά του και από την άλλη η μεταγενέστερη νέα απομόνωσή του στον περιορισμένο χώρο ενός πλοίου που διασχίζει τον απέραντο ωκεανό για να συναντήσει εν τέλει τη στεριά, το λιμάνι και τον πολιτισμό.

Παρατηρείται συνεπώς ένα εναλλακτικό παιχνίδισμα ανάμεσα στο χάος, την ερημιά, την αποξένωση, τον κόσμο, τον πολιτισμό, τη συντροφικότητα και ιδίως την έννοια του εγκλεισμού που δεν συνιστάται μόνο τοπογραφικά, αλλά ιδεολογικά και συμπεριφορικά, καθώς αναλύεται και ο παράγοντας της πρόθεσης, αλλά της συνήθειας στην προσαρμογή νέων συνθηκών.

Οι έντονες περιγραφές ταξιδεύουν νοερά τον αναγνώστη και αναπαριστούν το σκηνικό, όπου εξελίσσεται η ιστορία, ενώ το υδάτινο στοιχείο, που συναντάται και στα έργα του ρομαντισμού, λειτουργεί ως υπόβαθρο των ψυχολογικών μεταπτώσεων και της ιμπρεσιονιστικής αίσθησης του ασαφούς, άστατου και αμφιλεγόμενου συμπεράσματος, αναφορικά με την ερμηνεία των προθέσεων από την πλευρά των πρωταγωνιστών της ιστορίας, είτε είναι ο ήρωας που αφηγείται τα γεγονότα, είτε εκείνοι που μετέχουν εμμέσως στη διήγησή του.

Ο έρωτας ενυπάρχει με τη σημειολογική υπόσταση του πάθους και του απόλυτου που οδηγεί στην απελπισία, ενώ ο θάνατος και ιδίως η λύση των δεσμών με την εγκόσμια παρουσία μέσω της αυτοχειρίας, δεν απουσιάζουν ούτε και από το εν λόγω πόνημα του δημιουργού. Η παρουσία της φιλοσοφικής και υπαρξιακής αυτής διάστασης είναι βέβαια απολύτως δικαιολογημένη, αφού ήταν ένα θέμα που ταλάνιζε τον Τσβάιχ καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του και καθόρισε το τέλος του, μέσω της επιλογής του να αυτοκτονήσει.

Εν κατακλείδι θα μπορούσε συνεπώς να ειπωθεί ότι το «Αμόκ» αντιστοιχεί στον παραλογισμό, στο ανεκπλήρωτο, στην καταπιεσμένη επιθυμία που διεκδικεί με λάθος τρόπο την πραγμάτωσή της, στην εναντίωση σε όσα εγκλωβίζουν και περιορίζουν ή απλώς στην κατανόηση του καθήκοντος και την επιλογή αποδοχής ή απόρριψής του, αφού – όπως ανέφερε ο ίδιος ο Τσβάιχ – «Ναι, η αίσθηση του καθήκοντος έχει όρια… Εκεί όπου κανείς δεν μπορεί πια, δεν έχει τη δύναμη να το εκπληρώσει… εκεί είναι τα όριά του…».