Γράφει ο Ερμής:
Σήμερα είναι το Σάββατο του Λαζάρου και η Αμβροσία θυμάται όλες τις προετοιμασίες που έκαναν στην πατρίδα της, όταν ήταν μικρούλα.
Γιατί, είναι αλήθεια ότι δεν ζούσε ανέκαθεν στο παλάτι του Ζέφυρου και μεγάλωσε και εκείνη στον κόσμο των θνητών, όπως άλλωστε κι εγώ.
Φέτος είναι η πέμπτη χρονιά που θα γιορτάσουμε μαζί το Πάσχα και παρόλο που επαναλαμβάνει τις ίδιες ιστορίες από τις αναμνήσεις της, δεν βαριέμαι να την ακούω.
«Σήμερα όλα πρέπει να λάμπουν μέσα στο σπίτι», μου τονίζει.
«Έτσι έκαναν η γιαγιά μου και η μάνα μου και έτσι κάνω κι εγώ, παρόλο που ο Ζέφυρος δεν ξέρει από ήθη και έθιμα.
Όλα καθαρά και ούτε μια γωνιά με σκόνη.
Την παραμονή του Λαζάρου λοιπόν κόβαμε λουλούδια από τον κήπο μας και στολίζαμε μ’ αυτά μικρά ψάθινα καλαθάκια που τα αφήναμε στην αυλή όλη τη νύχτα για να μαζέψουν τη δροσιά της αυγής.
Το πρωί, ανήμερα του Λαζάρου, ξυπνούσαμε πολύ νωρίς, συγκεντρωνόμαστε σε μικρές παρέες και πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουμε τον Λάζαρο.
Έχε υπ’ όψη σου δε ότι μόνο τα κορίτσια έβγαιναν για τα κάλαντα. Τα αγόρια περίμεναν τη Μεγάλη Παρασκευή που στόλιζαν τον Σταυρό.
Χτυπούσαμε λοιπόν κάθε πόρτα της γειτονιάς και όλοι μας άνοιγαν χαρούμενοι και μας προσέφεραν ως ανταμοιβή δυο άσπρα αυγά.
Βλέπεις, τα χρήματα δεν περίσσευαν τότε και μόνο οι πλούσιοι συνήθιζαν να βάζουν στις χούφτες μας μερικά νομίσματα.
Δεν μας ένοιαζε όμως. Εμείς χαιρόμασταν με το τελετουργικό της ημέρας και φροντίζαμε να έχουμε τα ωραιότερα άνθη στο καλαθάκι μας και κυρίως να μην ξεχάσουμε τα λόγια από τα κάλαντα.

Τρεις εκδοχές υπήρχαν ανάλογα με την ηλικία μας και τα μικρά, μέχρι πέντε – έξι ετών, τραγουδούσαν
«Ήρθε ο Λάζαρος γιαγιά, το κοφίνι μου θέλει αυγά, τα χεράκια πενταρούλες, οι τσεπούλες κοκκοσούλες»,
ενώ τα μεγαλύτερα επέλεγαν ανάμεσα στις δυο ακόλουθες εκδοχές:
«Εις την πόλη Βιθυνία Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Κλαίνε για τον αδελφό τους και γλυκά τον καρδιακό τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον μοιρολογούσαν.
Την ημέρα, την τετάρτη, κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει.
Βγαίνει τότε και η Μαρία, έξω από τη Βιθυνία.
Εάν ερχόσουν Χριστέ μου, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας.
Έλα Μάρθα και Μαρία, να μου δείξεις τα μνημεία.
Σήκω Λάζαρε επάνω.
Πώς να σηκωθώ, Χριστέ μου, που είναι τα πόδια μου δεμένα, τα χεράκια σταυρωμένα;»
ή
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε κι άγρυπνος στις κορασίδες.
Κορασίδες μου σταυροσταθείτε, για να ακούσετε Λαζαροπάθη.
Πού είσαι Λάζαρε, πού είσαι αδελφέ μου;
Πού είσαι τρίκλωνε βασιλικέ μου;
Μέρες τέσσερις ήμουν στον Άδη, μέσα στο βαθύ πυκνό σκοτάδι,
να ‘μουν λεμονιά, να ‘μουν λεμόνι, να με φύτευαν σε περιβόλι,
να μου δίνανε λίγο νεράκι, που είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι».
Όταν πια δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι που να μην έχουμε χτυπήσει την πόρτα του, επιστρέφαμε στα δικά μας που μοσχοβολούσαν βούτυρο και βανίλια, αφού οι μαμάδες μας έψηναν τα πασχαλινά κουλούρια και τα Λαζαράκια.

Τα πρώτα τα έπλαθαν σε σχήμα οχτώ, βεντάλιας και κοτσίδας, ενώ στα δεύτερα έδιναν το σχήμα μικρού ανθρωπάκου, σταύρωναν τα χεράκια του, σχημάτιζαν με γαρύφαλλα τα μάτια, τη μύτη και το στόμα και όταν πια ψηνόταν και ξεφουρνιζόταν, έδεναν στον λαιμό του μια κόκκινη κορδέλα.
Εμείς, μόλις μπαίναμε στο σπίτι, τρέχαμε να βοηθήσουμε τις μαμάδες μας να στολίσουν τις πιατέλες και όλο και κλέβαμε και κανένα κουλουράκι, προσέχοντας όμως να μην μας δουν και μας μαλώσουν.
Βέβαια, ό,τι κι αν έλεγαν, ήταν τόσο αφράτα και μυρωδάτα τα κουλουράκια που ήταν αδύνατο να αντισταθούμε και να μην υποκύψουμε στον πειρασμό αυτής της παιδικής ατασθαλίας που ακόμα και σήμερα διατηρείται στη μνήμη σαν την ωραιότερη γευστική απόλαυση…».
Συνταγή της Αμβροσίας: Λαζαράκια
Υλικά:
250 γρ. βούτυρο (σε θερμοκρασία δωματίου)
1 ½ κούπα ζάχαρη
5 αυγά
Λίγη βανίλια
Αλεύρι που φουσκώνει μόνο του (όσο πάρει)
Εκτέλεση:
Σε μια μεγάλη λεκάνη χτυπάμε το βούτυρο με τη ζάχαρη, προσθέτουμε τα αυγά (3 ολόκληρα και 2 κρόκους), τη βανίλια και σταδιακά το αλεύρι, ώσπου η ζύμη να γίνει μαλακή, ώστε να μπορούμε να την πλάσουμε.
Κόβουμε τη ζύμη σε κομμάτια και πλάθουμε μικρά ανθρωπάκια στα οποία σταύρωνουμε τα χεράκια και σχηματίζουμε με γαρύφαλλα τα μάτια, τη μύτη και το στόμα.
Τα ψήνουμε σε βουτυρωμένο ταψί στους 180ο C και αφού τα ξεφουρνίσουμε και κρυώσουν, δένουμε στον λαιμό τους μια κόκκινη κορδέλα.