Γράφει ο Ερμής:

Πρωτομαγιά ήταν, όταν πρωτοσυναντήθηκαν η πασχαλιά και η πεταλούδα. Έλουζε η πρώτη τα άνθη της με τη χρυσόσκονη των ηλιαχτίδων και η δεύτερη πετούσε από λουλούδι σε λουλούδι, προσπαθώντας να βρει την καλύτερη θέση για να αναπαυθεί και να ξεκουράσει τα φτερά της.

Ώσπου, έφθασε στην πασχαλιά και θεωρώντας ότι τα άνθη της ήταν πολύ μαλακά, αλλά και αρκετά δυνατά για να την κρατήσουν, στάθηκε εκεί.

«Ω!! Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε χαρούμενη η πασχαλιά, μόλις την αντίκρισε, αλλά ενθυμούμενη ότι οι πεταλούδες είναι σιωπηλές, αποκρίθηκε μόνη της στην ερώτησή της.

«Συγγνώμη, ξέχασα ότι δεν έχεις φωνή. Ξέρω όμως ότι ακούς και γι’ αυτό θα ήθελα να σε παρακαλέσω να μην φύγεις. Μείνε κοντά μου. Νιώθω τόσο μόνη και θέλω λίγη συντροφιά. Δεν έχω φίλους, ούτε κανέναν για να μιλήσω και ο χρόνος μοιάζει να κυλάει άσκοπα, σαν να είναι κενός και δίχως νόημα.

Αν μείνεις, σου υπόσχομαι ότι δεν θα βαρεθείς καθόλου, γιατί έχω να σου πω πάμπολλες ιστορίες από όσα έχω δει και ακούσει σ’ αυτό το πάρκο.

Αν συμφωνείς, κούνα απλώς μια φορά τα φτερά σου και εγώ θα καταλάβω».

Η πεταλούδα ήταν αρκετά κουρασμένη και η ιδέα της φλυαρίας δεν την ενθουσίαζε και τόσο. Παρ’ όλα αυτά, βλέποντας την ανάγκη της πασχαλιάς για συντροφιά, δεν μπόρεσε να της αρνηθεί και έτσι κούνησε συναινετικά μια φορά τα φτερά της, απαντώντας μ’ αυτόν τον τρόπο θετικά στην απρόσμενη πρόταση του λουλουδιού.

«Θα καθίσω εδώ και όσο εκείνη μιλάει, εγώ θα κοιμηθώ λιγάκι», σκέφτηκε η πεταλούδα και βόλεψε όσο καλύτερα μπορούσε τα φτερά της. Σύντομα όμως και ακούγοντας την πασχαλιά να διηγείται την πρώτη της ιστορία, η περιέργεια και το ενδιαφέρον για την εξέλιξη των γεγονότων, έδιωξαν μακριά τη νύστα και αναζωογόνησαν τις κεραίες της.

Γιατί, είναι αλήθεια ότι η πασχαλιά ήταν εξαίρετη αφηγήτρια και οι ιστορίες της δεν περνούσαν απαρατήρητες από τους ακροατές της. Ιστορίες που άλλοτε ήταν θλιβερές, άλλοτε όμορφες, αστείες ή συγκινητικές και άλλοτε ασήμαντες για εκείνους που τις άκουγαν, αλλά καθοριστικές για εκείνους που τις είχαν βιώσει.

Η πεταλούδα άκουγε προσεκτικά και ενώ θαύμαζε την παρατηρητικότητα και τη μνήμη της πασχαλιάς που θυμόταν ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια, προσπαθούσε να συγκρατήσει και η ίδια κάτι από όσα της μετέφερε η νέα της φίλη.

Ήταν όμως τόσο πολλές οι διηγήσεις που στο τέλος δεν κατόρθωσε, παρά να απομνημονεύσει μόνο δυο από αυτές που της έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση και σχετίζονταν με την περίοδο του Πάσχα.

Η πρώτη ήταν μια ιστορία πόνου και μιλούσε για έναν άνθρωπο που, ενώ ήταν πάντα χαμογελαστός, τα μάτια του κουβαλούσαν άπειρα δάκρυα, αναμνήσεις όλων των στιγμών που τον λύγισαν και έσβησαν από την ψυχή του την ελπίδα.

Ευγενικός, ευχόταν στους γνωστούς και φίλους «Καλή Ανάσταση» και τους ευχαριστούσε για τις δικές τους ευχές, ξέροντας όμως πως η δική του προσωπική Ανάσταση δεν θα ερχόταν ποτέ. Η πιθανότητά της είχε χαθεί με μια καταστροφική ριπή του ανέμου που διέλυσε τα πάντα γύρω του και κυρίως την επιθυμία του να αγωνιστεί και να ελπίσει σ’ ένα καλύτερο αύριο.

Ανέπνεε, αλλά δεν ζούσε. Περπατούσε, αλλά ήταν νεκρός. Γελούσε, αλλά έκλαιγε. Φορούσε το προσωπείο που όφειλε να έχει και προχωρούσε, μετρώντας τις ημέρες της ισόβιας φυλακής του και του προσωπικού του Γολγοθά που ξεκίνησε τη στιγμή που πρωτοαντίκρισε το φως του κόσμου.

Η δεύτερη τώρα ιστορία που ξεχώρισε η πεταλούδα ήταν εντελώς αντίθετη από την πρώτη και αναφερόταν σε μια τρυφερή ιστορία αγάπης.

Σ’ ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που βρήκε στον φράχτη του σπιτιού του ανήμερα το Πάσχα ένα μπουκέτο με πασχαλιές και εξακολούθησε να το βρίσκει για τα επόμενα εξήντα χρόνια.

Ένα μπουκέτο πασχαλιές κάθε χρόνο ανήμερα το Πάσχα και εκείνη αναζήτησε μάταια τον ανώνυμο θαυμαστή της κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων.

Παντρεύτηκε, έγινε μητέρα και έπειτα γιαγιά και το μπουκετάκι αυτό εξακολουθούσε να υπάρχει σαν ένας συνδετικός κρίκος με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Ένα δικό της μυστικό, καλά κρυμμένο από όλους, αφού έτρεχε πάντα στην αυλή, προτού ξυπνήσει η οικογένειά της, για να το μαζέψει, να το βάλει σ’ ένα μικρό βάζο με νερό και να το δικαιολογήσει σε όλους, λέγοντας ότι απλώς «έκοψε λίγα άνθη από τον κήπο».

Η απορία της για τον αποστολέα δεν έπαψε ποτέ, όταν όμως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τον ανακαλύψει, συμβιβάστηκε απλώς με το γεγονός ότι μπορούσε να τον φαντάζεται και να εικάζει την ταυτότητά του.

Όσον αφορά τον άνδρα της, εκείνον τον αγαπούσε, ήταν ευτυχισμένη κοντά του και δεν ένιωσε ποτέ ότι τον προδίδει, αφού το μπουκετάκι της αντικατόπτριζε απλώς μια σκιά. Το φάντασμα κάποιου που ούτε η ίδια δεν μπορούσε να είναι σίγουρη ότι υπάρχει.

Μια κρυμμένη αγάπη που τη γέμιζε τρυφερότητα και η οποία, για ανεξήγητους λόγους σ’ εκείνη, αδυνατούσε να φανερωθεί.

Ένα ρομαντικό δώρο που, ακόμα κι όταν γέρασε, της θύμιζε ότι κάποτε ήταν νέα.

Συνταγή της Αμβροσίας: Πεταλούδες

Υλικά:

Για 24 μικρά στρογγυλά παντεσπανάκια

8 αυγά (χωριστά τα ασπράδια μαρέγκα)

300 γρ. ζάχαρη

300 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις

½ κ. γλ. μπέικιν πάουντερ

1 βανίλια

Για την κρέμα

½ λίτρο γάλα

1 ½ κρασοπότηρο ψιλό σιμιγδάλι

1 βανίλια

 2 αυγά

1 κ. σούπας βούτυρο

Για τη σαντιγί

1 κουτί κρέμα για σαντιγί (Ermol ή Morfat)

4 κ. σούπας ζάχαρη άχνη

Για το στόλισμα

Ζάχαρη άχνη

Χρώμα ζαχαροπλαστικής

Χρωματιστά κουφετάκια

Μακρόστενα κομματάκια από φρουί γλασέ (νεράντζι ή σύκο)

Εκτέλεση:

Ετοιμάζουμε τα παντεσπανάκια.

Σε μια λεκάνη χτυπάμε τους κρόκους με τη ζάχαρη, προσθέτουμε τη βανίλια και εναλλάξ τη μαρέγκα με το αλεύρι και το μπέικιν πάουντερ. Ανακατεύουμε απαλά και στρώνουμε σ’ ένα ταψί βουτυρωμένη λαδόκολλα. Βάζουμε το μίγμα σ’ ένα κορνέ και σχηματίζουμε 24 στρόγγυλες βάσεις παντεσπανιού. Ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο, στους 170ο C – 180ο C, περίπου 15΄- 20΄, έως ότου πάρουν ελαφρώς χρυσαφί χρώμα.

Ετοιμάζουμε την κρέμα.

Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε όλα τα υλικά της κρέμας και ανακατεύουμε, έως ότου το μίγμα πήξει, χωρίς όμως να είναι σφιχτό.

Ετοιμάζουμε τη σαντιγί.

Σε μια λεκάνη χτυπάμε την κρέμα με τη ζάχαρη άχνη, έως ότου γίνει ένα αφράτο μίγμα. Βάζουμε τη σαντιγί στο ψυγείο, για να παγώσει.

Στήνουμε το γλυκό.

Σε μια πιατέλα τοποθετούμε τα 12 παντεσπανάκια (η λεία πλευρά πρέπει να είναι στην κορυφή). Καλύπτουμε ελαφρά με κρέμα και κόβουμε τα υπόλοιπα 12 παντεσπανάκια στη μέση, ώστε να σχηματίσουμε τα φτερά. Στήνουμε όρθια και λοξά 2 φτερά σε κάθε παντεσπανάκι και με λεπτό κορνέ βάζουμε σαντιγί κάτω από τα 2 φτερά και στη μέση. Τοποθετούμε τα φρουί γλασέ, για να σχηματίσουμε τις κεραίες και στη μέση τα χρωματιστά κουφετάκια για να δημιουργήσουμε τη ραχοκοκαλιά της πεταλούδας. Ανακατεύουμε ζάχαρη άχνη με χρώμα ζαχαροπλαστικής και πασπαλίζουμε ελαφρά τα φτερά.