Από την Ισμήνη Χαρίλα

Το 1774 δημοσιεύτηκε το γνωστό πόνημα του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου». Ένα αυτοβιογραφικό έργο επιστολικής μορφής που περιγράφει τον ανέλπιδο έρωτα του νεαρού ομώνυμου πρωταγωνιστή για τη Λόττε, μια κοπέλα που παραμένει πιστή στον μνηστήρα της, τον παντρεύεται και διαλύει μεμιάς οποιαδήποτε ψευδαίσθηση θα μπορούσε να έχει ο άξαφνος διεκδικητής της αγάπης της, για πιθανή ανταπόκριση των συναισθημάτων του και ικανοποίηση του πόθου του.

Η Λόττε Κέστνερ λοιπόν, η ηρωίδα του Γκαίτε και η εξιδανικευμένη αυτή ερωτική μούσα, γίνεται και η βασική πρωταγωνίστρια στο έργο του Τόμας Μάν, «Η Λόττε στη Βαϊμάρη», που εκδόθηκε το 1939, δυο δηλαδή περίπου αιώνες μετά τον Βέρθερο.

Ο ήδη βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, Τόμας Μάν ξεκινά την αφήγηση από τη στιγμή που η ηλικιωμένη πλέον Λόττε επιστρέφει στη Βαϊμάρη και ταράζει την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας, όντας το κυριότερο θέμα συζήτησης και το άτομο που όλοι επιθυμούν διακαώς να συναντήσουν.

Μέσω της παρουσίας της, ο δημιουργός βασίζει την πλοκή στις συναντήσεις της Λόττε με διάφορους ανθρώπους που καταθέτουν την άποψή τους για τον διάσημο Γερμανό λογοτέχνη και αρχίζει τοιουτοτρόπως να φιλοτεχνεί ένα ψηφιδωτό σκέψεων και αναμνήσεων που σκιαγραφούν βαθμηδόν την προσωπικότητα του Γκαίτε, με ψήγματα υποκειμενικότητας που επιζητούν στοχασμούς αντικειμενικότητας και αποστασιοποίησης της απολυτότητας.

Όπως εύστοχα επισημαίνει άλλωστε ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης στο επίμετρο του βιβλίου, «υπάρχει μια εξέλιξη κατά την έκθεση των μορφών του πνεύματος, που είναι ανθρώπινες μορφές, από τις απλούστερες μορφές προς την ανώτερη και την τελειότερη, που είναι η μορφή του ίδιου του Γκαίτε».

Μέσω αδρών περιγραφών, πλούσιου λεξιλογίου και την επιλογή μακροπερίοδου λόγου επομένως, ο Τόμας Μάν καταθέτει ένα μνημόνιο του πνευματικού κόσμου και υποδηλώνει ακόμα μια φορά την άρτια γλωσσική του κατάρτιση, αλλά και το υψηλό γνωστικό του επίπεδο. Αξιοσημείωτο και αναμενόμενο είναι κατά συνέπεια το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ένα εύκολο ανάγνωσμα. Αντιθέτως απαιτεί χρόνο και μελέτη, αφού περιλαμβάνει άπειρα φιλοσοφικά σχόλια που γεννούν προβληματισμούς και διαλεκτικούς συλλογισμούς εικονικών ερωταποκρίσεων.

Ως εκ τούτου, δέον είναι να αναφερθεί στο σημείο αυτό και η σχετική σημείωση του μεταφραστή Θοδωρή Παρασκευόπουλου – στην πρόσφατη έκδοση του έργου στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πατάκη – που εξηγεί τη δυσκολία της μεταφραστικής διαδικασίας που είχε εντοπιστεί και από τον ίδιο τον Τόμας Μάν.

Η ζωή προβάλλεται λοιπόν σαν ένας ατέρμονος κύκλος, όπου το παρόν συναντά το παρελθόν και το γήρας τη νιότη, αφού το ταξίδι της Λόττε καθοδηγείται από την «ανησυχία (…) ανησυχία της ζωής από ένα άλυτο και απρόσμενα υπερμεγεθυμένο παρελθόν, την ακατανίκητη επιθυμία να το ξαναζωντανέψει και να συνδέσει κατά «εκκεντρικό» τρόπο μαζί του το παρόν».

Ανάμεσα σε όλες τις ιδέες που αναλύονται σχετικά με την τέχνη, τη θρησκεία, την πολιτική έκφραση και κυρίως τη στάση του ατόμου απέναντι στη θεώρηση του γίγνεσθαι και του είναι, συγκαταλέγεται επομένως και εκείνη για τη θέση του Γερμανικού λαού στον κόσμο, ο οποίος «αντί να αυτοπεριορίζεται, πρέπει να δεχτεί τον κόσμο μέσα του για να μπορέσει να επιδράσει στον κόσμο. Ο στόχος δεν πρέπει να είναι η εχθρική αποκοπή από άλλους λαούς, αλλά η φιλική συναναστροφή με όλον τον κόσμο, η διαμόρφωση των κοινωνικών αρετών, έστω και εις βάρος εγγενών συναισθημάτων, ακόμα και δικαιωμάτων».

«Η Γερμανία είμαι εγώ», είναι η φράση που αποδίδεται στον Γκαίτε και στο οπισθόφυλλο του μυθιστορήματος διευκρινίζεται ότι καθ’ ουσίαν είναι μια ρήση του ίδιου του Τόμας Μάν, ο οποίος την εποχή εκείνη ζούσε στο εξωτερικό ως εξόριστος και στερούμενος την ιδιότητα του Γερμανού πολίτη.

Ειλικρινής οπτική, ρεαλιστικός κυνισμός και μια ελαφρά δόση ειρωνείας, αφού «η ειρωνεία είναι ο κόκκος του αλατιού που κάνει το φαγητό να τρώγεται (…) και τίποτε δεν τρώγεται χωρίς την προσθήκη ειρωνείας, δηλαδή μηδενισμού».

«Όπως το παρελθόν μεταβάλλεται στο παρόν, ετούτο παραπέμπει σ’ εκείνο και παριστάνει το μέλλον, το οποίο καταστοίχειωνε ήδη και τα δύο. Μεταίσθηση, προαίσθηση – η αίσθηση είναι τα πάντα. Άσε ν’ ανοίξει το βλέμμα μας και τα μάτια μας να είναι ορθάνοιχτα για την ενότητα του κόσμου», δηλώνει ο Γκαίτε στη Λόττε κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνάντησής τους και συνοψίζει ουσιαστικά όλη την έννοια της ζωής και κατ’ επέκταση του ίδιου του έργου.

Ενός έργου που αναδεικνύει σε κάθε φράση του την πνευματικότητα που εκρέει από την εκφραστικότητα της ύπαρξης.