Γράφει ο Ερμής:
Ήταν η γιορτή της μητέρας και στο μεγάλο δάσος όλα τα ζωάκια έτρεχαν από νωρίς το πρωί για να προετοιμάσουν το πάρτι έκπληξη για τις μαμάδες τους.
Οι κάστορες έφεραν κορμούς δέντρων, τους ένωσαν και έστησαν το τραπέζι. Τα σκιουράκια και οι μαϊμουδίτσες μάζεψαν καρπούς και φρούτα, οι μελισσούλες έφεραν μέλι και οι αλεπουδίτσες στόλισαν το ξέφωτο με γιρλάντες από λουλούδια, ενώ τα ελάφια, οι λαγοί, οι λύκοι, οι αρκούδες, οι σκαντζόχοιροι, τα βατραχάκια, οι χελώνες και οι ασβοί προσέφεραν κάθε δυνατή βοήθεια για να τελειώσουν γρήγορα και να είναι όλα τέλεια.
Όσο για τα πουλιά, εκείνα ανέλαβαν το μουσικό κομμάτι της γιορτής και οι πεταλούδες περίμεναν το σύνθημα για να οδηγήσουν τις μαμάδες στον χώρο της γιορτής.
Όλα τα παιδιά του δάσους λοιπόν συμμετείχαν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Όλα, εκτός από ένα μικρό αρκουδάκι που στεκόταν μόνο του στο αντικρινό ύψωμα και παρακολουθούσε λυπημένο.
Ήθελε τόσο πολύ να κάνει και εκείνο έκπληξη στη μαμά του. Ήταν αδύνατο όμως, αφού η μαμά του είχε χαθεί πριν από δέκα μήνες.
Το αρκουδάκι θυμόταν ακόμα εκείνη την ημέρα που έπαιζε στο ποτάμι με τον φίλο του, τον ποντικούλη.
Όλα ήταν ήρεμα και ήσυχα, όταν ξαφνικά άκουσαν τον κρότο ενός κλαδιού που έσπαγε.
Προτού προλάβουν να αντιδράσουν, ένας κυνηγός έριξε επάνω στο αρκουδάκι ένα δίχτυ και το παγίδευσε.
«Βοήθεια!! Βοήθεια!!!» φώναζε εκείνο και προσπαθούσε μάταια να σκίσει το δίχτυ.
Ο κυνηγός το πλησίασε, με σκοπό να το ναρκώσει, αλλά ευτυχώς εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε η μαμά αρκούδα που είχε ακούσει τις φωνές του μωρού της και χτύπησε τον κυνηγό, ενώ δυο μεγάλοι αετοί που έσπευσαν επίσης να βοηθήσουν, απεγκλώβισαν το αρκουδάκι.
Ο κυνηγός, έπεσε στο έδαφος, αλλά δεν είχε χτυπήσει καθόλου, αφού η αρκούδα δεν ήθελε να τον βλάψει, αλλά απλώς να προστατεύσει το παιδί της.
Οργισμένος και κατακυριευμένος όμως εκείνος από το ανθρώπινο ένστικτο υπεροχής έναντι ενός ζώου, σήκωσε δίχως δισταγμό το όπλο του, το έστρεψε στη μαμά αρκούδα και την τραυμάτισε.
Πληγωμένη εκείνη, αλλά έχοντας πάντα ως προτεραιότητα το παιδί της, πρόλαβε να το κρύψει σε μια σχισμή του εδάφους και έπειτα με όλη της τη δύναμη και παρά το γεγονός ότι αιμορραγούσε, επιτέθηκε ξανά στον κυνηγό.
Ο τελευταίος έστρεψε πάλι το όπλο του προς το μέρος της, αλλά αυτήν τη φορά δεν τόλμησε να πυροβολήσει, αφού πέντε λύκοι που είχε φωνάξει ο ποντικούλης, κατευθύνονταν με άγριες διαθέσεις προς το μέρος του.

Αντιλαμβανόμενος πλέον ότι κινδύνευε πραγματικά, αγνόησε το θύμα του και έφυγε τρέχοντας από το δάσος για να γλυτώσει, ενώ η μαμά αρκούδα έπεσε εξαντλημένη στο χώμα.
Το αίμα έρρεε άφθονο από την πληγή της και το αρκουδάκι – που βρισκόταν τώρα δίπλα της – την έγλειφε προσπαθώντας να καταπραΰνει τον πόνο.
Δυστυχώς όμως το τραύμα ήταν τόσο βαθύ που η μαμά αρκούδα γρήγορα εξέπνευσε χωρίς να προλάβει να σφίξει το μωρό της στην αγκαλιά της.
Έτσι το αρκουδάκι έχασε τη μαμά του και από εκείνη την ημέρα έμαθε να φροντίζει μόνο του τον εαυτό του, βασιζόμενο κυρίως στο ένστικτο επιβίωσης και αυτοσυντήρησης που του δίδαξε εμπειρικά όσα δεν πρόλαβε να του μάθει η μαμά του.
Καθώς καθόταν λοιπόν και παρατηρούσε τη γιορτή που είχε ήδη ξεκινήσει, οι αναμνήσεις βασάνιζαν το μυαλό του.
Αναμνήσεις άλλοτε γλυκές και άλλοτε αστείες που γέμισαν τα μάτια του με δάκρυα και έκαναν την απώλεια της μαμάς του να είναι πιο οδυνηρή από ποτέ.
Σταδιακά, οι ώρες κύλησαν και το πάρτι τέλειωσε. Τα ζωάκια και οι μαμάδες τους επέστρεψαν στις φωλιές τους και το αρκουδάκι έμεινε μόνο του στο ύψωμα να αναπολεί τη χαμογελαστή, πρόσχαρη, φιλική, έξυπνη και ευγενική μαμά του.
Όταν νύχτωσε, το αρκουδάκι ήταν τόσο κουρασμένο που ξάπλωσε σ’ έναν βράχο, έκλεισε τα μάτια του και βυθίστηκε σ’ έναν ήρεμο και γαλήνιο ύπνο που διήρκεσε μόνο για μία ώρα, αφού σύντομα ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα που το ξύπνησε και εμφάνισε μπροστά του τη Μητέρα Φύση που το πρόσταξε να την ακολουθήσει.
Το αρκουδάκι, σαστισμένο από την παρουσία της, υπάκουσε και εκείνη, αφού το οδήγησε στο ξέφωτο, όπου νωρίτερα γινόταν η γιορτή, κούνησε το ραβδάκι της και σχημάτισε μια τεράστια φυσαλίδα στην οποία αντικατοπτριζόταν η μορφή της μαμάς αρκούδας.
«Η μαμά μου!!» αναφώνησε χαρούμενο το αρκουδάκι και η Μητέρα Φύση απάντησε χαμογελώντας.
«Σήμερα είναι η γιορτή της μητέρας και όλες οι μαμάδες χρειάζονται ένα δώρο. Υπάρχουν όμως ορισμένες περιπτώσεις που το παιδί έχει μεγαλύτερη ανάγκη από το δώρο της μητέρας του προς αυτό».
Η μαμά αρκούδα σήκωσε το ποδαράκι της και άγγιξε τη φυσαλίδα. Το αρκουδάκι μιμήθηκε την κίνησή της και τότε ένιωσε το χάδι της μαμάς του να το τυλίγει και να το κάνει να αισθάνεται ασφάλεια, όπως και στο παρελθόν.
«Δεν μπορεί να σε αγκαλιάσει», συνέχισε να του εξηγεί η Μητέρα Φύση. «Μήτε να ζει πια στο ίδιο σπίτι μ’ εσένα, μήτε να σε φροντίζει, όπως παλιά. Η σκέψη της όμως και κυρίως η αγάπη της θα είναι πάντα δίπλα σου. Κάθε λεπτό και κάθε στιγμή και δεν θα σου λείψουν ποτέ, γιατί η μαμά σου θα είναι ένας αιώνιος άγρυπνος φρουρός στο πλάι σου που θα σε κυκλώνει με τη στοργή της, ακόμα και όταν θα έχεις μεγαλώσει και αποκτήσει τα δικά σου μωρά».
Το αρκουδάκι άκουγε αμίλητο τη Μητέρα Φύση και παρόλο που ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που αντίκριζε το πρόσωπο της μαμάς του, ήταν ευτυχισμένο, διότι συνειδητοποίησε ότι τελικά δεν την έχασε ποτέ.

Συνταγή της Αμβροσίας: Λευκή θαλπωρή
Υλικά:
1 κιλό άσπρα μούρα
1 κιλό τσικουδιά (άοσμη και απαλή)
2 λοβοί βανίλιας
2 κούπες ζάχαρη
4 σπόροι τόνγκα
Εκτέλεση:
Κόβουμε τους λοβούς και σπάζουμε τους σπόρους. Αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για σαράντα ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.