Από την Ισμήνη Χαρίλα

Ο Cesare Pavese ανέφερε ότι «θέλουμε τον πλούτο της εμπειρίας που δίνει ο Ρεαλισμός και το βάθος του συναισθήματος που δίνει ο Συμβολισμός» και στο τελευταίο του βιβλίο La luna e i falò που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν την αυτοκτονία του, το 1950, συνδυάζει με απαράμιλλη γοητεία τα δυο αυτά λογοτεχνικά ρεύματα.

Το έργο – που κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Άννα Παπασταύρου και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, με τίτλο «Το Φεγγάρι και οι Φωτιές» – μεταφέρει τον σύγχρονο αναγνώστη στην Ιταλία κατά το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα.

Ο βασικός πρωταγωνιστής είναι το Χέλι, ένας άνδρας που επιστρέφει στην πατρίδα του έπειτα από μια μακρά περίοδο μετανάστευσης στην Αμερική. Ωριμότερος και με αρκετές εμπειρίες που τον βοήθησαν να κατανοήσει τον κόσμο, γυρίζει στο χωριό του ως νικητής, αφού δεν είναι πια το ορφανό αγόρι που περιμάζεψαν κάποιοι, ούτε ο υπηρέτης του αρχοντικού, αλλά ένας πιθανός συνεργάτης ή ο ιδανικός υποψήφιος γαμπρός.

Μέσω της πρωτοπρόσωπης γραφής και με αφηγηματική ροή που ενέχει αυτοβιογραφική δομή, το Χέλι αναπολεί την παιδική και εφηβική ηλικία του και σταδιακά ιστορεί περιστατικά της ζωής του, τόσο από την εποχή παραμονής του στην Ιταλία, όσο και από την Αμερική.

Ανάμεσα από τις αναμνήσεις του ξεπηδούν λοιπόν διάφορα πρόσωπα που βρέθηκαν κοντά του, είτε ως φίλοι, είτε ως γνωστοί, είτε ως εργοδότες, είτε ως ερωτικοί σύντροφοι, είτε ως μέλη της ανάδοχης οικογένειάς του και άφησαν ένα αξιομνημόνευτο λιθαράκι, θετικής ή αρνητικής καταγραφής στην αναδρομική του πορεία.

Η εμπειρία συναντά επομένως το συναίσθημα, όπως διευκρινίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας και από τη μια πλευρά καταγράφονται τα γεγονότα μέσω της ρεαλιστικής οπτικής, ενώ από την άλλη αναπηδούν τα στοιχεία του Συμβολισμού που υποβοηθούν την ανάπτυξη της θεματικής του έργου που αναπτύσσεται σε δυο βασικούς πυλώνες.

Ο πρώτος εξ’ αυτών θίγει αρχικά την έντονη μεταναστευτική ροή προς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και εν συνεχεία τον επαναπατρισμό των μεταναστών και τη μεταστροφή αντιμετώπισής τους από τους συγχωριανούς τους, οι οποίοι τους αντιμετωπίζουν πλέον ως χορηγούς και ευεργέτες της τοπικής οικονομίας.

Σε δεύτερο πλάνο αντιπροβάλλεται η διάσταση ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους, η αναδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων μετά τον πόλεμο και ο αγώνας των Ιταλών αγωνιστών της Αντίστασης, των Παρτιζάνων, εναντίον των Ναζί και των Φασιστών, αλλά και ο ρόλος της Εκκλησίας στη χειραγώγηση του λαού και ιδίως εκείνων που στερήθηκαν των αγαθών ευεργετημάτων της παιδείας.

Ως εκ τούτου, στον πρώτο πυλώνα διαφαίνονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Ρεαλισμού, δηλαδή η λεπτομερής παρουσίαση της πραγματικότητας χωρίς τάση εξιδανίκευσης και η ψυχογράφηση των ηρώων μέσω των πράξεων και της συμπεριφοράς τους.

Ο δεύτερος πυλώνας στηρίζεται στον Συμβολισμό που συναντάται στο σφιχτοδεμένο κείμενο και τη μουσικότητά του, στην πληθώρα εικόνων κατά την ιστόρηση της εξέλιξης, στην αποφυγή πλατειασμού και κυρίως στη χρήση συμβόλων, ξεκινώντας από τον ίδιο τον τίτλο, αφού τόσο το φεγγάρι, όσο και η φωτιά αντιπροσωπεύουν διττές έννοιες.

Και τα δυο αυτά στοιχεία συμβολίζουν το φως μέσα στο σκοτάδι, χαρίζουν θαλπωρή, δημιουργούν μια αίσθηση ζεστασιάς, διευκολύνουν την ονειροπόληση, υποδηλώνουν τον κύκλο της αναγέννησης, της αρχής και του τέλους.

Παράλληλα όμως το μεν φεγγάρι υποδεικνύει κάτι μακρινό και ανέφικτο, μια ονειρική και ιδεατή κατάσταση, ενώ η φωτιά φέρει το βάρος της καταστροφής, την εξέγερση της Φύσης ενάντια στον ανθρώπινο παραλογισμό, τον φόβο της τιμωρίας και της Κολάσεως, αλλά συνάμα την κάθαρση και τον εξαγνισμό.

Χάρη λοιπόν στην εντρύφησή του στην ποίηση, ο Pavese ενώνει τα δικά του βιώματα με εκείνα του ήρωά του και τα μετουσιώνει σε εικόνες που ερμηνεύουν τη σχέση του ανθρώπου με τους ομοίους του και τα στοιχεία της Φύσης, την ανάγκη έκφρασής του και ιδίως την ανάγκη του να ριζώσει κάπου, αφού ο άνθρωπος «κοπιάζει και προσπαθεί να ριζώσει, ν’ αποκτήσει γη και πατρίδα, για να μπορεί η σάρκα του ν’ αξίζει και να βαστάξει λίγο περισσότερο από ένα απλό γύρισμα των εποχών».

Ή όπως σχολιάζει το Χέλι, ο άνθρωπος ψάχνει να βρει τις αναμνήσεις που τον σημάδεψαν ή να διαγράψει το χθες και να ξεκινήσει κάτι νέο στήνοντάς το από το μηδέν.