Γράφει ο Ερμής:

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας νέος, ο Βόλφγκανγκ, που κατοικούσε σ’ ένα χωριό που βρισκόταν δίπλα από ένα πελώριο βουνό.

Ο νέος αυτός ήταν καλός, ευγενικός, έξυπνος, ικανός, δραστήριος και κατοικούσε μαζί με τους γονείς του σ’ ένα μεγάλο σπίτι στην άκρη του χωριού.

Κάθε πρωί ξυπνούσε από τα χαράματα για να φροντίσει τα τέσσερα άλογα, τις δυο αγελάδες και τις είκοσι κότες που είχαν στον στάβλο και το κοτέτσι.

Τους έβαζε τροφή και νερό, βούρτσιζε τα άλογα, άρμεγε τις αγελάδες και καθάριζε τους χώρους τους.

Μόλις τέλειωνε, πλενόταν, έβαζε καθαρά ρούχα και πήγαινε στο ξυλουργείο του πατέρα του, όπου δούλευε αγόγγυστα και δίχως διαμαρτυρίες μέχρι αργά το απόγευμα.

Παρόλο πάντως που ο χρόνος του ήταν γεμάτος με καθήκοντα και εργασίες που έπρεπε να εκτελεστούν, βαθειά στην ψυχή του ένιωθε πως κάτι του έλειπε.

Είναι βέβαια αλήθεια ότι ήταν υγιής και δεν του είχε λείψει ποτέ η τροφή ή η στέγη. Όσο για τους γονείς του, ήταν δυο θαυμάσιοι, πράοι άνθρωποι που τον υπεραγαπούσαν.

Ανεξάρτητα όμως από την έλλειψη προβλημάτων, ο Βόλφγκανγκ πίστευε ότι υπήρχε κάτι που του στερούσε τη χαρά. Κάτι που τον έκανε να νιώθει κενός και στενοχωρημένος.

Στην αρχή δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς του συνέβαινε και ποια ήταν η πηγή της λύπης που κατέκλυζε την καρδιά του.

Αναλύοντας όμως την κατάσταση, συνειδητοποίησε ότι η αιτία δεν ήταν άλλη από τη μονοτονία και την αέναη επανάληψη της καθημερινότητας που περιοριζόταν στο τρίπτυχο ύπνος – δουλειά – φαγητό που ήταν μεν απαραίτητα για την επιβίωση, αλλά ταυτόχρονα βαρετά, αδιάφορα και δίχως συναρπαστικές εκπλήξεις.

Ένας αδιάκοπος κύκλος που δεν του προσέφερε καμιά ουσιαστική χαρά, αφού αδυνατούσε πλέον να του χαρίσει νέες συγκινήσεις, ή νέα διδάγματα.

Σύντομα, η συγκεκριμένη διαπίστωση τον έκανε να αισθανθεί ακόμα χειρότερα, αφού κατάλαβε ότι δεν είχε τίποτα να προσμένει και ολόκληρη η ζωή του θα κυλούσε δίχως νόημα ή σκοπό.

Απελπισμένος, απογοητευμένος, δίχως κίνητρο και μ’ ένα τεράστιο φορτίο στην πλάτη, συνέχισε ωστόσο να εκτελεί τα καθήκοντά του, αλλά μ’ έναν τρόπο εντελώς μηχανικό που προκάλεσε την απορία των γονιών του, όταν παρατήρησαν τη μεταστροφή στη συμπεριφορά του.

«Τι συμβαίνει, Βόλφγκανγκ; Είσαι καλά;» τον ρώτησαν, αλλά εκείνος ήταν απρόθυμος να εξομολογηθεί το πρόβλημά του και απέφευγε να απαντήσει ξεκάθαρα.

Οι γονείς του πάντως δεν πτοήθηκαν από την άρνησή του και όντας σίγουροι ότι ο γιος τους ταλανιζόταν από κάτι, κατάφεραν τελικά με τη στάση τους, να τον πείσουν να μιλήσει.

Κατά τη διάρκεια της διήγησής του και οι δυο τον άκουγαν προσεκτικά, δίχως να τον διακόψουν και όταν τέλειωσε, ο πατέρας του είπε.

«Πίστευα ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό, αλλά τώρα ησύχασα, γιατί ευτυχώς το πρόβλημά σου μπορεί να λυθεί».

«Αλήθεια;» ρώτησε με την ελπίδα ζωγραφισμένη στα μάτια του ο Βόλφγκανγκ.

«Σύμφωνα μ’ έναν παλιό μύθο, στην κορφή του βουνού που στέκει δίπλα μας, ζει ένας υπεραινώβιος κόρακας. Ένα πουλί που κάποτε ήταν άνθρωπος, αλλά τιμωρήθηκε από έναν μάγο και μεταμορφώθηκε σε κόρακα, επειδή αποκάλυψε το μυστικό της δύναμής του.

Ο κόρακας αυτός λοιπόν έχει ως αποστολή να φυλάει το δέντρο της περιπέτειας».

«Ποιο δέντρο;» ρώτησε ξανά ο Βόλφγκανγκ.

«Το δέντρο της περιπέτειας», αποκρίθηκε ο πατέρας του. «Είναι μια τεράστια αχλαδιά που οι καρποί της είναι πολύχρωμοι και το βάρος τους ισοδυναμεί μ’ εκείνο ενός φτερού. Ο μύθος λοιπόν αναφέρει ότι, αν κάποιος αποκτήσει έναν από αυτούς τους καρπούς, τότε θα έχει μια ζωή γεμάτη από συναρπαστικές εμπειρίες.

Πρόσεχε όμως. Δεν είναι τόσο εύκολο να πάρει κάποιος στα χέρια του ένα από τα αχλάδια.

Κατ’ αρχάς χρειάζεται να ανέβει στην κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται η αχλαδιά. Τα βράχια όμως, όπως ξέρουμε όλοι όσοι ζούμε εδώ, είναι απόκρημνα και όποιος τολμήσει να σκαρφαλώσει, γκρεμοτσακίζεται. Έπειτα η αχλαδιά φυλάσσεται μέσα σ’ ένα σιδερένιο, κλειδωμένο κλουβί που ανοίγει μόνο με το φτερό του κόρακα.

Καταλαβαίνεις, άρα παιδί μου ότι το εγχείρημα μοιάζει ακατόρθωτο».

Ο Βόλφγκανγκ άκουγε τον πατέρα του και καθώς αντιλαμβανόταν ότι ακόμα και η ελπίδα τελεσφόρησης της συγκεκριμένης απόπειρας φάνταζε ανύπαρκτη, απελπίστηκε.

Ο πατέρας του είδε τη σκοτεινιά στο βλέμμα του και προσέθεσε.

«Δεν θα σου πω ψέματα. Όντως είναι αμέτρητοι εκείνοι που απέτυχαν στα βάθη των ετών και γι’ αυτό ακριβώς όλα αυτά που σου εξιστόρησα, έχουν περιοριστεί πια στον μύθο και ουδείς αναζητά τον κόρακα και την αχλαδιά. Όπως υπάρχουν όμως εκείνοι που απέτυχαν, υπάρχουν αντίστοιχα εκείνοι που πέτυχαν. Ελάχιστοι και μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού βέβαια, αλλά απόλυτα χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, γιατί κατάφεραν το αδύνατο.

Θεωρώ συνεπώς ότι υπάρχει τρόπος. Αρκεί να σκεφτείς και να τον βρεις. Φυσικά, επ’ ουδενί θέλω να κινδυνεύσεις, αφού είσαι το πολυτιμότερο δώρο για εμένα και τη μητέρα σου. Παράλληλα όμως δεν αντέχω να ξέρω ότι ζεις δυστυχισμένος.

Γι’ αυτό, αν αποφασίσεις ότι επιθυμείς να κάνεις αυτό το ταξίδι και είσαι ικανός να υπερπηδήσεις τα εμπόδια, εγώ θα σε στηρίξω και θα σε βοηθήσω με όλες τις προετοιμασίες. Θέλω όμως να σκεφτείς καλά ποια θα είναι η επόμενη κίνησή σου και να μην βιαστείς να κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις».

Ο Βόλφγκανγκ κοίταξε τον πατέρα του κατάματα, αλλά δεν απάντησε, αφού δεν είχε ιδέα ποια ήταν η σωστή απόφαση.

Η διήγηση είχε εξάψει την περιέργειά του και ένα κομμάτι του εαυτού του, τον έσπρωχνε να φύγει αμέσως. Η σύνεση όμως που τον διέκρινε ανέκαθεν και οι δυσοίωνες στατιστικές προβλέψεις, τον απωθούσαν.

Έτσι δεν είπε τίποτα και πήγε να περπατήσει στο δάσος, για να ηρεμήσει και να σκεφτεί. Να συνυπολογίσει τα υπέρ και τα κατά και να καταλήξει στην απόφαση που είτε θα τερμάτιζε τη ζωή του, είτε θα του δώριζε αυτό που ποθούσε, είτε τέλος θα τον καταδίκαζε στο μαρτύριο της αιώνιας προσμονής του «ΤΙΠΟΤΑ»!!

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Σοκολατένιο κρυφτό

Υλικά:

8 αχλάδια

2 κούπες ζάχαρη

1 κούπα νερό

1 βανίλια

1 μεγάλη κουβερτούρα

Εκτέλεση:

Καθαρίζουμε τα αχλάδια, χωρίς να τα κόψουμε και χωρίς να αφαιρέσουμε το κοτσάνι. Ρίχνουμε σε μια κατσαρόλα τη ζάχαρη, τη βανίλια και το νερό και βάζουμε τα αχλάδια. Τα βράζουμε μέχρι να καραμελώσουν. Στη συνέχεια τα αφαιρούμε και τα αφήνουμε να κρυώσουν.

Λιώνουμε σε μπεν μαρί την κουβερτούρα και βουτάμε σ’ αυτήν τα αχλάδια.

Όταν κρυώσουν, τα τοποθετούμε σε μια πιατέλα επάνω σε ροζέτες από σαντιγί. Τα πασπαλίζουμε με τριμμένο φιστίκι Αιγίνης και τα σερβίρουμε, συνοδευτικά με λικέρ αχλάδι.