Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 1ο μέρος

Ο Βόλφγκανγκ ήταν πολύ προβληματισμένος. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει ή πώς να αντιδράσει. Από τη μια πλευρά η αίσθηση ότι υπήρχε μια διαθέσιμη λύση για το πρόβλημά του, τον ενθουσίαζε. Από την άλλη όμως τρόμαζε με τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε για να φθάσει στο τέλος της αποστολής.

Ναι, ήταν δυνατός και πίστευε ότι είχε θάρρος. Όμως είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν είχε αντιμετωπίσει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, ούτε είχε αναγκαστεί να επιβεβαιώσει τα όρια της αντοχής του.

Η καρδιά του πρόσταζε να ακολουθήσει την περιπέτεια, αλλά η λογική του τη σύνεση και εκείνος ένιωθε εγκλωβισμένος σ’ έναν δρόμο που φαινόταν αδιέξοδο.

«Τι να κάνω; Τι να κάνω;» αναρωτιόταν, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε να βρει απάντηση, δεν τα κατάφερνε.

Είχε αρχίσει να νυχτώνει και ο Βόλφγκανγκ καθόταν ακόμα στο δάσος, δίχως να ξέρει τι έπρεπε να πει στον πατέρα του.

Αποκαμωμένος, έκλεισε τα μάτια του και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα.

Πρέπει να είχε περάσει τουλάχιστον μισή ώρα, όταν άκουσε μια φωνή να τον καλεί.

«Βόλφγκανγκ!!! Βόλφγκανγκ!!! Ξύπνα!!! Έλα!!!! Έλα, κοντά μου!!!!» του έλεγε.

Ο Βόλφγκανγκ δεν καταλάβαινε από πού ερχόταν η φωνή. Άνοιξε τα μάτια του και μέσα στο σκοτάδι το μόνο που έβλεπε ήταν τα αστέρια και ένα φως που δημιουργούσε ένα μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα.

Διστακτικός, αλλά συνάμα περίεργος σηκώθηκε και το ακολούθησε. Καθώς προχωρούσε, το φως γινόταν εντονότερο και τελικά τον οδήγησε μπροστά σε μια σπηλιά.

«Μπες μέσα», τον πρόσταξε η φωνή. Μη φοβάσαι. Έλα!!!! Έλα, κοντά μου!!!!».

Ο Βόλφγκανγκ διέκρινε ότι η φωνή ήταν γυναικεία και παρόλο που δεν ήξερε αν ήταν σωστό να υπακούσει στην εντολή της, αποφάσισε τελικά να μπει στη σπηλιά για να δει ποια ήταν εκείνη που τον καλούσε.

Έσπρωξε μια συστάδα κλαδιών που εμπόδιζαν το πέρασμα και προχώρησε. Το φως έγινε τώρα εντονότερο. Δεν ήταν λευκό, αλλά γαλαζοπράσινο. Ο Βόλφγκανγκ είχε διανύσει περίπου πέντε μέτρα, όταν βρέθηκε μπροστά σ’ έναν βράχο που φαινόταν να τερματίζει την πορεία του. Κοίταξε ολόγυρα, αλλά καθώς δεν είδε κανένα πέρασμα, πίστεψε ότι η σπηλιά ήταν άδεια και δεν υπήρχε τίποτα άλλο να δει ή να αναζητήσει.

«Μάλλον θα τα ονειρεύτηκα όλα», μονολόγησε και κίνησε να βγει από τη σπηλιά.

«Τόσο εύκολα τα παρατάς λοιπόν;» ακούστηκε τότε η φωνή. «Δεν θέλεις λοιπόν να έρθεις κοντά μου;»

«Ποια είσαι; Πες μου, ποια είσαι», ρώτησε ο Βόλφγκανγκ.

«Είμαι εκείνη που θα σου δώσει τις απαντήσεις που ψάχνεις».

«Πού είσαι;»

«Πίσω από τον βράχο».

Ο Βόλφγκανγκ κοίταξε ξανά τον βράχο, αλλά φαινόταν απροσπέλαστος. Τον έσπρωξε, όμως ήταν αδύνατον να τον μετακινήσει. Απογοητευμένος και με την υποψία ότι η φωνή τον κορόιδευε, ψηλάφισε τον βράχο, προσπαθώντας να βρει κάποιο άνοιγμα. Τότε τα δάχτυλά του ακούμπησαν ένα εξόγκωμα. Μια πέτρα που εξείχε.

Ο Βόλφγκανγκ την πίεσε και ο βράχος έπεσε προς τα πίσω, αφήνοντας να φανεί μια σκάλα που οδηγούσε προς τα κάτω.

Ο Βόλφγκανγκ προχώρησε προσεκτικά. Πάτησε επάνω στον βράχο και έπειτα κατέβηκε τη σκάλα που είχε είκοσι σκαλοπάτια και κατέληγε σε μια κλειστή πόρτα.

«Ξανά αδιέξοδο, λοιπόν», συλλογίστηκε ο Βόλφγκανγκ, αλλά αυτήν τη φορά, όντας σίγουρος ότι υπήρχε τρόπος να την ανοίξει, επιχείρησε να τον βρει.

Ακολούθησε λοιπόν την ίδια τακτική με τον βράχο, αλλά όσο και αν την έσπρωξε, αν την ψηλάφισε ή αν προσπάθησε να διαρρήξει την κλειδαριά της, δεν κατάφερε τίποτα.

«Φωνή!! Φωνή!!», φώναξε. «Πώς θα ανοίξω την πόρτα;»

«Ψάξε και θα βρεις τον τρόπο», αποκρίθηκε η φωνή και ο Βόλφγκανγκ, θυμωμένος χτύπησε την πόρτα.

«Ποιος με ξυπνά;» ακούστηκε τότε να ρωτά η πόρτα.

«Εγώ, αλλά εσύ μιλάς;» απάντησε με ερώτηση ο Βόλφγκανγκ.

«Ποιος είσαι εσύ; Τι ζητάς εδώ;», ξαναρώτησε η πόρτα, αγνοώντας την απορία του Βόλφγκανγκ.

«Με λένε Βόλφγκανγκ και θέλω να με αφήσεις να περάσω στο εσωτερικό σου».

«Γιατί;»

«Γιατί με κάλεσε μια φωνή».

«Αλήθεια; Εσύ είσαι εκείνος που περιμένει;»

«Ναι, εγώ. Λοιπόν, θα ανοίξεις τώρα;»

«Χμμ!! Θα σου ανοίξω, αν απαντήσεις σωστά σ’ έναν γρίφο. Πες μου λοιπόν.

Σκληρός, αλλά και επιεικής.

Κοντινός, αλλά και μακρινός.

Σε ξεγελά, αλλά και σε αφυπνίζει.

Άπραγος και εργατικός.

Μονίμως παρών, ακόμα και όταν δεν του δίνεις σημασία».

Ο Βόλφγκανγκ συλλογίστηκε. Το αίνιγμα ήταν δύσκολο και γι’ αυτό επανέλαβε πολλές φορές τις φράσεις, μέχρι να καταλήξει στη λύση.

«Λοιπόν, θα περιμένω πολύ;» ρώτησε ανυπόμονα η πόρτα.

«Θέλω λίγο χρόνο ακόμα για να σκεφτώ τον γρίφο. Μόνο λίγο….», αποκρίθηκε ο Βόλφγκανγκ, αλλά εκείνη τη στιγμή μια αναλαμπή του έδωσε τη λύση.

«Ο Χρόνος!! Ο Χρόνος είναι η απάντηση».

«Σωστά. Πέρασε λοιπόν», είπε η πόρτα και άνοιξε για να αφήσει τον Βόλφγκανγκ να δει το εσωτερικό της.

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Συναρπαστικό σαν τον κίνδυνο

Υλικά:

15 φέτες καρπούζι

1 λίτρο τεκίλα

1 κούπα ζάχαρη

1 λοβός βανίλιας

Εκτέλεση:

Αφαιρούμε τα κουκούτσια από το καρπούζι και κόβουμε τις φέτες σε κομμάτια. Κόβουμε σε δυο κομμάτια και τον λοβό βανίλιας. Αδειάζουμε όλα τα υλικά σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για δεκαπέντε ημέρες. Στραγγίζουμε σ’ ένα τουλπάνι το ποτό (2 – 3 φορές) και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια. Σερβίρεται με θρυμματισμένο πάγο και 2 φύλλα μέντας.