Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 2ο μέρος

Η πόρτα άνοιξε και ο Βόλφγκανγκ τυφλώθηκε από το έντονο φως. Καθώς του ήταν αδύνατο να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του, τα έκλεισε αμέσως και στάθηκε ακίνητος προσπαθώντας να αποκτήσει αίσθηση του χώρου, όπου βρισκόταν.

«Έλα!!! Έλα κοντά μου!!!» τον πρόσταξε ξανά η φωνή, αλλά ο φόβος σε συνδυασμό με την άγνοια του προορισμού και κυρίως το γεγονός ότι οι συνθήκες του στερούσαν τη δυνατότητα να βλέπει τι συμβαίνει γύρω του, τον εμπόδιζαν να προχωρήσει.

Η φωνή όμως δεν σταματούσε να τον καλεί και ο Βόλφγκανγκ πήρε θάρρος και προχώρησε ευθεία, ακολουθώντας τον ήχο.

Περπατούσε με μικρά, αλλά σταθερά βήματα και το έδαφος έμοιαζε να είναι λείο και δίχως εμπόδια. Όταν η φωνή σιωπούσε, στεκόταν και εκείνος και περίμενε απλώς να ακούσει ξανά τον ήχο της για να συνεχίσει.

Αυτή η διαδικασία διήρκεσε περίπου δεκαπέντε λεπτά που στον Βόλφγκανγκ φάνηκαν τουλάχιστον δυο ώρες, αφού είχε χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου.

Αγχωμένος και ανήσυχος γι’ αυτό που θα αντιμετώπιζε, αλλά συνάμα εκστασιασμένος με την περιπέτεια που βίωνε, άκουσε τη φωνή να του λέει

«Στάσου. Μην συνεχίζεις».

Ο Βόλφγκανγκ υπάκουσε. Στάθηκε ακίνητος και ένιωσε ένα απαλό αεράκι να τον τυλίγει και να τον ανανεώνει. Το φως δεν έκαιγε πλέον τα μάτια του και έτσι τα άνοιξε για να δει πού βρισκόταν. Αυτό που αντίκρισε όμως, ξεπερνούσε τη φαντασία του, αφού η φωνή τον είχε οδηγήσει στο κέντρο μιας υπόγειας τετραγωνισμένης αίθουσας, όπου υπήρχαν αραδιασμένα εκατοντάδες ξύλινα παιχνίδια και διάφορα αντικείμενα που ο Βόλφγκανγκ δεν είχε ιδέα για τη χρησιμότητά τους.

Στο βάθος της αίθουσας ήταν στημένος ένας πελώριος θρόνος και επάνω του καθόταν μια κίσσα. Ένα πουλί με κοντό, γκρίζο ράμφος, πλατιές φτερούγες και μακριά ουρά. Το σώμα του ήταν ροζ με αποχρώσεις του σάπιου μήλου, ενώ υπερβολικά έντονο ήταν το γαλάζιο που κάλυπτε τα φτερά του.

Ο Βόλφγκανγκ, έχοντας συναντήσει πολλές φορές στο δάσος αυτό το είδος πτηνών, δεν τρόμαξε καθόλου και με το βλέμμα του συνέχισε να ψάχνει τη γυναίκα που τον είχε καλέσει.

Δυστυχώς όμως, εκτός από το πουλί και τα άψυχα ξύλινα αντικείμενα, στην αίθουσα δεν υπήρχε τίποτα και κανείς άλλος.

«Τι συμβαίνει λοιπόν;» αναρωτήθηκε άηχα και τότε η κίσσα – λες και άκουσε τη σκέψη του – τον ρώτησε

«Τι ψάχνεις Βόλφγκανγκ; Γιατί αναζητάς αυτήν που στέκεται μπροστά σου;»

«Τι…. Τι εννοείς;»

«Εγώ σε κάλεσα. Εγώ σε καθοδήγησα για να φθάσεις μέχρι εδώ».

«Εσύ; Όχι, δεν είναι αλήθεια. Εσύ είσαι απλώς ένα πουλί. Πώς γίνεται να…».

«Με αμφισβητείς;» τον διέκοψε θυμωμένη η κίσσα. «Δεν ακούς τη φωνή μου; Είσαι λοιπόν τόσο ανόητος που δεν συνειδητοποιείς ότι είναι εκείνη που σε καλούσε;»

«Ναι, η φωνή είναι ολόιδια», συλλογίστηκε αμέσως ο Βόλφγκανγκ και μετανιωμένος για τις φράσεις που είχε ξεστομίσει, έσπευσε να απολογηθεί.

«Σου ζητώ συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε προσβάλω, όμως μου φάνηκε αλλόκοτο να κρύβεσαι εσύ πίσω από όλα αυτά. Ήμουν σίγουρος ότι επρόκειτο για μια γυναίκα και γι’ αυτό δεν κατάλαβα ότι…»

«Χμμ… Τέλος πάντων. Σε συγχωρώ, γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που ακούω αυτήν τη δικαιολογία. Βλέπεις, είναι αλήθεια ότι υπήρξαν και άλλοι πριν από εσένα που μου είπαν ακριβώς το ίδιο».

«Και άλλοι;»

«Ε, ναι. Τι νόμιζες; Ότι είσαι ο μοναδικός που αναζητά την περιπέτεια; Το αλατοπίπερο που θα δώσει νόημα στην ανούσια καθημερινότητά του;»

«Ναι. Δηλαδή, όχι… Ω!!! Δεν ξέρω. Είναι τόσο μπερδεμένα όλα αυτά».

«Ίσως να είναι παράξενα για εσένα, επειδή δεν έχεις δει τίποτα άλλο από το χωριό σου. Ο κόσμος όμως, Βόλφγκανγκ, είναι τεράστιος και ό,τι φαίνεται αφύσικο σε εσένα, είναι απολύτως λογικό για κάποιους άλλους. Ας μην μακρηγορούμε όμως. Πες μου. Θέλεις τελικά να ζήσεις την περιπέτεια; Να αποκτήσεις νέες εμπειρίες και να ξεφύγεις από τη μονοτονία; Να δεις το διαφορετικό; Να έρθεις αντιμέτωπος με τους φόβους σου και να νιώσεις μέχρι το μεδούλι τι σημαίνει η ισορροπία σε ένα τεντωμένο σχοινί που ενώνει τη ζωή και τον θάνατο;

Αν απαντήσεις θετικά, τότε θα σου δώσω όλες τις οδηγίες που χρειάζεσαι για να αναζητήσεις την αχλαδιά της περιπέτειας. Αν όμως δειλιάζεις, τότε θα σε διώξω αυτοστιγμεί από εδώ. Θα επιστρέψεις αμέσως στο χωριό σου και θα διαγραφούν από τη μνήμη σου όλα όσα συνέβησαν αυτό το βράδυ».

Ο Βόλφγκανγκ κοίταξε την κίσσα, αλλά δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τον ρωτούσε αυτό ακριβώς που τον ταλάνιζε από την ώρα που ο πατέρας του τού αφηγήθηκε την ιστορία. Αναποφάσιστος και διστακτικός κοιτούσε την κίσσα, αλλά εκείνη δεν του άφησε περιθώρια για να ξεγλιστρήσει.

«Πες μου λοιπόν. Πες μου, Βόλφγκανγκ!! Τι είναι αυτό που θέλεις να κάνεις επιτέλους;»

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Πειρασμός και αθωότητα

Υλικά:

2 φύλλα σφολιάτα

1 δόση άσπρη κρέμα σαντιγί

1 δόση κρέμα σαντιγί σοκολάτας

1 ½ κιλό φράουλες

Χρωματιστή τρούφα

½ κούπα άψητο φιστίκι Αιγίνης

Εκτέλεση:

Πλένουμε και καθαρίζουμε τις φράουλες. Τις στεγνώνουμε και τις κόβουμε στη μέση.

Αντιστοίχως κόβουμε κάθε φύλλο σφολιάτας σε τρεις ίσιες λωρίδες, τις οποίες τοποθετούμε επάνω σε λαδόκολλα μέσα σ’ ένα ταψί και τις ψήνουμε, μέχρι να ροδίσουν.

Μόλις ψηθούν, αφαιρούμε το ταψί από τον φούρνο και τις αφήνουμε να κρυώσουν. Στη συνέχεια χωρίζουμε τη σαντιγί σε 3 ίσα μέρη και τοποθετούμε σε μια πιατέλα τη μια λωρίδα σφολιάτας. Καλύπτουμε με άσπρη κρέμα σαντιγί, βάζουμε φράουλες και τοποθετούμε από επάνω το δεύτερο κομμάτι σφολιάτας. Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με τη σαντιγί και τις φράουλες και καλύπτουμε με το τρίτο φύλλο σφολιάτας. Γαρνίρουμε με άσπρη κρέμα σαντιγί, χρησιμοποιώντας έναν κορνέ και πασπαλίζουμε με χρωματιστή τρούφα και ψιλοκομμένο φιστίκι. Σε δεύτερη πιατέλα επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία, χρησιμοποιώντας όμως τη κρέμα σαντιγί σοκολάτας.