Από την Ισμήνη Χαρίλα

Τρία χρόνια έπειτα από το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» και συγκεκριμένα το 1598, ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό μια νέα κωμωδία παρεξηγήσεων, με τίτλο «Πολύ κακό για το τίποτα».

Βασικός πρωταγωνιστής και σε αυτό το έργο – πέντε πράξεων – του «Βάρδου του Έιβον» – όπως έχει χαρακτηριστεί ο δημιουργός του – είναι ο έρωτας. Ο έρωτας που εκδηλώνεται από τη μια πλευρά μέσω του θαυμασμού, που εξομολογείται, που επιζητά την ένωση των ψυχών, που τροφοδοτεί το αίσθημα της ζήλιας, που διαγράφει τα ψήγματα της λογικής, που παρασύρει και προκαλεί παράλογες και αδικαιολόγητες αντιδράσεις.

Ο έρωτας όμως από την άλλη πλευρά  που προτιμά να παραμείνει κρυφός και άδηλος, που δεν τολμά να φανερωθεί, που προτιμά να ζει στις σκιές και να υπομένει το μαρτύριο της σιωπής, υπό το βάρος της υπερηφάνειας και της άρνησης υποχώρησης που θα χαρακτηριζόταν ως αδυναμία.

Η ιστορία τοποθετείται λοιπόν χωροταξικά στη Μεσσήνη, όπου φθάνει καλεσμένος στο σπίτι του Διοικητή, του Λεονάτου, ο Δον Πέτρος, ο δούκας της Αραγονίας. Ο τελευταίος ακολουθείται από δυο αρχοντόπουλα, τον Κλαύδιο από τη Φλωρεντία και τον Βενέδικτο από την Πάδουα.

Οι δυο αυτοί νέοι θα τύχουν στόχοι του μικρού φτερωτού θεού, αλλά ενώ ο Κλαύδιος θα ερωτευθεί αμέσως την Ηρώ που είναι η κόρη του Λεονάτου και θα τη ζητήσει σε γάμο, ο Βενέδικτος θα χρειαστεί τη φιλική και μυστική παρέμβαση του προαναφερόμενου ζευγαριού για να αντιληφθεί ότι η εξαδέλφη της Ηρούς, η Βεατρίκη, καρδιοχτυπά γι’ αυτόν, παρά την αντιπάθεια που του δείχνει. Ομοίως βέβαια και η τελευταία θα δεχθεί μια ώθηση από την εξαδέλφη της για να παραμερίσει τον εγωισμό της και να παραδεχθεί τα αισθήματά της.

Όπως και σε άλλα έργα του Σαίξπηρ, τίποτα δεν θα τελειώσει με απλό και σύντομο τρόπο και ως συνήθως οι καταστάσεις θα περιπλακούν, θα υπάρξουν αρκετές παρεξηγήσεις, δολοπλοκίες, σκευωρίες και ανατροπές μέχρι να ξεκαθαρίσουν όλα και κάθε κομμάτι της ιστορίας να βρει την τελική του θέση.

Παράλληλα με το θέμα του έρωτα, ο δημιουργός, ακολουθώντας τη γνώριμη τακτική του, καταθέτει μια μικρογραφία της εποχής του και κινεί το νήμα της ιστορίας σύμφωνα με τα ισχύοντα ήθη και έθιμα. Ως δεινός δε παρατηρητής, ψυχογραφεί τους ήρωές του και ενισχύει μέσω των πράξεων και των αντιδράσεών τους τη θέση ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και συχνά το ψέμα δύναται να παρουσιαστεί ως αλήθεια.

Μεθοδικά και με ιδιαίτερη προσοχή στις λεπτομέρειες, η χαρά εναλλάσσεται με τη λύπη και η ενοχή με τις τύψεις, ενώ ο πόνος έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως σχολιάζει ο σπουδαίος Άγγλος δραματουργός μέσω του Λεονάτου

«(…) οι άνθρωποι μπορούν να δώσουν συμβουλή και παρηγόρια

στον πόνο που δεν νιώθουν οι ίδιοι. Μα αν τον δοκιμάσουν,

γίνεται πάθος η σοφία τους που πριν τη λύσσα

τη γιάτρευε με συμβουλές, την τρέλα

την έδενε με μια κλωστή μεταξωτή,

μ’ αέρα εξόρκιζε τον πόνο, με λόγια την αγωνία.

Όχι, όλοι το ‘χουν υποχρέωση να λένε υπομονή σ’ εκείνους

που σπαράζουν κάτω απ’ της λύπης τους το βάρος,

μα κανείς δεν έχει αυτή την καρτερία και τη δύναμη να συγκρατιέται,

όταν τραβάει ο ίδιος τέτοια.

Άσε λοιπόν τις συμβουλές. Οι πόνοι μου φωνάζουν

δυνατότερα από ορμήνιες (…)[1]».

Μια ορμήνια είναι άλλωστε και αυτή η κωμωδία. Ένα έργο που πίσω από την πλοκή του καταλήγει, όπως αναφέρει και ο τίτλος του, σ’ ένα που αίσιο και ευχάριστο τέλος που δικαιώνει τους ήρωές του, εμφυσά το μήνυμα της κοινής λογικής, της ψύχραιμης θεώρησης των γεγονότων και της αποφυγής εξαγωγής βασικών συμπερασμάτων που δεν εδράζονται σε απτά και διασταυρωμένα δεδομένα.


[1] Μτφ Βασίλης Ρώτας (1937).