Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 3ο μέρος
Η κίσσα τον πίεζε να απαντήσει και καθώς ο Βόλφγκανγκ την κοιτούσε, μέσα σε μια στιγμή το σώμα της γινόταν ολόχρυσο, τα χρώματα χάνονταν και μια έντονη λάμψη τύφλωνε τον νεαρό συνομιλητή της, όπως ακριβώς νωρίτερα το φως που τον είχε οδηγήσει μέχρι εκεί. Ταυτόχρονα όμως, αστραπιαία, το σώμα της κίσσας βαφόταν κατάμαυρο, όμοιο με το έρεβος του άγνωστου ταξιδιού που φόβιζε τον Βόλφγκανγκ και γέμιζε την ψυχή και το μυαλό του με τρόμο.
«Πες, πες, πες…» ηχούσε ρυθμικά η φωνή της κίσσας στα αυτιά του, θυμίζοντάς του τον ήχο ενός πολεμικού τυμπάνου που τον καλούσε να ριχθεί εθελοντικά σε μια αμφίρροπη μάχη.
«Πες!!!» μια εντολή, μια προσταγή, ένας ρηματικός τύπος τριών γραμμάτων που δεν του άφηνε ουσιαστικά κανένα περιθώριο άρνησης και απαιτούσε μια μικρή μονολεκτική κατάφαση.
«Πες, πες, πες…» και ο Βόλφγκανγκ δεν μπορούσε παρά να απαντήσει «ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ».
Ένα «Ναι» όμως που κανείς δεν ήξερε να πει αν ήταν τελικά η δική του πρόθεση, ή το αποτέλεσμα μιας εκβιαστικής, πιεστικής κατάστασης που τον οδήγησε σ’ ένα μονοπάτι που ο ίδιος δεν θα τολμούσε ποτέ να ακολουθήσει.
Η κίσσα συνέχιζε να τον ρωτά αν θα αναζητούσε την αχλαδιά της περιπέτειας και εκείνος – έτοιμος, ανέτοιμος – φώναξε δυνατά «ΝΑΙ!! Θα πάω. Όπου πρέπει, όπου θέλεις, όπου ορίζεις. Μόνο πάψε. Μη μιλάς. Σταμάτα να με ρωτάς».
Τότε, είτε γιατί σεβάστηκε την επιθυμία του, είτε γιατί είχε πετύχει τον σκοπό της, η κίσσα σίγησε και η μια πλευρά του βράχου μετακινήθηκε, αφήνοντας να φανεί το δάσος, όπου πέρασε τη νύχτα ο Βόλφγκανγκ.
«Πήγαινε σπίτι σου», του είπε η κίσσα. «Ετοίμασε τα πράγματά σου, αποχαιρέτησε τους γονείς σου και αύριο το πρωί θα σε περιμένω στην άκρη του δρόμου που οδηγεί στο μεγάλο βουνό».

Ο Βόλφγκανγκ υπάκουσε και επέστρεψε στο σπίτι του, όπου τον περίμεναν ανήσυχοι οι γονείς του, αφού ήταν η πρώτη φορά που έλειπε τόσες ώρες, χωρίς να τους ειδοποιήσει.
«Είμαι καλά», τους είπε για να κατασιγάσει την αγωνία τους και ύστερα προσέθεσε ότι ήθελε απλώς να σκεφθεί τις επόμενες κινήσεις του. Φυσικά δεν ανέφερε τίποτα για την περιπέτειά του. Τι να τους έλεγε άλλωστε; Ότι συνάντησε μια πόρτα και ένα πουλί που μιλούσαν; Θα θεωρούσαν – και όχι άδικα – ότι τρελάθηκε.
Κράτησε λοιπόν για τον εαυτό του όσα συνέβησαν και οι γονείς του – παρόλο που διέκριναν στα μάτια του ότι τους έκρυβε πράγματα – σεβάστηκαν τη σιωπή του και δεν απαίτησαν απαντήσεις.
Το πρωί έβαλε στον σάκο του ένα ζευγάρι παπούτσια, πανιά για να τυλίξει τα χέρια και τα πόδια του, καθώς θα σκαρφάλωνε στο βουνό, σκοινί, καρφιά και ξηρά τροφή. Κρέμασε στον λαιμό του ένα παγούρι με νερό, πήρε μια μαγκούρα που του έδωσε ο πατέρας του και αφού φίλησε και τους δυο γονείς του, κίνησε να βρει την κίσσα, δίχως να κοιτάξει ούτε μια φορά προς τα πίσω, για να μην επιτρέψει στα συναισθήματά του να γεμίσουν τα μάτια του με δάκρυα και την ψυχή του με θλίψη.
Στην αρχή τα βήματά του ήταν βαριά, αργά και διστακτικά. Σύντομα όμως σκέφτηκε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να δειλιάζει, αφού το ταξίδι του είχε ήδη ξεκινήσει.
Τάχυνε επομένως τον ρυθμό του και μέσα σε λίγα λεπτά έφθασε στο σημείο συνάντησης που του είχε ορίσει η κίσσα.
Ο Βόλφγκανγκ κοίταξε ολόγυρα, αλλά το πουλί δεν ήταν εκεί.
«Γιατί δεν ήρθε;» αναρωτήθηκε, αλλά προτού προλάβει να γεννηθεί στην καρδιά του η αμφιβολία και η υποψία ότι η κίσσα τον είχε κοροϊδέψει, εκείνη πέταξε πάνω από το κεφάλι του και στάθηκε στον ώμο του.
«Πάμε», τον πρόσταξε κατά την προσφιλή της πλέον συνήθεια και ο Βόλφγκανγκ άρχισε να ανηφορίζει το βουνό, ενώ εκείνη του εξηγούσε ότι θα παρέμενε στο πλάι του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, αλλά όφειλε μόνος του να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα προέκυπταν στην πορεία.
«Αν τα καταφέρεις να φθάσεις μέχρι τον κόρακα, τότε ίσως – και τονίζω ίσως – να σε βοηθήσω να τον προσπελάσεις».
Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Χρώματα
Υλικά:
1 ματσάκι ρόκα
1 λόλα μωβ
4 – 5 λιαστές ντομάτες
2 φέτες πεπόνι
10 κεράσια
1 κούπα φέτες βρασμένου παντζαριού
1 κούπα μωβ φασόλια γίγαντες
Για το ντρέσινγκ
1 φλ. καφέ λάδι
1/3 φλ. καφέ ξύδι
Άσπρο πιπέρι
1 ½ κ. σούπας πικάντικη μουστάρδα
Εκτέλεση:
Πλένουμε τα λαχανικά και τα κεράσια. Ψιλοκόβουμε τη ρόκα και τις ντομάτες. Κόβουμε το πεπόνι σε κύβους και τα κεράσια στη μέση (αφαιρούμε τα κουκούτσια). Βράζουμε τα φασόλια και στη συνέχεια τοποθετούμε όλα τα υλικά σε μια σαλατιέρα.
Τα ανακατεύουμε και περιχύνουμε με το ντρέσινγκ, το οποίο έχουμε ετοιμάσει, ανακατεύοντας σ’ ένα μπολ τα υλικά του.