Από την Ισμήνη Χαρίλα
«Τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια είχαν μείνει εκεί, να φυλάνε το σπίτι σαν χελιδόνια (…)».
Με αυτήν τη φράση που ενέχει τον πλουραλιστικό συμβολισμό ενός χελιδονιού, η Nadia Terranova εικονίζει τις σκέψεις της ηρωίδας της στο μυθιστόρημα «Αντίο φαντάσματα» που συμπεριλήφθηκε στην Ιταλία στη βραχεία λίστα του βραβείου Strega και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο και σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.
Το χελιδόνι λοιπόν παραπέμπει αυτομάτως σε τρεις συγκεκριμένες εννοιολογικές πτυχές μέσω του τρόπου ζωής του και του χρωματισμού του που δεν είναι άλλες από τον ερχομό της Άνοιξης, τη μετοίκηση και την ασπρόμαυρη αποτύπωση μιας σκηνής.
Η ιστορία ξεκινά, όταν η ηρωίδα του έργου, η Ίντα, ειδοποιείται από τη μητέρα της να επιστρέψει στη γενέτειρά της, τη Μεσσίνη, προκειμένου να βοηθήσει στην ανακαίνιση του πατρικού της σπιτιού. Για την τριανταεξάχρονη Ίντα όμως αυτό το ταξίδι δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο, αφού σηματοδοτεί την επάνοδο σ’ έναν χώρο που τη στιγμάτισε, τη διαμόρφωσε και την καθόρισε. Παρ’ όλα αυτά συγκεντρώνει τις δυνάμεις της, αποχωρίζεται προσωρινά τον σύζυγό της και φεύγει από τη νέα της εστία στη Ρώμη για να βρεθεί ξανά στη πατρογονική γη.
Ο στόχος της ωστόσο δεν εστιάζεται ούτε στις οικοδομικές εργασίες, ούτε στο ξεκαθάρισμα της οικοσκευής, αλλά στην εκπλήρωση ενός ανομολόγητου πόθου, δηλαδή τη διαγραφή των εικόνων του χειμώνα και το λιώσιμο των πάγων που εγκλώβισαν στο εσωτερικό τους εικόνες του παρελθόντος της και δη της παιδικότητάς της που εξακολουθούν να την πληγώνουν και να την πονούν.
Οι αναμνήσεις αναβιώνουν σαν τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας άλλης εποχής και διεκδικούν άλλοτε τη γλυκύτητα της νοσταλγίας και άλλοτε την επούλωση των τραυμάτων που της προξένησε η οικειοθελής εξαφάνιση του καταθλιπτικού πατέρα της.

Ωσάν να υποδεικνύει επομένως τις κινήσεις μιας σκακιστικής παρτίδας, η Terranova βοηθά την ηρωίδα της να μεταφερθεί στο επόμενο επίπεδο, όπου καλείται να έρθει αντιμέτωπη με τους προσωπικούς της δαίμονες και να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά της για τους γονείς της, ώστε να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ενοχικού απογαλακτισμού και της συμφιλίωσης για να καταφέρει επιτέλους να προσπεράσει τα γεγονότα της παιδικής της ηλικίας και να περάσει ολοκληρωτικά το κατώφλι της ενηλικίωσης.
Κατά συνέπεια, μέσω της πρωτοπρόσωπης γραφής, η συγγραφέας ψυχογραφεί την Ίντα και δημιουργεί ένα υπόστρωμα εξομολογητικής αυτοκριτικής που δεν κοιτάζει, όμως πάντοτε κατάματα το είδωλο του καθρέφτη.
Λογοτεχνικά, η Tεrranova επιλέγει να κινηθεί στα όρια του ρεαλισμού και θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στη διατύπωση ορισμένων φιλοσοφικών θέσεων διακρίνεται μια οπτική μεταμοντέρνας ειρωνικής που αμφισβητεί και αναλώνεται σε μια στοχαστική επαναδιαπραγμάτευσης κοινωνικών δογματισμών και ιδεών που θεωρούνται δεδομένες και επιστέγασμα της αλήθειας, όπως αυτή ερμηνεύεται από την πλειονότητα των ατόμων.
Παράλληλα παρατηρείται ένα κυνήγι του χρόνου. Του χρόνου που κινείται και προχωρά και εναλλάσσεται και του χρόνου που παραμένει στάσιμος και απρόθυμος να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν και να αντιμετωπίσει το μέλλον.
Η αφηγηματική ροή επομένως κινείται σε δυο νοητούς άξονες του παρελθόντος και του παρόντος αναζητώντας το σημείο που θα συγκλίνουν στην ενιαία οδό του μέλλοντος. Ενώ η βάση της πλοκής είναι καθ’ ουσίαν απλή, εντούτοις αναδιπλώνονται ποικίλοι θεματικοί πυλώνες που εστιάζουν πρωτίστως στον πυρήνα των σχέσεων των γονέων και των παιδιών και την επιρροή των όποιων αίσιων ή δυσάρεστων γεγονότων στη διαδικασία ενηλικίωσης, ενώ εν συνεχεία αναλύονται οι έννοιες της αλήθειας, του ψεύδους, της ευθύνης που καθιστά κάποιον ένοχο ή αθώο και της απελευθέρωσης από τις τύψεις που εμποδίζουν το άτομο να ζήσει και γευτεί τους καρπούς της ύπαρξης.