Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 4ο μέρος

Ο Βόλφγκανγκ ανηφόριζε τον λόφο με την κίσσα στον ώμο του. Κανένας από τους δυο τους δεν μιλούσε και η ησυχία σε συνδυασμό με την ομορφιά του τοπίου ηρέμησε τον νεαρό ήρωα.

Ήταν ένα ηλιόλουστο ανοιξιάτικο πρωινό και η γη είχε βγάλει το χειμωνιάτικο λευκό γούνινο παλτό της και είχε φορέσει τον πράσινο μανδύα της που ήταν στολισμένος με εκατοντάδες πολύχρωμα λουλούδια.

Τα δέντρα είχαν απλώσει τα κλαριά τους σαν να ήταν χέρια που υψώνονταν στον ουρανό για να υμνήσουν την αναγέννηση της φύσης, ενώ τα πουλάκια κελαηδούσαν, οι μελισσούλες μετέφεραν γύρη από άνθος σε άνθος και οι πεταλούδες παιχνίδιζαν ανοιγοκλείνοντας τα φτερά τους.

Ο Βόλφγκανγκ δεν είχε ξαναδεί ωραιότερο θέαμα, παρόλο που περνούσε άπειρες ώρες στο δάσος από τότε που ήταν παιδί.

«Θα μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ», μονολόγησε και ενώ η κίσσα δεν απάντησε, εμφανίστηκε άξαφνα μπροστά τους ένα σκιουράκι.

«Ω!! Καλώς το. Πόσο όμορφο είσαι», του είπε ο Βόλφγκανγκ μόλις το είδε και γονάτισε στο έδαφος για να το χαϊδέψει, ενώ εκείνο τον πλησίασε και άφησε στα πόδια του ένα βελανίδι.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Βόλφγκανγκ, αλλά το σκιουράκι δεν απάντησε.

Ο Βόλφγκανγκ πήρε το βελανίδι στα χέρια του και το περιεργάστηκε. Ήταν μεσαίου μεγέθους και δεν διακρινόταν τίποτα περίεργο επάνω του. Ο Βόλφγκανγκ κοίταξε προσεκτικά κάθε πλευρά του, αλλά δεν βρήκε απολύτως κανένα σημάδι ή κάποια διαφορά με τα βελανίδια που είχε δει στο παρελθόν.

«Γιατί μου το έδωσες; Τι θέλεις να το κάνω;» ρώτησε ξανά το σκιουράκι, αλλά εκείνο εξακολούθησε να μην αποκρίνεται και τον κοιτούσε δίχως να αντιδρά.

«Εσύ καταλαβαίνεις;» ρώτησε τότε ο Βόλφγκανγκ την κίσσα, αλλά εκείνη τον αγνόησε και έστρεψε το κεφάλι της προς την αντίθετη κατεύθυνση, υπενθυμίζοντάς του ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής όφειλε να αντιμετωπίσει μόνος του καθετί καλό ή κακό που θα συναντούσαν, δίχως να ζητήσει τη βοήθειά της.

Απογοητευμένος ή μάλλον μπερδεμένος, ο Βόλφγκανγκ επιζητούσε να ερμηνεύσει τη συμπεριφορά του σκίουρου και να καταλάβει τι ζητούσε τελικά από εκείνον. Οι απόπειρές του όμως ήταν μάταιες, αφού το μυαλό του δεν τον οδηγούσε σε κανένα λογικό συμπέρασμα.

«Μήπως πεινάς;» ρώτησε σε μια νέα απέλπιδα προσπάθεια, ενώ παράλληλα μάζευε καρπούς από τα γύρω δέντρα. Όταν τέλειωσε, τους άφησε μπροστά στο σκιουράκι, αλλά εκείνο κούνησε αρνητικά το κεφαλάκι του σαν να του έλεγε «Δεν πεινάω».

«Τι συμβαίνει λοιπόν; Τι θέλεις να μου πεις;» ξαναρώτησε απελπισμένος ο Βόλφγκανγκ, δίχως να περιμένει πλέον απόκριση. Καθώς όμως κοιτούσε τώρα το βελανίδι, αντιλήφθηκε κάτι που δεν είχε προσέξει νωρίτερα. Το βελανίδι ήταν εξαιρετικά ελαφρύ.

«Ίσως αυτή να είναι η απάντηση που γυρεύω», συλλογίστηκε και δίχως να χάσει καιρό, το έσπασε.

Τότε στο εσωτερικό του βρήκε ένα δεύτερο βελανίδι που όταν το έσπασε, βρήκε ένα τρίτο. Όταν έσπασε και αυτό το τελευταίο, συνέβη κάτι εκπληκτικό. Χύθηκε ένα γαλάζιο υγρό που έπεσε στο χώμα και δημιούργησε έναν μικρό κύκλο.

Το σκιουράκι πλησίασε και πέταξε μέσα σ’ αυτόν τα τσόφλια από τα βελανίδια που έλιωσαν αστραπιαία, σχηματίζοντας την εικόνα ενός δέντρου και ενός σπιτιού. Ο Βόλφγκανγκ κοίταξε την εικόνα, αλλά εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει.

«Είναι ένα σημάδι», είπε στο σκιουράκι, «αλλά δεν μπορώ να λύσω τον γρίφο που κρύβει. Ένα σπίτι και ένα δέντρο. Πρέπει να πάω κάπου;»

«Όχι», απάντησε επιτέλους το σκιουράκι κουνώντας αρνητικά το κεφαλάκι του.

«Θα τα συναντήσω λοιπόν στον δρόμο μου;»

«Ναι», ήταν η δεύτερη απάντηση του σκίουρου και έβγαλε μέσα από την ουρά του ένα μικρό πράσινο γυαλί που το έδωσε στον Βόλφγκανγκ. Εκείνος το πήρε στα χέρια του, αλλά προτού προλάβει να ξαναρωτήσει το σκιουράκι, εκείνο σκαρφάλωσε επάνω στο δέντρο και εξαφανίστηκε.

«Χμμ…. Πόσο περίεργα είναι όλα αυτά», μονολόγησε τώρα ο Βόλφγκανγκ και αφού έκρυψε το γυαλί στον σάκο του, συνέχισε την πορεία του συντροφιά με την κίσσα.

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Οι καρποί του δάσους

Υλικά:

1 κιλό κορόμηλα

1 κιλό μούσμουλα

2 ποτήρια νερό

3 ποτήρια ζάχαρη

Εκτέλεση:

Πλένουμε και καθαρίζουμε τα φρούτα. Τα βάζουμε σε μια κατσαρόλα, ρίχνουμε δυο ποτήρια νερό και τα βράζουμε καλά. Στη συνέχεια αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και λιώνουμε τα φρούτα στο πρες πουρέ.

Τα ξαναβάζουμε στην κατσαρόλα, προσθέτουμε το νερό του προηγούμενου βρασμού που το έχουμε στραγγίσει σ’ ένα τουλπάνι και τα βράζουμε ξανά.

Ρίχνουμε τη ζάχαρη και συνεχίζουμε τη βράση, έως ότου δέσει η μαρμελάδα.