Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 6ο μέρος
Είχαν περάσει ήδη δέκα ημέρες από τότε που ξεκίνησε το ταξίδι του Βόλφγκανγκ και οι εμπειρίες που είχε αποκτήσει, παρόλο που τον τρόμαξαν κατά την εξέλιξή τους, τον πριμοδότησαν τελικά με θάρρος και μια υπέροχη αίσθηση μοναδικότητας και αγαλλίασης που προερχόταν από την εναλλαγή τους και συνάμα τη διάρρηξη της μονοτονίας του.
Φυσικά δεν είχε λησμονήσει τα λόγια της γοργόνας και γι’ αυτό προχωρούσε πολύ προσεκτικά, ώστε να προφυλαχθεί όσο περισσότερο μπορούσε από τους κινδύνους που καραδοκούσαν.
Η κίσσα παρέμενε πάντοτε σιωπηλή και παρόλο που στην αρχή της γνωριμίας τους η φλυαρία της ήταν εκνευριστική, τώρα η απουσία της δυσκόλευε τον Βόλφγκανγκ, αφού αδυνατούσε να λάβει τις απαντήσεις που αποζητούσε για τα επόμενα στάδια του ταξιδιού τους.
Τα συναισθήματά του λοιπόν μεταβάλλονταν, όπως ακριβώς και το τοπίο και ενώ τη μια στιγμή βυθιζόταν στις αμφιβολίες του, την άλλη χαιρόταν σαν παιδί, γελούσε και τραγουδούσε, δοξάζοντας την καλή του τύχη που του χάρισε μια συναρπαστική περιπέτεια.
Την ενδέκατη ημέρα, όλα γύρω του ήταν στρωμένα με χιόνι. Ούτε μια σπιθαμή του βουνού δεν ήταν ακάλυπτη από το λευκό πάπλωμα και έκανε παγωνιά.
Ο Βόλφγκανγκ προχωρούσε με δυσκολία και καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια, διότι δεν διέθετε τον κατάλληλο εξοπλισμό και το πανωφόρι του δεν ήταν αρκετά ζεστό γι’ αυτές τις πολικές θερμοκρασίες.
«Πρέπει να βρω οπωσδήποτε ένα καταφύγιο για τη νύχτα», συλλογίστηκε, καθώς ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνει σταδιακά τη λάμψη του, αλλά δυστυχώς, όσο κι αν κοιτούσε γύρω του, δεν έβλεπε καμιά σπηλιά ή έστω ένα δέντρο για να κρυφτεί κάτω από τα κλαδιά του.
Παγωμένος, κουρασμένος και αγχωμένος, ένιωθε πλέον τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν.
«Ίσως», σκέφτηκε «αν περπατούσα πιο γρήγορα να έφευγα από αυτήν την περιοχή και να βρισκόμουν σε ένα σημείο του βουνού με διαφορετικό κλίμα, θερμότερο και ηπιότερο».
Ωστόσο, ο βηματισμός του όχι μόνο ήταν αδύνατο να επιταχυνθεί, αλλά όντας καταπονημένος, σύντομα θα κατέρρεε και θα πέθαινε καλυμμένος από το χιόνι.
Παρ’ όλα αυτά και ενώ το σώμα του τού έδειχνε ότι δεν αντέχει, το μυαλό του τού θύμισε τα λόγια της γοργόνας «Πίστεψε στον εαυτό σου και τις δυνατότητές σου…» και έτσι πήρε κουράγιο για να προχωρήσει λίγο ακόμα.
Είχε διανύσει ελάχιστα μέτρα, όταν κατάλαβε ότι η τύχη τον ευνόησε, αφού ξαφνικά – μέσα στη μέση του πουθενά – ξεπρόβαλλε μπροστά του ένα μικρό σπιτάκι.
Ένα ξύλινο σπιτάκι που δίπλα από την πόρτα του έστεκε ένα δέντρο, όπως ακριβώς στην εικόνα που του είχε δείξει ο σκίουρος.

Ο Βόλφγκανγκ πλησίασε και είδε ότι στο παράθυρο υπήρχε φως.
«Άραγε, ποιος κατοικεί εδώ;» αναρωτήθηκε και χτύπησε δειλά την πόρτα.
Ένα χτύπημα, δυο, τρία. Κανείς δεν απαντούσε και ούτε ακουγόταν κάποιος ήχος από το εσωτερικό του σπιτιού.
Μην αντέχοντας άλλο το κρύο που διαπερνούσε κάθε πόρο του σώματός του, ο Βόλφγκανγκ έσπρωξε την πόρτα, αλλά εκείνη δεν άνοιγε.
«Αφού υπάρχει φως, σίγουρα κάποιος είναι εδώ», μονολόγησε και ξαναχτύπησε δυνατά την πόρτα.
«Ήσυχα!! Ήσυχα!! Έρχομαι, σταματήστε επιτέλους να κάνετε φασαρία», ακούστηκε τότε μια φωνή και η πόρτα μισάνοιξε φανερώνοντας έναν γεράκο.
«Σας παρακαλώ!! Θα μπορούσα να διανυκτερεύσω στο σπίτι σας;» ρώτησε ο Βόλφγκανγκ. «Κρυώνω πολύ και δεν βρήκα κανένα καταφύγιο για να προφυλαχθώ».
Ο γεράκος τον κοίταξε καλά – καλά και αφού άνοιξε διάπλατα την πόρτα του επέτρεψε να περάσει.
Ο Βόλφγκανγκ μπήκε στο σπιτάκι και μέχρι ο οικοδεσπότης του να κλείσει και να αμπαρώσει την πόρτα, πρόλαβε να δει το μεγάλο τζάκι, όπου έκαιγε μια δυνατή φωτιά και το στρωμένο τραπέζι.
«Ετοιμαζόμουν να δειπνήσω», εξήγησε ο γεράκος, προσθέτοντας «Υποθέτω ότι θα πεινάς. Ξεφορτώσου λοιπόν τον σάκο σου και κάθισε να φάμε».
Ο Βόλφγκανγκ υπάκουσε πρόθυμα και ο γεράκος σερβίρισε ζεστή χορτόσουπα, ψωμί και λουκάνικα για τους δυο τους και καρύδια για την κίσσα.
Έφαγαν αμίλητοι και όταν τέλειωσαν, ο γεράκος έστρωσε στον νεαρό φιλοξενούμενό του να κοιμηθεί δίπλα στο τζάκι και εκείνος αποσύρθηκε στο υπνοδωμάτιό του.
Ο Βόλφγκανγκ ένιωθε πλέον πολύ καλά. Είχε χορτάσει από το νόστιμο φαγητό, είχε ζεσταθεί και το μόνο που του χρειαζόταν, ήταν να κοιμηθεί.
Όσον αφορά τις απορίες του σχετικά με την παρουσία του γεράκου που κατοικούσε ολομόναχος στην ερημιά, θα περίμεναν να λυθούν το πρωί. Αν βέβαια, ο φιλόξενος ιδιοκτήτης του σπιτιού ήταν πρόθυμος να απαντήσει τις ερωτήσεις του.
Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Η ζεστασιά της φλόγας
Υλικά:
2 κιλά βανίλιες (ώριμες)
2 ποτήρια νερό
3 κούπες ζάχαρη
Εκτέλεση:
Πλένουμε, κόβουμε σε 2 κομμάτια τις βανίλιες και αφαιρούμε τα κουκούτσια. Τις βάζουμε σε μια κατσαρόλα, ρίχνουμε δυο ποτήρια νερό και τα βράζουμε καλά. Στη συνέχεια αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και λιώνουμε τα φρούτα στο πρες πουρέ.
Τα ξαναβάζουμε στην κατσαρόλα, προσθέτουμε το νερό του προηγούμενου βρασμού που το έχουμε στραγγίσει σ’ ένα τουλπάνι και τα βράζουμε ξανά. Ρίχνουμε τη ζάχαρη και συνεχίζουμε τη βράση, έως ότου δέσει η μαρμελάδα.