Από την Ισμήνη Χαρίλα

Η ζωή είναι μια αλληλουχία επιλογών. Ένα σταυροδρόμι που ανοίγει σε διαφορετικά μονοπάτια και ο καθένας καλείται να αποφασίσει ποιο θα ακολουθήσει. Επιλογές άλλοτε λανθασμένες και άλλοτε σωστές που ενίοτε παγιώνουν καταστάσεις που δεν μπορούν να διορθωθούν.

Επιθυμία και καθήκον και έκαστος προχωρά σύμφωνα με τις εμπειρίες, το θάρρος, τις αντοχές και κυρίως τη συνείδησή του που του επιτρέπει ή τον εμποδίζει αντίστοιχα να κλείσει τα μάτια και να κωφεύσει στις Σειρήνες που του υπαγορεύουν τις εντολές τους.

Η επιτυχημένη ή μη έκβαση των καταστάσεων δεν είναι απαραίτητα εμφανής ευθύς εξ’ αρχής, αλλά – ακόμα και στις περιπτώσεις που κάποιος αναγκάζεται να επιλέξει το απευκταίο – ελπίζει πάντοτε ότι κάποια στιγμή θα βρει την ευκαιρία να ξεφύγει και να περπατήσει στον δρόμο της καρδιάς του, όπως ακριβώς και η ηρωίδα του Γιάννη Ξανθούλη στο ομώνυμο έργο του «δεσποινίς Πελαγία» που πρωτοεκδόθηκε το 2010 και επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

Θυμίζοντας τα λόγια του γάλλου ποιητή και μυθιστοριογράφου Αλφρέ ντε Μυσσέ που έγραψε ότι «η ζωή είναι ένα τριαντάφυλλο του οποίου κάθε ροδοπέταλο είναι μια ψευδαίσθηση και κάθε αγκάθι μια πραγματικότητα», η δεσποινίδα Πελαγία ένιωσε από την πρώτη στιγμή της γέννησής της να την τρυπούν τα αγκάθια.

Ανάπηρη εκ γενετής, αναγκάστηκε πολύ νωρίς να εγκαταλείψει τα όνειρα και τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο για να εργαστεί και να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα και τους δυο μικρότερους αδελφούς της, μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Ωσάν υπάκουος στρατιώτης, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και στήριξε την οικογένεια με όλες της τις δυνάμεις, βάζοντας σε δεύτερη προτεραιότητα τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες.

Στο διάβα των ετών πληγώθηκε, πόνεσε, απογοητεύτηκε και δημιούργησε σταδιακά την άμυνά της. Ένα σκληρό καβούκι που απέκλεισε όλους όσους την περιτριγύριζαν, αφού καθένας από αυτούς την προσέγγιζε με απαιτήσεις και αρπακτικές διαθέσεις.

Στην ηλικία των πενήντα πέντε ετών, είναι πλέον μόνη, αφού η μητέρα της έχει πεθάνει και τα αδέλφια της ζουν μακριά της, επιτυχημένα και ευτυχισμένα με τις οικογένειές τους. Έτσι, η δεσποινίδα Πελαγία νιώθει ότι όλα έχουν τελειώσει και δεν υπάρχει κανένα φως στο βάθος του τούνελ, κανένας να σταθεί πλάι της και τίποτα για να χρωματίσει τη μουντάδα των σκιών της.

Η ευτυχία μοιάζει με μια αφηρημένη έννοια και η καθημερινότητά της διακρίνεται από την αέναη επανάληψη του ίδιου μονότονου δρομολογίου «σπίτι – δουλειά – σπίτι». Ώσπου, εκεί όπου όλα φαίνονται παγιωμένα και νεκρωμένα, η τύχη αποφασίζει να της δείξει την εύνοιά της και της χαρίζει ένα δώρο που μπορεί να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή της.

Ο Γιάννης Ξανθούλης σκιαγραφεί επομένως τον χαρακτήρα της ηρωίδας του και αναδεικνύει τόσο τους παράγοντες που σμίλεψαν το σκληρό περίβλημά της, όσο και την ανάγκη της να αγαπηθεί, για να μάθει να αγαπά. Καθώς εξελίσσεται άρα η αφήγηση και τα γεγονότα επιτρέπουν πλέον στη δεσποινίδα Πελαγία να απαλλαγεί απ’ όσα τη βαραίνουν και της προκαλούν ασφυξία, καταδεικνύονται η μεταστροφή της συμπεριφοράς της και η ανακάλυψη των ορίων της.

Ο αναγνώστης βυθίζεται στον κόσμο της ανθρώπινης ψυχολογίας και συνάμα παρακολουθεί την αλλαγή της Αθήνας, της πόλης δηλαδή όπου κατοικεί η δεσποινίδα Πελαγία. Μιας πόλης που έχει χάσει τη δροσιά της ανεμελιάς, της ξενοιασιάς και της αριστοκρατικότητάς της που πήγαζε από την απόρριψη της αναξιοπρέπειας και τον εναγκαλισμό της ευγένειας και της ευπρέπειας και γερνά υπό το βάρος των σκιών της θλίψης και του πόνου που κουβαλούν οι κάτοικοί της.

Μετανάστευση, επερχόμενη οικονομική κρίση, περιβαλλοντικές αλλαγές, εγκληματικότητα και αποξένωση. Απομόνωση, αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, θεοποίηση του χρήματος, αλλά παράλληλα διατήρηση ψηγμάτων φιλανθρωπίας και συμπόνιας. Μια κοινωνία λαξευμένη κατά κύριο λόγο στον βωμό του υλισμού και πρόθυμη να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή δίχως αντιστάσεις ή ηθικούς φραγμούς.

Οι αναμνήσεις παίζουν το δικό τους παιχνίδι. Έρχονται και φεύγουν για να θυμίσουν και να διδάξουν, ενώ το ταξίδι στο παρελθόν καθίσταται αναγκαίο για να επουλωθούν οι πληγές και να τροφοδοτηθεί η ψυχή με θάρρος και ελπίδα για το μέλλον.

Παρατηρείται επομένως μια κυκλική πορεία και η αφετηρία, ακόμα και αν δεν αποτελεί το σημείο τερματισμού, διαφοροποιείται και αποστασιοποιείται από τους πρωθύστερους συμβολισμούς της. Ο χρόνος κυλά, ο λόγος ρέει και ο εκφραστικός πεσιμισμός που αποτυπώνει την πραγματικότητα, στρογγυλεύεται από την έξυπνη χρήση παρομοιώσεων και χιουμοριστικών σχολίων που αμβλύνουν ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αγγίζει τα όρια του κυνισμού ή απλούστατα του ρεαλισμού, αφού η δεσποινίδα Πελαγία αντικατοπτρίζει αυτό που πολλοί περιφρονούν και απαξιώνουν γιατί δεν θα μπορούσαν ποτέ να κατανοήσουν. Τη συνειδητή υποταγή στο καθήκον που καθοδηγείται είτε από την άρνηση κάποιου να βλάψει τους άλλους, είτε από αγάπη και μέριμνα για την ευτυχία τους.

Θυσία;; Καλοσύνη;; Δέσμευση;; Χρέος;; Ανοησία;; Φόβος;; Συμβιβασμός;; Όποια και αν είναι εντέλει η ερμηνευτική προσέγγιση, η δεσποινίδα Πελαγία είναι ένα λογοτεχνικό παράδειγμα που γεφυρώνει τον εικοστό πρώτο αιώνα με τα βιώματα των γυναικών περασμένων αιώνων που υποτάσσονταν στη βούληση των οικογενειών τους και στο πεπρωμένο που οι άλλοι όριζαν για εκείνες. Μια διαχρονική μορφή που ίσως εξακολουθήσει να συναντάται και στο μέλλον ή για όσον καιρό τουλάχιστον κάποιοι απαιτούν από άλλους να προασπίσουν τα συμφέροντά τους με οποιοδήποτε κόστος.