Γράφει ο Ερμής:
Συνέχεια από 7ο μέρος
Ο Βόλφγκανγκ βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο δίχως όνειρα και δίχως εικόνες. Έναν ήρεμο ύπνο που απάλλαξε το μυαλό και το σώμα του από το βάρος των προηγούμενων ημερών.
Το επόμενο πρωινό ξύπνησε πολύ νωρίς και όταν ο οικοδεσπότης του ξεπρόβαλλε από την κάμαρά του, είχε ήδη τακτοποιήσει τα σκεπάσματα και έβραζε ένα ρόφημα από άγρια τριαντάφυλλα.
«Καλημέρα!! Ελπίζω να μην σας πειράζει. Σκέφτηκα να ετοιμάσω πρωινό», είπε ο Βόλφγκανγκ, αλλά ο γεράκος δεν αποκρίθηκε.
Κάθισε μόνο στο τραπέζι και περίμενε μέχρι ο Βόλφγκανγκ να σερβίρει το ρόφημα και να κόψει δυο φέτες ψωμί που βρήκε σ’ ένα ντουλάπι.
Έφαγαν αμίλητοι και όταν τέλειωσαν, ο Βόλφγκανγκ προσπαθούσε να βρει την ευκαιρία για να τον ρωτήσει για την παρουσία του σ’ εκείνο το σημείο του βουνού. Μήτε έβρισκε όμως τις κατάλληλες λέξεις για να διατυπώσει τα ερωτήματά του, μήτε έπαιρνε θάρρος από τη βουβή μορφή του γεράκου.
Ώσπου, άξαφνα η κίσσα – λες και κατάλαβε τους ενδοιασμούς του Βόλφγκανγκ – αποφάσισε να μιλήσει.
«Πες του», διέταξε απλώς τον γεράκο και έπειτα πέταξε και στάθηκε στο περβάζι του παραθύρου.
Ο γεράκος σηκώθηκε, πήρε επάνω από το τζάκι ένα βιβλίο και αφού επέστρεψε στη θέση του, είπε στον Βόλφγκανγκ.
«Αυτά που θα μάθεις σήμερα, δεν πρέπει να τα πεις ποτέ και σε κανέναν. Θα τα θάψεις βαθειά στο μυαλό και την καρδιά σου και θα ξεχάσεις ότι τα άκουσες. Αν παραβείς αυτήν την εντολή, θα είσαι υπαίτιος για την καταστροφή και τον θάνατο πολλών αθώων».
Ο Βόλφγκανγκ τον κοιτούσε σαστισμένος και ανίκανος να αντιδράσει. Ποιο ήταν το φοβερό μυστικό που θα του αποκαλυπτόταν και για το οποίο δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν;
«Ορκίσου!!» τον πρόσταξε ο γεράκος και εκείνος συναίνεσε αμέσως, αφού ούτως ή άλλως δεν είχε άλλη επιλογή.
«Αυτό το βιβλίο», άρχισε να εξηγεί τότε ο γεράκος «καταγράφει τον μύθο του βουνού και όσα συνέβησαν από τη στιγμή που εμφανίστηκε εδώ η μάγισσα Κλοντίντ. Μια γυναίκα που ήρθε από μια μακρινή και άγνωστη χώρα και εγκαταστάθηκε ξαφνικά σ’ ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού.
Την εποχή εκείνη το βουνό ήταν ένας πανέμορφος, καταπράσινος λόφος με γάργαρες πηγές, ποτάμια και άφθονη τροφή για τα ζώα και τα πουλιά που είχαν στήσει εδώ τις φωλιές τους. Οι κάτοικοι του χωριού περνούσαν πολλές ώρες από τον χρόνο τους σε αυτόν, είτε για να μαζέψουν καρπούς, είτε για να ψαρέψουν, είτε για να κόψουν ξύλα, είτε απλώς για να απολαύσουν την ηρεμία του τοπίου.
Ήταν λοιπόν ένας επίγειος παράδεισος και όποιος βρισκόταν σ’ αυτόν ένιωθε ευτυχισμένος.
Ώσπου, η Κλοντίντ αποφάσισε να στήσει το καλύβι της κοντά σε μια πηγή, για να είναι ελεύθερη να παρασκευάζει τα ξόρκια της χωρίς να την παρατηρούν οι χωρικοί.
Στην αρχή δεν υπήρξε πρόβλημα. Η Κλοντίντ έμενε στο καλύβι της μαζί με την κόρη της, τη Μαργκώ, η οποία δεν έμοιαζε καθόλου στη μητέρα της, αφού ήταν όμορφη, καλή, ευγενική, γλυκομίλητη και αγαπητή από όλα τα πλάσματα του δάσους.
Η Κλοντίντ ήταν υπερήφανη για εκείνη και επειδή ήθελε να έχει την καλύτερη τύχη, προσπαθούσε να βρει τον τρόπο για να την παντρέψει με τον πρίγκιπα της διπλανής χώρας.
Αλλοίμονο όμως!! Η Μοίρα είχε διαφορετική άποψη και σύντομα χάλασε τα σχέδια της Κλοντίντ, αφού η κόρη της, η Μαργκώ ερωτεύτηκε έναν νέο χωρικό, τον Κλάους. Έναν καλό και τίμιο, αλλά φτωχό άνδρα που δεν θα κατάφερνε ποτέ να προσφέρει στη Μαργκώ τη ζωή που ονειρευόταν η Κλοντίντ.

Παρ’ όλα αυτά, οι δυο νέοι ήταν πολύ ερωτευμένοι και η Μαργκώ φοβούμενη ότι η μητέρα της θα δημιουργούσε προβλήματα, αν μάθαινε τον δεσμό τους, δεν της είχε πει τίποτα.
Εκείνη και ο Κλάους συναντιόντουσαν κρυφά στο δάσος και τα πουλιά έγιναν οι άγρυπνοι συνένοχοι του μυστικού τους που τους προειδοποιούσαν για κάθε κίνηση της Κλοντίντ.
Ώσπου…»
Ο γεράκος που, ενώ μιλούσε, γυρνούσε παράλληλα τις σελίδες του βιβλίου και έδειχνε τις εικόνες στον Βόλφγκανγκ, έφτασε σε ένα δισέλιδο που ο φόντος ήταν ολόμαυρος.
«Η Κλοντίντ έμαθε την αλήθεια. Οι πολύωρες καθημερινές απουσίες της κόρης της είχαν κινήσει την περιέργειά της και γι’ αυτό αποφάσισε να την παρακολουθήσει.
Μια ημέρα λοιπόν που η Μαργκώ έφυγε από το σπίτι, η Κλοντίντ μεταμορφώθηκε σε αετό και πέταξε πάνω από το κεφάλι της κόρης της, η οποία – ανυποψίαστη – συνάντησε τον καλό της».
«Και τα πουλιά;» διέκοψε την αφήγηση ο Βόλφγκανγκ. «Δεν τους ειδοποίησαν;»
«Όχι. Βλέπεις, κανένα από αυτά δεν τόλμησε να πλησιάσει τον μεγάλο και δυνατό αετό και παρόλο που τον αντίκριζαν για πρώτη φορά, δεν κατάλαβαν ότι δεν ήταν αληθινός.
Όταν η μάγισσα επέστρεψε στο σπίτι της, ήξερε πλέον ότι η κόρη της σχεδίαζε να το σκάσει με τον Κλάους και να παντρευτούν και γι’ αυτό έβαλε αμέσως σκοπό να διαλύσει τη σχέση τους.
Υπομονετική και ψύχραιμη, δεν είπε τίποτα στη Μαργκώ και φρόντισε να κυλήσει το βράδυ, δίχως η κόρη της να υποψιαστεί ότι η μητέρα της γνώριζε το μυστικό της.
Νωρίς την αυγή, η Μαργκώ μάζεψε τα λιγοστά της υπάρχοντα, άφησε ένα σύντομο αποχαιρετιστήριο γράμμα στη μητέρα της και εγκατέλειψε το καλύβι.
Η Κλοντίντ, που υποκρινόταν ότι κοιμόταν, παρακολουθούσε κάθε κίνηση και μόλις η Μαργκώ έκλεισε πίσω της την πόρτα, πετάχτηκε από το κρεβάτι, μεταμορφώθηκε πάλι σε αετό και ακολούθησε ξανά την κόρη της που συναντήθηκε με τον Κλάους στο μεγάλο ξέφωτο.
«Πού νομίζεις ότι πηγαίνεις;» ρώτησε τότε η μάγισσα την κόρη της, ενώ προσγειωνόταν μπροστά της και παίρνοντας πάλι την ανθρώπινη μορφή της.
Ξαφνιασμένη η Μαργκώ, δεν τολμούσε να απαντήσει και η Κλοντίντ συνέχισε να την κατακεραυνώνει με το βλέμμα της.
«Αυτός δεν ταιριάζει σ’ εσένα και είτε θα ορκιστείς αυτήν τη στιγμή ότι δεν τον ξαναδείς, είτε θα τιμωρηθείτε και οι δυο που με κοροϊδέψατε».
«Μητέρα τον αγαπώ και δεν θα τον εγκαταλείψω ποτέ», βρήκε επιτέλους το θάρρος να ξεστομίσει η Μαργκώ μπροστά στην απειλή της μητέρας της».
«Δηλαδή θα με παρακούσεις;» ρώτησε οργισμένη η Κλοντίντ και καθώς η κόρη της αποκρίθηκε θετικά, σήκωσε το ραβδί της και μεταμόρφωσε τον Κλάους σε κόρακα.
Πανικοβλημένη η Μαργκώ με την πράξη της μητέρας της και νιώθοντας τον πόνο να διαπερνά την ψυχή της, της επιτέθηκε. Οι δυο γυναίκες άρχισαν να τραβούν η μια τα μαλλιά της άλλης, αντάλλασσαν χτυπήματα, κυλίστηκαν στο χώμα και κάποια στιγμή η Μαργκώ άρπαξε το μαγικό ραβδί.
Σηκώθηκε τότε όρθια, το έστρεψε στον Κλάους και επιχείρησε να τον μεταμορφώσει πάλι σε άνθρωπο. Καθώς όμως το ραβδί υπάκουε μόνο στις εντολές της ιδιοκτήτριάς του, δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Έτσι, η Μαργκώ, απελπισμένη και με δάκρυα στα μάτια, ικέτευσε τη μητέρα της να σπάσει το ξόρκι της. Εκείνη όμως αρνήθηκε.

«Αυτός ο άνδρας θα είναι αιώνια κόρακας», ούρλιαξε στην κόρη της και η τελευταία – μην ξέροντας τι άλλο να κάνει – έσπασε το ραβδί που αυτομάτως έχασε τη δύναμή του, νεκρώθηκε και παρέσυρε μαζί του στον θάνατο την Κλοντίντ.
Τα πουλιά και τα ζώα του δάσους – που ήταν μάρτυρες των γεγονότων – χάρηκαν για την τιμωρία της μάγισσας, αλλά παράλληλα λυπόντουσαν τους δυο νέους.
Η Μαργκώ ήταν γονατισμένη και έκλαιγε με αναφιλητά, ενώ ο Κλάους άγγιζε με τα φτερά του τα μάγουλά της για να της δώσει θάρρος.
Ήταν μάταιο όμως. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, μέχρι που…..»
Συνεχίζεται…..
Συνταγή της Αμβροσίας: Το δηλητήριο του μίσους
Υλικά:
10 μεγάλα νεκταρίνια
4 κούπες ζάχαρη
½ κιλό κονιάκ
1 κιλό άσπρο ρούμι
3 λοβοί βανίλιας
10 σπόροι τόνγκα
Εκτέλεση:
Πλένουμε και κόβουμε στη μέση τα νεκταρίνια. Αφαιρούμε και κρατάμε τα κουκούτσια. Κόβουμε τους λοβούς βανίλιας και σπάζουμε τους σπόρους τόνγκα.
Αδειάζουμε όλα τα υλικά (και τα κουκούτσια) σ’ ένα μεγάλο βάζο, που κλείνει αεροστεγώς. Φυλάμε το βάζο σε σκιερό σημείο και ανακινούμε το περιεχόμενο 2 – 3 φορές ημερησίως, για έναν μήνα. Στραγγίζουμε δυο φορές σ’ ένα τουλπάνι το ποτό και το αδειάζουμε σε κρυστάλλινη μποτίλια.