Από την Ισμήνη Χαρίλα

«Η κυρία Μισέλ έχει την κομψότητα του σκαντζόχοιρου: απέξω είναι θωρακισμένη με αγκάθια, αληθινό φρούριο, αλλά διαισθάνομαι ότι, από μέσα, είναι εξίσου λιτά ραφινάτη με τους σκαντζόχοιρους, οι οποίοι είναι ζωάκια ψευδώς νωθρά, αγρίως μοναχικά και εξόχως κομψά».

Η παραπάνω περιγραφή αναφέρεται στη μια από τις βασικές ηρωίδες του έργου της Μυριέλ Μπαρμπερύ «Η κομψότητα του σκαντζόχοιρου» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη και σε μετάφραση της Μήνας Πατεράκη – Γαρέφη.

Πρόκειται για τη Ρενέ Μισέλ, μια γυναίκα πενήντα τεσσάρων ετών που εργάζεται ως θυρωρός σ’ ένα κτίριο υπερπολυτελών διαμερισμάτων και περιγράφει τον εαυτό της ως εμφανισιακά άχρωμο, αφού είναι «κοντή, παχουλή, άσχημη, με κότσια στα πόδια και κακοσμία στην αναπνοή».

Παρόλο που η σχολική της φοίτηση περιορίστηκε στις τάξεις του δημοτικού, η αγάπη της για το διάβασμα, την ώθησε να ανακαλύψει μόνη της τον κόσμο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, της κλασσικής μουσικής και εν γένει της Τέχνης. Απέκτησε επομένως μια βαθειά καλλιέργεια που κρύβει όμως επιμελώς από τον περίγυρό της, αφού γνωρίζει ότι οι άνθρωποι έχουν συγκεκριμένες αντιλήψεις για τους άλλους, οι οποίες επηρεάζονται από την καταγωγή και την κοινωνική τους κατάσταση.

Η δεύτερη βασική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η Παλόμα Ζος, μια δωδεκάχρονη που κατοικεί στο κτίριο που εργάζεται η Ρενέ και η οποία είναι πεπεισμένη ότι η ευμάρεια της οικογένειάς της σε συνδυασμό με το υψηλό κοινωνικό τους status θα την κλείσει σε «μια γυάλα για χρυσόψαρα». Ευφυής, με οξυμένη αντίληψη για την ηλικία της, αποδομεί τη ρομαντική άποψη της έννοιας της ευτυχίας και αποφασίζει να αυτοκτονήσει και να κάψει την πατρική της εστία την τελευταία ημέρα του σχολικού έτους.

Η Μπαρμπερύ στηρίζει επομένως το πόνημά της σ’ αυτά τα δυο πρόσωπα και το κείμενο διακρίνεται από μια εναλλασσόμενη πρωτοπρόσωπη αφήγηση που έχει κατά κάποιο τρόπο ημερολογιακή μορφή. Φαινομενικά, οι δυο αυτοί χαρακτήρες δεν έχουν τίποτα κοινό, εκτός από το γεγονός ότι κατοικούν στο ίδιο κτίριο. Σε δεύτερο επίπεδο όμως οι αντιθέσεις τους – και κυρίως η στατιστική τους απόκλιση – λειτουργούν συνθετικά για να αναδειχθεί η φιλοσοφική διάσταση του έργου.

Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ένας άνθρωπος που έχει μελετήσει τόσο πολύ, όσο η Ρενέ Μισέλ, θα ήθελε πιθανότατα να αναβαθμίσει την ποιότητα της ζωής του και δεν θα έκρυβε επιμελώς την καλλιέργειά του. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ευκόλως κατανοητό για όλους ότι ένα παιδί, όπως η Παλόμα Ζος, αποζητά τον θάνατο, ενώ το μέλλον του διαγράφεται ανέφελο.

Η στάση όμως των ηρωίδων αποβλέπει στην κατάρριψη των στερεοτύπων, στη διάρρηξη της απολυτότητας της εικόνας που σχηματίζουν ορισμένοι και στην ιδεολογική απόρριψη του αποτελέσματος της εξίσωσης που ορίζει ότι ένα συν ένα δίνει άθροισμα δυο και ουχί οτιδήποτε άλλο.

Κατά συνέπεια, η Ρενέ και η Παλόμα είναι δυο φιλοσοφικά πρότυπα, δυο μορφές με ετερόκλητα βιώματα και εμπειρίες, αφού η πρώτη είναι πλέον μεσήλικας, ενώ η δεύτερη έχει μόλις αφήσει την παιδική ηλικία και περνά στην εφηβεία.

Ως εκ τούτου αντικατοπτρίζουν την αξιακή θεώρηση της ζωής που έχει ένα άτομο στην αρχή της πορείας του προς την ανεξαρτητοποίηση και εν συνεχεία τη μετάλλαξή του όταν έχει πλέον διανύσει ένα μεγάλο μέρος της επίγειας παρουσίας του και έχει γνωρίσει τα όρια της αντοχής και ανοχής του.

Ως καθηγήτρια φιλοσοφίας, η Μπαρμπερύ παραδίδει λοιπόν στο κοινό ένα αφήγημα που πραγματεύεται αιώνιους υπαρξιακούς προβληματισμούς. Το κείμενο διακρίνεται από ένα άρτιο γλωσσικό υπόβαθρο και δοκιμιακό λόγο που συνάδει απολύτως με την Πανεπιστημιακή ιδιότητα της συγγραφέως, ενώ απευθύνεται κυρίως σε αναγνώστες που θα ήταν προτιμότερο να έχουν κάποιες ουσιώδεις γνώσεις των μνημονευομένων φιλοσοφικών ή λογοτεχνικών έργων, ώστε να διευκολυνθούν στην κατανόηση των αποδιδόμενων βαθύτερων νοημάτων.

Ούτως ή άλλως δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα συνδιαλέγεται με τον εσωτερικό μονόλογο που εγκαταλείπει τον εξωτερικό κόσμο και ανακαλύπτει τις μύχιες σκέψεις που καθορίζουν την ουσιοκρατική οντολογία.