Γράφει ο Ερμής:

Συνέχεια από 8ο μέρος

«Μην κλαις», άκουσε ξαφνικά μια φωνή η Μαργκώ. «Θα βρούμε εμείς τη λύση και θα σας βοηθήσουμε».

Η Μαργκώ έστρεψε το βλέμμα της προς το σημείο απ’ όπου ακουγόταν η φωνή και είδε τις τρεις νεράιδες του λόφου, οι οποίες ειδοποιήθηκαν από τα πουλιά του δάσους και έτρεξαν αμέσως να συμπαρασταθούν στους δυο νέους.

Τα λόγια των νεράιδων έδωσαν θάρρος στη Μαργκώ και πίστεψε ότι εκείνες θα διέλυαν τα μάγια της μητέρας της και θα ξανάδιναν στον αγαπημένο της την ανθρώπινη μορφή του.

Δυστυχώς όμως ήταν μάταιο. Το ξόρκι ήταν τόσο δυνατό που θα μπορούσε να αντιστραφεί είτε από την Κλοντίντ – που ήταν όμως νεκρή – είτε από εκείνο το άτομο που θα είχε το χαρακτηριστικό της τιμωρίας του Κλάους.

Δηλαδή ένα άτομο γενναίο που θα τολμούσε να αψηφήσει οποιονδήποτε κίνδυνο για να προασπίσει ή να κερδίσει αυτό που επιθυμούσε. Ένα άτομο που δεν θα δείλιαζε ποτέ ακόμα και αν προχωρούσε σε δύσβατα και άγνωστα μονοπάτια.

Οι νεράιδες ήξεραν ότι δεν ήταν εύκολο να βρεθεί αυτός ο άνθρωπος, ιδίως αφού η απόδειξη της γενναιότητάς του έπρεπε να είναι αυθόρμητη και να μην γνωρίζει τον απώτερο σκοπό της αποστολής του.

Σκέφτηκαν λοιπόν αρκετά και κατέληξαν να πάρουν μια δύσκολη απόφαση. Μια απόφαση που άλλαξε τη μορφή του λόφου και το πεπρωμένο όλων των πλασμάτων που κατοικούσαν εδώ».

«Δηλαδή;» ρώτησε ανυπόμονος ο Βόλφγκανγκ που ήθελε να μάθει το τέλος της ιστορίας των δυο ερωτευμένων.

«Ο λόφος μας μετατράπηκε στο βουνό που βλέπεις σήμερα. Κάθε σημείο του αποτελεί πλέον μια δοκιμασία για εκείνους που αποφασίζουν να βρουν την αχλαδιά της περιπέτειας.

Οι νεράιδες έσβησαν από τη μνήμη των χωρικών την προηγούμενη εικόνα του λόφου και διέταξαν τα πουλιά να διαδώσουν τον μύθο του κόρακα που έχασε την ανθρώπινη μορφή του, επειδή αποκάλυψε το μυστικό της δύναμης ενός μάγου.

Βλέπεις, κανείς δεν έπρεπε να μάθει την αλήθεια για τον Κλάους ή για τη Μαργκώ που μεταμορφώθηκε από τις νεράιδες σε αχλαδιά».

«Γιατί έγινε δέντρο η Μαργκώ;» διέκοψε ξανά την αφήγηση του γεράκου ο Βόλφγκανγκ.

«Για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να διατηρήσει και εκείνη τη νεότητά της, ώστε να καταφέρει να ζήσει με τον αγαπημένο της, όταν θα λυνόντουσαν τα μάγια. Έπειτα, έπρεπε να συμμετάσχει στο σχέδιο των νεράιδων που όριζαν ότι η γενναιότητα κάποιου θα αποδεικνυόταν με βάση την αναζήτησή του.

Έγινε λοιπόν η αχλαδιά της περιπέτειας, γιατί η αγάπη είναι μια περιπέτεια. Ένας μυθικός κόσμος που σε παίρνει από το χέρι και σε παρασύρει σε νέες εμπειρίες. Διαταράσσει την καθημερινότητά σου και σου υπόσχεται την απόλυτη ευτυχία, αφήνοντας όμως πάντοτε ένα ανοιχτό παράθυρο στην πιθανότητα απογοήτευσης και προδοσίας.

Όλοι όσοι κατοικούσαμε λοιπόν την εποχή εκείνη στον λόφο δεχθήκαμε να λάβουμε μέρος σε αυτό το παράτολμο σχέδιο και να βοηθήσουμε τη Μαργκώ και τον Κλάους που τιμωρήθηκαν, δίχως να έχουν κάνει κανένα κακό.

Εγώ ανέλαβα να φυλάω το βιβλίο του δάσους και να αφηγούμαι την ιστορία σε όσους δείχνουν ότι είναι ικανοί να φθάσουν μέχρι το τέλος, ενώ η κίσσα τους επιλέγει και τους συνοδεύει μέχρι εδώ.

Στο διάβα των ετών ήταν πολλοί εκείνοι που ενθουσιάστηκαν με την ιδέα της αναζήτησης της αχλαδιάς και θέλησαν να αποκτήσουν τους καρπούς της. Τελικά όμως δεν ήταν όλοι θαρραλέοι ή πραγματικά ικανοί για να ολοκληρώσουν τη δοκιμασία. Γι’ αυτόν τον λόγο ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού εκείνοι που έμαθαν την ιστορία. Οι υπόλοιποι περνούσαν από το σπίτι μου, ξεκουραζόντουσαν και συνέχιζαν, χωρίς να γνωρίζουν την αλήθεια.

Υπήρξαν βέβαια και πολλοί που τα παρατούσαν, όταν έφθαναν σε αυτό το σημείο του βουνού με τις πολικές θερμοκρασίες».

«Εσείς όμως πώς καταφέρνετε να επιβιώνετε εδώ τόσα χρόνια;»

«Ω!! Δεν είναι πάντα τόσο δύσκολες οι συνθήκες. Αυτό συμβαίνει κατά την περίοδο που εμφανίζεται ένας νέος αναζητητής της αχλαδιάς. Το υπόλοιπο διάστημα, είναι απλώς μια χιονισμένη περιοχή και εγώ μπορώ να επισκέπτομαι τα υπόλοιπα σημεία του βουνού, να βλέπω τους φίλους μου, τα ζώα και τα πουλιά και να συγκεντρώνω τις απαραίτητες προμήθειες.

Άλλωστε μην νομίζεις ότι είναι πλέον πολλοί αυτοί που τολμούν να σκαρφαλώσουν στο βουνό. Όταν πρωτοδιαδόθηκε ο μύθος ερχόντουσαν συνέχεια. Ορισμένοι μάλιστα και σε μικρές ομάδες. Τώρα ελάχιστοι τολμούν, αφού λίγοι μιλούν για το μυστικό του βουνού και πολλοί πτοούνται από τον φόβο του θανάτου».

«Θάνατος;;;» ρώτησε δύσπιστα ο Βόλφγκανγκ.

Ο γεράκος κοίταξε με την άκρη του ματιού του την κίσσα και έπειτα αποκρίθηκε.

«Όποιος δεν πετύχει, δεν έχει το δικαίωμα να επιστρέψει ζωντανός στο χωριό του, γιατί έχει δει πάρα πολλά και αν τα αποκαλύψει, τότε το βουνό θα μείνει αιώνια σε αυτήν την κατάσταση και όσοι κατοικούμε εδώ θα εξαϋλωθούμε. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, δεν έχουμε την επιλογή να το διακινδυνεύσουμε».

«Έπειτα από τόσα χρόνια όμως είναι δυνατόν να εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι θα βρεθεί αυτός που θα λύσει τα μάγια;»

«Φυσικά. Οι νεράιδες είναι σίγουρες ότι υπάρχει αυτή η γενναία καρδιά και γι’ αυτό ακριβώς χάρισαν σε όλους μας το δώρο της αθανασίας. Για να καταφέρουμε να συμμετάσχουμε στη γιορτή που θα γίνει, όταν ελευθερωθούν η Μαργκώ και ο Κλάους.

Δεν σου κρύβω μάλιστα ότι όλοι ελπίζουμε να είσαι εσύ εκείνος που θα τους λυτρώσει».

«Δεν ξέρω…. Όλα αυτά με υπερβαίνουν. Μέχρι τώρα ήμουν υπόλογος στον εαυτό μου και τώρα γίνομαι υπεύθυνος για τόσα έμψυχα όντα. Δεν ξέρω… Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω».

«Βόλφγκανγκ, εμείς όλοι πιστεύουμε σ’ εσένα», παρενέβη τότε στη συζήτηση η κίσσα. «Η Μαργκώ και ο Κλάους υποφέρουν πολλά χρόνια και εσύ μπορείς να τους βοηθήσεις. Ασφαλώς το ταξίδι σου θα είναι αρκετά δύσκολο στη συνέχεια, αλλά είσαι ικανός και μπορείς να τα καταφέρεις.

Το θέμα επομένως δεν είναι αν μπορείς, αλλά αν θέλεις να το κάνεις. Αν θέλεις να χαρίσεις την ευτυχία σε δυο ανθρώπους που τόλμησαν απλώς να διεκδικήσουν την αγάπη».

Ο Βόλφγκανγκ δεν απάντησε αμέσως. Συλλογίστηκε για μερικά λεπτά και έπειτα είπε.

«Ναι, θα το κάνω. Αφού έφθασα μέχρι εδώ, θα συνεχίσω μέχρι το τέλος».

Συνεχίζεται…..

Συνταγή της Αμβροσίας: Απόλυτο κόκκινο

Υλικά:

1 ½ κιλό κόκκινη κολοκύθα (καθαρισμένη)

1 κιλό ζάχαρη

1 λίτρο νερό

Άρωμα βανίλιας

Εκτέλεση:

Κόβουμε σε κύβους την κολοκύθα. Τη βάζουμε σε μια κατσαρόλα, ρίχνουμε το νερό και τη βράζουμε καλά. Αν χρειαστεί, προσθέτουμε νερό.

Στη συνέχεια αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και λιώνουμε την κολοκύθα στο πρες πουρέ. Την ξαναβάζουμε στην κατσαρόλα, προσθέτουμε το νερό του προηγούμενου βρασμού, που το έχουμε στραγγίσει σ’ ένα τουλπάνι, τη ζάχαρη και τη βανίλια και βράζουμε ξανά, έως ότου δέσει η μαρμελάδα.